Γράφει ο ΣΠΥΡΟΣ ΜΑΝΟΥΣΕΛΗΣ
Θύελλες ορμονών στη Wall Street
Αν σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας η κοινωνική επιτυχία και η προσωπική ευτυχία ταυτίζονται άκριτα με την κατοχή και τη διαχείριση χρήματος, σε περιόδους βαθιάς οικονομικής κρίσης αυτές οι βολικές κοινωνικές «αξίες» ανατρέπονται και αισθανόμαστε πολύ πιο επιτακτική την ανάγκη να διαφωτίσουμε τις ψυχοσωματικές συνέπειες που έχει η απώλεια χρήματος.
Συνεπώς, πέρα από τις όποιες έγκυρες οικονομικές ή κοινωνιολογικές αναλύσεις, θα έπρεπε ίσως να διερευνηθούν και οι λιγότερο προφανείς νευροβιολογικές προϋποθέσεις και οι ψυχοσωματικές δυσλειτουργίες που σχετίζονται με την τυφλή και ανάλγητη εφαρμογή της αρχής τού «κέρδους για το κέρδος». Της κυρίαρχης κοινωνικής επιταγής που, μολονότι αποδεδειγμένα ανορθολογική και καταστροφική, εξακολουθεί να επιτάσσει την άπληστη όσο και ατελέσφορη συσσώρευση χρήματος.
Και όπως θα δούμε, τα χρηματιστήρια, οι σύγχρονοι «ναοί» του χρήματος, αποτελούν το ιδανικό πεδίο έρευνας για τέτοιες «νευρο-οικονομικές» αναλύσεις, ενώ οι χρηματιστές που εργάζονται σε αυτά αποδείχτηκαν τα καλύτερα πειραματόζωα.
Βιοψυχολογία της απληστίας
Σε περιόδους κρίσης των αγορών, όταν οι χρηματιστηριακοί δείκτες καταρρέουν και οι απελπισμένοι επενδυτές πηδάνε απ' τα παράθυρα, οι πιο έμπειροι και επιτήδειοι χρηματιστές, διαβλέποντας το πρόσκαιρο της οικονομικής ύφεσης, στοιχηματίζουν στην κατάρρευση κάποιων τίτλων.
Οσο για την πλειονότητα των ανυποψίαστων και πανικόβλητων επενδυτών, αυτοί αντιδρούν ακριβώς όπως οι πίθηκοι σε ένα περίφημο πείραμα που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Γέιλ των ΗΠΑ. Οταν υποχρεώθηκαν να ανταλλάξουν με μπανάνες τα αλουμινένια ψευτονομίσματα που τους είχαν χαρίσει οι ερευνητές, τα συμπαθητικά πρωτεύοντα επέδειξαν μια τυπικά ανθρώπινη ενόχληση και δυσαρέσκεια για την απώλεια των «πολύτιμων» νομισμάτων τους.
Διάφορες μελέτες είχαν ήδη αποκαλύψει ότι, για το μέσο άνθρωπο, η έντονη δυσαρέσκεια για την απώλεια π.χ. 100 ευρώ αντισταθμίζεται μόνο από το κέρδος τουλάχιστον 250 ευρώ. Τώρα όμως διαπίστωσαν απρόσμενα ότι αυτή η σταθερή αναλογία 2,5 (καθαρό κέρδος) προς 1 (καθαρή απώλεια) ισχύει επίσης και για τους πιθήκους.
Γεγονός που υποδεικνύει σαφώς ότι αυτή η άπληστη κτητική προδιάθεση δεν εξαρτάται αποκλειστικά από εξωγενείς κοινωνικούς ή οικονομικούς παράγοντες, αλλά έχει βαθύτατες νευροβιολογικές ρίζες που διαμορφώθηκαν κατά την εξελικτική μας προϊστορία.
Αν όμως πρόκειται για μια κοινή με τα άλλα πρωτεύοντα συμπεριφορά των ανθρώπων, τότε διαψεύδεται (και επιστημονικά) ένα από τα θεμελιώδη ιδεολογήματα της νεοτερικής οικονομικής σκέψης και του νεοφιλελευθερισμού. Αναφερόμαστε στον εξωραϊστικό μύθο του αμιγώς ορθολογικού «οικονομικού ανθρώπου», του περιβόητου Homo oeconomicus, ο οποίος υποτίθεται ότι, ύστερα από ψυχρή και χωρίς συναισθήματα ανάλυση της κατάστασης, δρα πάντοτε επιλέγοντας τη βέλτιστη λύση. Με άλλα λόγια, οι επιλογές του, μολονότι εξυπηρετούν το ιδιωτικό του συμφέρον, αποδεικνύονται τελικά ορθολογικές.
Το ότι πρόκειται για ένα αυθαίρετο κοινωνικό ιδεολόγημα επιβεβαιώνεται εμπειρικά από την εμφανή ανορθολογικότητα της χρηματιστηριακής δυναμικής. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, η βεβαιότητα ότι πρόκειται για ένα καθησυχαστικό ιδεολόγημα ενισχύεται και από μια σειρά επιστημονικών ερευνών, που εστιάζουν όχι τόσο στα συγκυριακά κέρδη ή τις απώλειες αλλά στα σταθερά πρότυπα συμπεριφοράς ενός αρκετά μεγάλου δείγματος επενδυτών που «παίζουν» συστηματικά στο χρηματιστήριο.
Μελετώντας, λοιπόν, όχι τις αυξομειώσεις των χρηματιστηριακών δεικτών αλλά τις αντιδράσεις των επενδυτών, διαπιστώθηκε ότι οι μετοχές που ανταλλάσσει ένας επενδυτής στη διάρκεια ενός έτους αντιστοιχούν μόνο στο 3,5% του συνόλου των μετοχών που κατέχει. Τις υπόλοιπες τις κρατά επ' αόριστον στο συρτάρι του ελπίζοντας ότι κάποτε θα ανεβεί η τιμή τους.
Πρώτα λοιπόν πουλά τις μετοχές που η αξία τους υπερβαίνει την τιμή αγοράς τους, ενώ όσες του φαίνονται, πρόσκαιρα, υποτιμημένες θέτουν σε κίνηση τους υποσυνείδητους νευροψυχολογικούς μηχανισμούς δυσαρέσκειας και αποστροφής για κάθε απώλεια. Αυτή η αναβλητικότητα όμως επιδεινώνει την κατάσταση: λόγω της ενεργοποίησης των μηχανισμών της δυσαρέσκειας, ο αναποφάσιστος επενδυτής χάνει πολύτιμο χρόνο και αναγκάζεται τελικά να πουλήσει τις μετοχές του σε εξευτελιστικά χαμηλές τιμές.
Χρηματιστηριακό ντόπινγκ
Πώς όμως υπεισέρχονται και σε ποιο βαθμό επηρεάζουν αυτοί οι υποσυνείδητοι νευροψυχολογικοί μηχανισμοί τις φαινομενικά «ορθολογικές» επιλογές όσων αποφασίζουν για το μέλλον και τις προοπτικές των μετοχών μας;
Η υπερβολική εμπιστοσύνη ή η δυσπιστία απέναντι σε κάποιες αδιαφανείς πηγές πληροφοριών· η τυπικά αγελαία συμπεριφορά και οι μαζικές αντιδράσεις υπό το καθεστώς μεγάλης ψυχολογικής πίεσης· όλα αυτά σε συνδυασμό με την εγγενή απληστία ή την αποστροφή για τις απώλειες, είναι ορισμένα ανεξάλειπτα ψυχολογικά χαρακτηριστικά που καθιστούν το χρηματιστηριακό «παιχνίδι» όχι απλώς ανορθολογικό αλλά ουσιαστικά αυθαίρετο.
Αν αυτό το δυσοίωνο για το οικονομικό μας μέλλον συμπέρασμα σας φαίνεται υπερβολικό, αναλογιστείτε τι σημαίνει ότι επιβεβαιώνεται καθημερινά όχι μόνο από την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά των γενικών χρηματιστηριακών δεικτών αλλά και από αρκετές έρευνες σχετικά με το βιοχημικό και το συμπεριφοριστικό προφίλ των περισσότερων χρηματιστών.
Για παράδειγμα, πάταγο δημιούργησε η αποκάλυψη ότι υπάρχει μια στενότατη σχέση ανάμεσα στα κέρδη που καθημερινά επιτυγχάνει ένας χρηματιστής και στα επίπεδα συγκέντρωσης τεστοστερόνης που καταγράφονται στον εγκέφαλό του! Την πρωτοποριακή αυτή ανακάλυψη πραγματοποίησαν το 2008 στη Βρετανία οι John Μ. Coates και Joseph Herbert, δύο διάσημοι νευρο-οικονομολόγοι που εργάζονταν στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ.
Οι ερευνητές αυτοί μετέφεραν τα εργαλεία της δουλειάς στο λονδρέζικο City, δηλαδή σε ένα από τα σημαντικότερα διεθνή χρηματιστήρια. Εκεί υπέβαλαν, επί οκτώ συνεχείς ημέρες, αρκετούς εθελοντές χρηματιστές σε βιοχημικό έλεγχο. Καθημερινά, αμέσως πριν και αμέσως μετά την ώρα των μεγαλύτερων σε όγκο χρηματιστηριακών συναλλαγών, έπαιρναν δείγματα σάλιου από τους ανυποψίαστους traders. Η βιοχημική ανάλυση των δειγμάτων σάλιου έδειξε ότι οι χρηματιστές που πετύχαιναν τα μεγαλύτερα κέρδη παρουσίαζαν πάντα πολύ μεγαλύτερη συγκέντρωση τεστοστερόνης.
Σύμφωνα με την εξήγηση των Coates και Herbert, οι υψηλές συγκεντρώσεις αυτής της ορμόνης στον εγκέφαλο δημιουργούν έντονα αισθήματα αυτοπεποίθησης και προδιάθεση για ρίσκο. Δύο «αρετές» απαραίτητες στη χρηματιστηριακή μάχη, αφού, όποτε υπάρχουν, ενισχύουν σημαντικά την ταχύτητα και την αποφασιστικότητα των αντιδράσεων των χρηματιστών. Εκτοτε επικράτησε η εσφαλμένη τάση να θεωρείται η υπερπαραγωγή τεστοστερόνης ως ο μοναδικός ή έστω ο πρωταρχικός παράγοντας επιτυχίας.
Οι χρηματιστές έχουν ψυχή;
Οπως όμως συμβαίνει με όλα τα πολύπλοκα συστήματα -και ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι ο ορισμός του πολύπλοκου συστήματος- καμία ορμόνη δεν δρα στο κενό και με τρόπο απολύτως προβλέψιμο και γραμμικό.
Οταν τα επίπεδα συγκέντρωσης τεστοστερόνης ανεβαίνουν υπερβολικά, δημιουργούν ένα μεθυστικό αίσθημα παντοδυναμίας που οδηγεί, κατά κανόνα, σε απερίσκεπτες και εντελώς παρορμητικές επιλογές, οι οποίες δυστυχώς αψηφούν τους κινδύνους.
Και όπως θα δούμε αναλυτικότερα στο επόμενο άρθρο, πολλές χρηματιστηριακές καταστροφές πυροδοτούνται τελικά από το εκρηκτικό κοκτέιλ ορμονών που παράγεται στον εγκέφαλο των χρηματιστών, όταν αυτός πασχίζει να εξυπηρετήσει τις απάνθρωπες ανάγκες του εξαϋλωμένου χρήματος.
Τελικά, αυτοί που αποφασίζουν για την οικονομική μας κατάσταση και με τις αποφάσεις τους επηρεάζουν τη ζωή μας, δεν λειτουργούν (δυστυχώς;) ως ψυχρές υπολογιστικές μηχανές αλλά ως ανθρώπινα όντα, με ό,τι θετικό ή αρνητικό αυτό συνεπάγεται.
Αρχίζουμε επομένως να συνειδητοποιούμε γιατί δεν μπορούμε -και ούτε θα έπρεπε- να αφήσουμε αποκλειστικά στους οικονομολόγους και στους χρηματιστές το πρόβλημα της διαχείρισης της εκάστοτε οικονομικής κρίσης. Μήπως αυτοί με τα επισφαλή παιχνίδια τους στην παγκόσμια αγορά χρήματος δεν συνέβαλαν στην ανάδυση της τρέχουσας όσο και των προηγούμενων χρηματοπιστωτικών κρίσεων;
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=301473
Θύελλες ορμονών στη Wall Street (Μέρος δεύτερο)
Η τεστοστερόνη και άλλες χρηματιστηριακές καταχρήσεις
Αν, όπως λέγεται, το χρηματιστηριακό παιχνίδι εξαντλείται στην έγκαιρη και αντικειμενική αξιολόγηση κάποιων τίτλων, με σκοπό την αύξηση του κέρδους του επενδυτή, τότε πώς δικαιολογούνται τα απρόβλεπτα σκαμπανεβάσματα ή και η κατάρρευση των πιο επιτυχημένων δεικτών στην παγκόσμια αγορά χρήματος;
Και τι υπονοούν όσοι υποστηρίζουν ότι το πολύ σοβαρό αυτό «παιχνίδι» έχει από καιρό πάψει να καταγράφει ή να αντανακλά την πραγματική κατάσταση της οικονομίας;
Στο προηγούμενο άρθρο μας είδαμε πως ακόμη και στις πιο «ορθολογικές» και «ψυχρές» φαινομενικά επιλογές των χρηματιστών υπεισέρχονται σκοτεινοί εγκεφαλικοί μηχανισμοί και συναισθήματα που επηρεάζουν δραματικά τις αποφάσεις τους, χωρίς να το συνειδητοποιούν.
Στο παρόν άρθρο, θα εξετάσουμε με ποιον τρόπο οι σύγχρονες νευροεπιστήμες επιχειρούν να κατανοήσουν τους εγκεφαλικούς μηχανισμούς που εμπλέκονται στην «ανώμαλη» συμπεριφορά των χρηματιστών. Και αυτό γιατί πιστεύουμε ότι καμία σοβαρή ανάλυση των χρηματοπιστωτικών μας προβλημάτων δεν μπορεί πλέον να αγνοεί ή σκοπίμως να παραβλέπει τους υποσυνείδητους εγκεφαλικούς μηχανισμούς και τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών αυτού του «παιχνιδιού».
Το βιοχημικό προφίλ του έμπειρου χρηματιστή
Οπως ήδη αναφέραμε στο προηγούμενο άρθρο μας (βλ. «Ε» 06/08/11), υπάρχει σαφής σχέση ανάμεσα στα κέρδη που καθημερινά επιτυγχάνει ένας χρηματιστής και στα επίπεδα συγκέντρωσης τεστοστερόνης που καταγράφονται στον εγκέφαλό του. Η εντυπωσιακή αυτή ανακάλυψη πραγματοποιήθηκε το 2008 στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, χάρη στις έρευνες δύο διάσημων πλέον νευροοικονομολόγων, του John Μ. Coates και του Joseph Herbert και αποτέλεσε το παράδειγμα για όλες τις μετέπειτα έρευνες στον νεοσύστατο κλάδο της νευροοικονομικής (neuroeconomics).
Πολύ σύντομα, ωστόσο, έγινε σαφές ότι η δράση στον ανθρώπινο οργανισμό των λεγόμενων στεροειδών ορμονών (κυρίως της τεστοστερόνης και της κορτιζόλης), δεν οδηγεί πάντα σε ευτυχή αποτελέσματα. Η υπερβολική συγκέντρωση τεστοστερόνης στα εγκεφαλικά κυκλώματα ενός χρηματιστή τού δημιουργεί μια μη ρεαλιστική αίσθηση παντοδυναμίας και παρορμητικότητας που, αργά ή γρήγορα, τον οδηγούν σε εντελώς εσφαλμένες εκτιμήσεις (π.χ. επενδύσεις σε κάποιες πολλά υποσχόμενες χρηματιστηριακές «φούσκες»).
Ενα άλλο παράδειγμα μας προσφέρουν οι χρηματιστές που βρίσκονται αντιμέτωποι με μια πολύ σοβαρή χρηματιστηριακή κρίση. Οι περισσότεροι πανικοβάλλονται και αντιδρούν με σπασμωδικές κινήσεις που επιδεινώνουν την κατάσταση. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή της «ψυχρής» ή «ορθολογικής» συμπεριφοράς των επιτυχημένων χρηματιστών που προβάλλεται από τον κινηματογράφο.
Μάλιστα, ύστερα από σχετικές έρευνες, διαπίστωσαν ότι οι υπερβολικά αγχωμένοι ή πανικόβλητοι χρηματιστές παρουσιάζουν πάντα υψηλότερη συγκέντρωση της ορμόνης κορτιζόλης στο αίμα (άρα και στον εγκέφαλο), ενώ μειώνεται η έκκριση τεστοστερόνης. Η κορτιζόλη δηλαδή λειτουργεί ως «αντίδοτο» στην τεστοστερόνη: σε επισφαλείς και αβέβαιες καταστάσεις καταστέλλει την υπερβολική παρορμητικότητα και την αυθάδη αίσθηση παντοδυναμίας των χρηματιστών.
Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι και η υπερβολική συγκέντρωση κορτιζόλης στον εγκέφαλο ενδέχεται να έχει εξίσου καταστροφικές συνέπειες με την τεστοστερόνη: καθιστά τους αγχωμένους επενδυτές τόσο αδρανείς και φυγόμαχους που μοιραία διαπράττουν τραγικά σφάλματα!
Στις δύο περιπτώσεις που μόλις αναφέραμε, είναι φανερό ότι για να κατανοήσει κανείς τη φαινομενικά «παράλογη» ή, έστω, «ανεξήγητη» συμπεριφορά των χρηματιστών δεν αρκούν οι οικονομικές ή οι κοινωνιολογικές εξηγήσεις από μόνες τους. Είναι απαραίτητο, επιπροσθέτως, να στραφούμε στις επιστήμες του εγκεφάλου, αφού αυτές μπορούν να μας προσφέρουν τα νέα πολύτιμα γνωστικά εργαλεία που χρειαζόμαστε για την αποκρυπτογράφηση πολλών ακατανόητων, μέχρι πρόσφατα, ανθρώπινων συμπεριφορών.
Πολλές σημαντικές αποφάσεις στον χώρο των χρηματικών επενδύσεων -όπως εξάλλου και σε πολλά άλλα πεδία της κοινωνικής μας ζωής- δεν λαμβάνονται με αυστηρά ορθολογικά κριτήρια ούτε αποτελούν το προϊόν συνειδητών υπολογισμών. Αντίθετα, λαμβάνονται κάτω από συνθήκες μεγάλης χρονικής και ψυχολογικής πίεσης. Συνεπώς, κατ' ανάγκη, πολλές αποφάσεις και επιλογές «μας» υπαγορεύονται από τη διαίσθησή μας: λαμβάνονται δηλαδή μέσω υποσυνείδητων νοητικών μηχανισμών, οι οποίοι, στην πραγματικότητα, αποφασίζουν αντί για μας.
Ο εγκέφαλος και οι μετοχές
Μόνο η διαισθητική σκέψη μπορεί να δώσει τις σχεδόν αυτόματες και ταχύτατες αντιδράσεις, που απαιτούνται άμεσα σε ακραίες συνθήκες. Μάλιστα, η εντυπωσιακή ταχύτητα, με την οποία «αποφασίζουμε» πώς θα αντιδράσουμε, οφείλεται ακριβώς στην αυτοματοποίηση αυτού του υποσυνείδητου είδους σκέψης: μια συνειδητή και έλλογη απόφαση θα απαιτούσε πολύ χρόνο!
Το τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στον εγκέφαλο ενός χρηματιστή πριν πάρει μια σημαντική απόφαση, δεν είναι ακόμη απολύτως σαφές αποτελεί, ωστόσο, το αντικείμενο μελέτης πολυάριθμων πρωτοποριακών ερευνών.
Ηδη όμως γνωρίζουμε αρκετά για το πώς αντιδρά ο εγκέφαλος του χρηματιστή, όταν περιμένει μεγάλα κέρδη από την άνοδο κάποιων τίτλων. Οπως και σε κάθε άλλο φανατικό τζογαδόρο, ο εγκέφαλος του χρηματιστή «παίρνει φωτιά», από την υπερβολική έκκριση ντοπαμίνης.
Αυτός ο βασικός νευροδιαβιβαστής, φορέας ισχυρών διεγερτικών μηνυμάτων, όταν συγκεντρώνεται στις υποφλοιώδεις και εξελικτικά πιο αρχαϊκές δομές στο κέντρο του εγκεφάλου (κυρίως στη μεσομεταιχμιακή φλοιική οδό και στη μεσοραβδωτή οδό) δημιουργεί στον οργανισμό μια κατάσταση έντονης έξαψης, υπερδιέγερσης και ανεξήγητης ευφορίας, που συχνά οδηγούν σε ό,τι οι ειδικοί περιγράφουν ως «φαινόμενο Ιντιάνα Τζόουνς»: μια σχεδόν ακατάσχετη επιθυμία να βιώσουμε παράτολμες και ριψοκίνδυνες εμπειρίες.
Μάλιστα, κάποιοι νευροεπιστήμονες, βασιζόμενοι στην εξωτερική καταγραφή (μέσω ενός μαγνητικού τομογράφου) της υπερδραστηριότητας των συγκεκριμένων εγκεφαλικών δομών, κατάφεραν να προβλέψουν (εγκαίρως και κατ' επανάληψιν) την προδιάθεση ορισμένων χρηματιστών να προβούν σε ιδιαίτερα ριψοκίνδυνες χρηματιστηριακές κινήσεις.
Ο Brian Knutson, επιφανής νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ των ΗΠΑ, ήταν ο πρώτος που κατάφερε, όχι απλώς να αποδείξει ότι είναι εφικτή η πρόβλεψη της συμπεριφοράς των παιχτών του χρηματιστηρίου, αλλά και να εντοπίσει τις εγκεφαλικές δομές που την καθορίζουν. Με άλλα λόγια, απέδειξε ότι διαφορετικές χρηματιστηριακές επιλογές -π.χ., το αν θα ρισκάρει ή αν θα ποντάρει στα σίγουρα- προαποφασίζονται στον εγκέφαλο του χρηματιστή από διαφορετικά νευρωνικά κυκλώματα, τα οποία ενεργοποιούνται προκαταβολικά και κατά περίπτωση!
Από την ευφορία στην κατάθλιψη
«Το Χρηματιστήριο, όπως κάθε άλλο τυχερό παιχνίδι, είναι μια επικίνδυνη δραστηριότητα και προκαλεί εξάρτηση, όπως τα ναρκωτικά. Γίνεται τρόπος ζωής: δημιουργεί μια ορισμένη κοινωνική ταυτότητα και την ψευδαίσθηση ότι βρίσκεσαι στο κέντρο του κόσμου, ότι είσαι παντοδύναμος. Το να πατάς ένα πλήκτρο, μεταβιβάζοντας ένα επταψήφιο ποσό είναι το όνειρο πολλών νέων. Οταν όμως το κάνεις αυτό κάθε μέρα από τα δεκαεννιά σου χρόνια, χάνεις κάθε αίσθηση της πραγματικότητας». Ετσι περιγράφει στην εφημερίδα «The Guardian» ένας μετανοημένος Βρετανός trader την κυριολεκτικά ψυχοσωματική εξάρτηση που δημιουργεί η εργασία στο Χρηματιστήριο.
Στις εξαιρετικά πιεστικές συνθήκες -τόσο από χρονική όσο και από ψυχολογική άποψη- κάτω από τις οποίες εργάζονται οι χρηματιστές, είναι, όπως είδαμε, αναγκασμένοι να υιοθετούν έναν ημιαυτόματο και εν πολλοίς διαισθητικό τρόπο σκέψης, ο οποίος κάθε άλλο παρά μένει ανεπηρέαστος από τις ψυχολογικές τους διαθέσεις.
Επιπλέον, η μεγάλη ταχύτητα με την οποία παίρνονται οι αποφάσεις, η -υποχρεωτικά ελλιπής- λογική επεξεργασία τους αλλά και η περιορισμένη επίγνωση των όσων διαδραματίζονται ή διακυβεύονται συνολικά, καθιστούν τις περισσότερες χρηματιστηριακές επιλογές κοντόφθαλμες και υπερβολικά επισφαλείς, για να μην πούμε αυθαίρετες.
Σε τελευταία ανάλυση, οι πραγματικοί πρωταγωνιστές στο χρηματιστηριακό παιχνίδι είναι η ηδονή και ο πόνος: η ευφορία που φέρνει το κέρδος και η κατάθλιψη που συνοδεύει την κάθε απώλεια χρήματος. Και η διαρκής εναλλαγή αυτών των συναισθημάτων σε καθημερινή βάση δεν μπορεί παρά να τρελαίνει τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Ο οποίος προφανώς δεν σχεδιάστηκε από την εξέλιξη για να παρακολουθεί την πορεία των μετοχών και να ποντάρει σ' αυτές για την επιβίωσή του.
Το δυστύχημα για όσους δεν «παίζουν» σε αυτό το παιχνίδι εξουσίας είναι ότι οι προσπάθειες διόρθωσης των εσφαλμένων χρηματιστηριακών επιλογών και οι επιστημονικοφανείς οικονομικές «εξηγήσεις» τους έρχονται πάντα κατόπιν εορτής: όταν η συσσώρευση από φούσκες, ασυγχώρητα λάθη και παραλείψεις έχουνε ήδη οδηγήσει σε σοβαρές οικονομικές κρίσεις, όπως αυτή που ταλανίζει σήμερα τον πλανήτη.
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=20/08/2011&id=302998