Ο Αμερικανός καταναλωτής βρίσκεται στα πρόθυρα να βιώσει την πρώτη φάση ύφεσης, για πρώτη φορά από το 1991, όταν είχε για τελευταία φορά την εμπειρία των πολύ υψηλών τιμών πετρελαίου, της αποδυνάμωσης της απασχόλησης, του αποπληθωρισμού στην αγορά ακινήτων και της επιβολής αυστηρότερης πιιστωτικής πολιτικής.
Η καταναλωτική επιβράδυνση θα τραβήξει το ακαθάριστο εθνικό προϊόν των ΗΠΑ κάτω από το 1% (σε ετήσια βάση) κατά το τρέχον τρίμηνο μετά την ανάκαμψη 3,9% στο γ’ τρίμηνο. Θα ακολουθήσουν πιθανότατα περισσότερες μειώσεις επιτοκίων από την Federal Reserve. Πολύ περισσότερες. Δεν θα εκπλαγώ εάν το επιτόκιο των Fed funds υποχωρήσει έως το 2%.
Πολλές πλευρές του χρηματιστηρίου έχουν αρχίσει να προεξοφλούν αυτή την μακροοικονομική μας άποψη. Ο δείκτης S&P 500 έχει ενισχυθεί σχεδόν 3% φέτος, αλλά οι τραπεζικοί τίτλοι έχουν υποχωρήσει 16% και τα κυκλικά καταναλωτικά αγαθά 11%. Στην επόμενη φάση πιθανότατα θα δούμε διάχυση σε περιοχές της αγοράς και της οικονομίας που ιστορικά ανταποκρίνονται στις μεταβολές των καταναλωτικών δαπανών. Σε πραγματικούς όρους, οι καταναλωτικές δαπάνες έχουν αυξηθεί με το πρωτοφανές σερί των 63 συνεχόμενων τριμήνων, ξεπερνώντας κατά πολύ την άνθιση της δεκαετίας του ’80. Αυτή η πρωτάκουστη εξέλιξη οφείλεται στην πανίσχυρη επίδραση της χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, της δημοσιονομικής γαλαντομίας, της εκτίναξης στις τιμές ακινήτων και της ευρύτατης διαθεσιμότητας των πιστώσεων. Αλλά ο καλπασμός στις τιμές της ενέργειας αρχίζει να ”δαγκώνει” και είναι ένας λόγος που αρχίζει να πέφτει η καταναλωτική εμπιστοσύνη.
Η κίνηση του πετρελαίου πάνω από τα 90 δολάρια ανά βαρέλι είναι αντίστοιχη με φορολογική αύξηση στην αμερικανική οικονομία, που εισάγει 10 εκατ. βαρέλια την ημέρα ημερησίως. Οι παραδοσιακοί κανόνες της αγοράς υποδεικνύουν ότι, εάν διατηρηθούν τα τρέχοντα επίπεδα, οι τιμές της ενέργειας και μόνο θα απορροφήσουν έως 1,5 ποσοστιαία μονάδα από τις καταναλωτικές δαπάνες. Οι τιμές της βενζίνης στα 3 δολ. ανά γαλόνι, έχουν αυξηθεί πάνω από 80 σεντς υψηλότερα απ’όσο ένα χρόνο πριν. Αυτό αντιστοιχεί σε φόρους 100 δισ. δολαρίων. Οι προθεσμιακές αγορές πετρελαίου θέρμανσης έφτασαν στα 2,62 δολ. ανά γαλόνι, αυξημένες κατά 60% από τις αρχές του έτους. Το υπουργείο Ενέργειας εκτιμά ότι ο λογαριασμός θέρμανσης για το μέσο νοικοκυριό θα αυξηθεί 22% φέτος στα 1.785 δολάρια από 1.466 δολάρια πέρσι. Εν τω μεταξύ, είναι ευδιάκριτο ότι δρομολογείται επιβράδυνση της απασχόλησης.
Οι μισθολογικές αυξήσεις κινούνται μόλις στο 1% σε ετήσια βάση, που είναι η μικρότερη αύξηση από την άνοιξη 2004. Μόνο τρεις ευρύτεροι κλάδοι δημιουργούν θέσεις εργασίας: η κυβέρνηση, η υγεία/εκπαίδεση και η ψυχαγωγία. Περίπου το 60% της πίτας απασχόλησης κάνει απολύσεις: χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, μεταποίηση (με 2 εκατ. θέσεις εργασίας στην στέγαση), λιανικές πωλήσεις και κατασκευές κατοικίας, που έκοψαν πάνω από 50.000 θέσεις εργασίας στους δύο τελευταίους μήνες. Και να θυμόμαστε ότι ποτέ δεν υπήρξε στιγμή στην ιστορία που να ανεβαίνει η ανεργία με ρυθμό 1% και πάνω και να μην εκτυλίσσεται από πίσω ύφεση.
Στην αγορά στέγασης, ο Σεπτέμβριος ήταν ψυχρολουσία. Οι κατασκευαστές μείωσαν τις ενάρξεις στο χαμηλό δεκαετίας των 1,19 εκατ. (σε ετήσια βάση) και 4,4 εκατ. σπίτια παραμένουν απούλητα -16% υψηλότεα από πέρσι. Υποδεικνύουν σταθερές αποπληθωριστικές πιέσεις και χαμηλότερους όγκους. Οι ενάρξεις κατασκευής οικιών θα πρέπει να πέσουν έως τις 800.000 για να καθαρίσει η αγορά. Η στέγαση είναι ένα ενεργητικό ύψους 23.000 δισ. δολαρίων αλλά αυτή η αγορά θα παραμείνει πιεσμένη επί χρόνια και οι καταναλωτές δεν έχουν ακόμη νοιώσει τις βαθύτερες αρνητικές επιπτώσεις στην αίσθηση πλούτου. Η αναρρίχηση στις τιμές των αμερικανικών σπιτιών σε επίπεδο ρεκόρ, έκαναν τους ιδιοκτήτες να νοιώθουν πιο πλούσιοι και να ξοδεύουν περισσότερα από τα έσοδά τους. Σε κανένας άλλο κύκλο που γνωρίζουμε, δεν είχαν ξεπεράσει σε τόσο τρελό ποσοστό οι καταναλωτικές δαπάνες την αύξηση του ατομικού εισοδήματος -κατά σχεδόν μια ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα ετησίως την τελευταία εξαετία.
Από τα τέλη του 2001, η αναλογία του καταναλωτικού χρέους ως προς το διαθέσιμο εισόδημα, εκτινάχθηκε από 100% στο ρεκόρ του 136%. Σε έξι χρόνια, ο καταναλωτής είχε συσσωρεύσει τόσο χρέος όσο στα 40 προηγούμενα χρονια μαζί. Βιώσαμε τον πιο παρατεταμένο πιστωτικό κύκλο στην ιστορία, αλλά αυτή η διαδικασία πλέον αντιστρέφεται και θα χρειαστεί πολυετή διόρθωση. Το σενάριο που βλέπουμε να εκτυλίσσεται αφορά τις δευτερογενείς επιπτώσεις της αγοράς ακινήτων και της μειωμένης διαθεσιμότητας πιστώσεων στον καταναλωτή. Η επιβράδυνση της απασχόλησης και η αυξανόμενη ανεργία θα πλήξουν περαιτέρω το πραγματικό εισόδημα. Το 35% των καταναλωτικών δαπανών που αφορούν κυκλικά και πρώτης ανάγκης καταναλωτικά αγαθά θα αποδειχθεί ιδιαίτερα ευάλωτο. Κατά ειρωνία, αυτό ήταν το κομμάτι των χρηματιστηριακών μετοχών που απολάμβαναν τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις ανάπτυξης το 2008.
του David Rosenberg
Ο αρθρογράφος είναι επικεφαλής οικονομολόγος Βορείου Αμερικής της Merrill Lynch(15/11/07 - 13:31)
ΠΗΓΗ: FT.com Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.
ΜΠΟΡΟΥΝ ΟΙ ΑΓΟΡΕΣ ΝΑ ΑΝΕΒΑΙΝΟΥΝ ΟΤΑΝ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΕΦΤΕΙ;
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment