Πολύ καλή ανάλυση της ιστορίας, η οποία φωτίζει όλες τις πλευρές!
Το ελληνικό ”φιάσκο” μένει στο προσκήνιο - των Kerin Hope και Gillian Tett
(τα bold δικά μου)
Το πρωί της περασμένης Παρασκευής η αμερικανική επενδυτική τράπεζα JP Morgan εξέδωσε μια μυστηριώδη και κάπως υποτιμητική ανακοίνωση: προσφερόταν να επαναγοράσει δομημένο ομόλογο 280 εκατ. ευρώ που είχε διακανονιστεί για την κυβέρνηση στην Αθήνα.
”Με δεδομένα τα ερωτηματικά που έχουν προκύψει όσον αφορά στο τι συμβαίνει με αυτό το ομόλογο... η πρότασή μας να επαναγοράσουμε το ομόλογο και να λήξουμε το swap θα βοηθήσει να υπάρξει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για όλους τους εμπλεκομένους” ανέφερε η JP Morgan.
Αν η ανακοίνωση είναι περίεργη, το δράμα που έχει εκτυλιχθεί στο παρασκήνιό της είναι ακόμη πιο περίεργο.
Γιατί πίσω από αυτό το ομόλογο των 280 εκατ. ευρώ βρίσκεται ένα πικρό ελληνικό πολιτικό σκάνδαλο που έχει ήδη προκαλέσει την απόλυση κορυφαίου θεσμικού διαχειριστή της Ελλάδας. Επίσης, εγείρει ερωτηματικά για τη χρήση των δομημένων εργαλείων στις ευρωπαϊκές αγορές που εμφανίζουν περιορισμένο βαθμό εξειδίκευσης.
Η ιστορία ξεκίνησε τον Φεβρουάριο, όταν η αμερικανική τράπεζα ανέλαβε ομόλογο 280 εκατ. δολαρίων και constant maturity swap (CMS) εκ μέρους του ελληνικού Υπουργείου Αμύνης. Το 12ετές εργαλείο έχει σταθερό κουπόνι 6,25% για τα δύο πρώτα χρόνια και κυμαινόμενο κουπόνι για τα υπόλοιπα, με βάση την απόκλιση μεταξύ του 10ετούς και του 2ετούς επιτοκίου swap στο Euromarket.
Τα τελευταία χρόνια οι συμφωνίες αυτού του είδους αποτελούν ελκυστική και διαδεδομένη επιχείρηση για τις επενδυτικές τράπεζες, γιατί αυτά τα εργαλεία κατά κανόνα δίνουν στις κυβερνήσεις τη δυνατότητα φθηνού δανεισμού (στη συμφωνία του Φεβρουαρίου, για παράδειγμα, το δανειστικό κόστος της Αθήνας μειώθηκε περίπου 28 μονάδες βάσης).
Η δόμηση όμως ήταν περίεργη από πολλές απόψεις. Μολονότι η JP Morgan συνήθως δίνει στα ομόλογά της ένα δημοσιοποιημένο νούμερο αναγνώρισης, αυτή η συμφωνία παρέμεινε εμπιστευτική, προφανώς επειδή χρησιμοποιήθηκε για την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού. Αντί να το πουλήσει σε μια μεγάλη ομάδα επενδυτών, η αμερικανική τράπεζα το έθεσε όλο στη διάθεση του North Asset Management, ενός hedge fund με έδρα στο Λονδίνου, το οποίο λειτουργούν δύο Έλληνες χρηματιστές που άλλοτε δούλευαν σε οίκους όπως η Morgan Stanley και η Vereins Bank.Η North στη συνέχεια το πούλησε στην τράπεζα Hypovereins, η οποία το πέρασε στην ελληνική χρηματιστηριακή Ακρόπολις, που με τη σειρά της το πούλησε σε τέσσερα από τα μεγαλύτερα ασφαλιστικά ταμεία της Ελλάδας.
Όλοι όσοι συμμετείχαν σε αυτή την αλυσίδα δηλώνουν ότι λειτούργησαν με καλή πίστη. Η JP Morgan, για παράδειγμα, αρνείται κάθε κατηγορία και δηλώνει ότι οι έρευνες θα πρέπει να επικεντρωθουν σε ό,τι έγινε με το ομόλογο μετά την τοποθέτηση. Η North, εν τω μεταξύ, υποστηρίζει ότι ήταν απλώς ενδιάμεσος στην αγορά και πώληση του ομολόγου.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι τα ασφαλιστικά ταμεία έκαναν μια πολύ κακή συμφωνία. Τα επτά τελευταία εργαλεία CMS που έχει εισαγάγει η Αθήνα έχουν πολύ κακή εμφάνιση. Αυτό κανονικά σημαίνει ότι τα εργαλεία αυτού του είδους θα πουληθούν με έκπτωση. Ενώ όμως η JP Morgan πούλησε το εργαλείο στη North στο 92,95% της ονομαστικής αξίας του, τα ταμεία πλήρωσαν την ονομαστική αξία.
Έτσι, η ελληνική πολιτική ηγεσία έρχεται σε δύσκολη θέση έναντι της διεθνούς βιομηχανίας επενδυτικών τραπεζών. Οι διεθνείς τραπεζίτες πιστεύουν ότι ο πραγματικός ένοχος είναι τα σχετικά χαλαρά στάνταρ στα 200 κρατικά ασφαλιστικά ταμεία και στους εγχώριους χρηματιστές. Έπειτα από αυτό το σκάνδαλο οι αρχές της κεφαλαιαγοράς ανακάλεσαν την άδεια της Ακρόπολις κι έθεσαν την εταιρία σε καθεστώς ρευστοποίησης.Οι ελληνικές αρχές καταπολέμησης του οικονομικού εγκλήματος ερευνούν κατηγορίες για πιθανό ”λάδωμα” στελεχών των ασφαλιστικών ταμείων από την Ακρόπολις. Η χρηματιστηριακή αρνείται κάθε κατηγορία.
Εν τω μεταξύ, το υπουργείο Οικονομικών απαγόρευσε στα ταμεία να αγοράζουν δομημένα προϊόντα όσο τελούν υπό ειδική έρευνα.
Αρκετοί παρατηρητές όμως εκτιμούν ότι υπάρχει ευρύτερη ανάγκη εκσυγχρονισμού του management στα κρατικά συνταξιοδοτικά ταμεία, τα οποία διαχειρίζονται κεφάλαια άνω των 30 δισ. ευρώ. Τα περισσότερα ταμεία διαχειρίζονται πολιτικά διορισμένα πρόσωπα, που δεν έχουν την οικονομική ειδίκευση ή την προηγουμενη εμπειρία της διαχείρισης κεφαλαίων, υπό την εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας. Σε πολλά ταμεία τις επενδυτικές συμβουλές προσφέρει ανεπίσημα κάποια χρηματιστηριακή η οποία και εκτελεί τις συναλλαγές. Για να ολοκληρωθεί μια συμφωνία αρκεί συχνά μια ανταλλαγή φαξ και στη συνέχεια αυτή εγκρίνεται από την Κεντρική Τράπεζα.
”Έπειτα από κάθε εκλογική αναμέτρηση, η επερχόμενη κυβέρνηση αντικαθιστά τα Δ.Σ. και τους διαχειριστές των ταμείων. Αυτή η απουσία συνέχισης και η έλλειψη επαγγελματικής διαχείρισης δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου μπορούν να ληφθούν εσφαλμένες αποφάσεις και να μη γίνει σωστή αναφορά των ατασθαλειών”, αναφέρει Έλληνας τραπεζίτης.
Τα ταμεία είναι υποχρεωμένα από τον νόμο να επενδύουν τουλάχιστον 77% των ενεργητικών τους σε ελληνικά χρεόγραφα, μέτρο που βοηθά στη μείωση του ελληνικού δημόσιου ελλείμματος, επειδή οι συναλλαγές μεταξύ διευθύνσεων της κυβέρνησης δεν θεωρούνται καθαρό χρέος με βάση τα κριτήρια του Μάαστριχτ. Οπότε, η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας διατηρείται στο 105% και όχι στο 120% του ΑΕΠ -μέγεθος διπλάσιο από το αποδεκτό για τα μέλη της ευρωζώνης. Το υπόλοιπο 23% των ενεργητικών τοποθετείται σε ελληνικές μετοχές και ακίνητη περιουσία, που θεωρούνται πιο ριψοκίνδυνη επένδυση.
Αν και η Ελλάδα ήρε όλους τους ελέγχουν κεφαλαίων όταν εισήλθε στην ευρωζώνη το 2001, τα ταμεία δεν επιτρέπεται να κάνουν επενδύσεις στο εξωτερικό. Μια επιτροπή συμβούλων υπό την προεδρία του κ. Παναγιώτη Θωμόπουλου, αντιπροέδρου της Κεντρικής Τράπεζας, είχε δημιουργηθεί από την προηγούμενη σοσιαλιστική κυβέρνηση για να βοηθήσει τα ασφαλιστικά ταμεία στις επενδυτικές στρατηγικές τους. Αλλά η επιτροπή δεν έχει συσκεφθεί μετά το 2004.
Ορισμένοι ειδικοί πιστεύουν ότι η Κεντρική Τράπεζα έπρεπε να έχει παρέμβει στις επενδυτικές δραστηριότητες των ταμείων όσον αφορά στα δομημένα ομόλογα.
”Σε ένα χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικού ταμείου υπάρχει οπωσδήποτε χώρος για δομημένα ομόλογα -ίσως 1% ή 2%. Αλλά τα ταμεία εδώ δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν ποια είναι η ορθή αξία” λέει ένας διεθνής τραπεζίτης. Ορισμένα ταμεία προσπαθουν τώρα να βελτιώσουν τις δραστηριότητές τους.
Το πιεστικό ερώτημα είναι εάν θα δεχτεί η ελληνική κυβέρνηση την προσφορά της JP Morgan να επαναγοράσει το ομόλογο. Εάν ναι, θα γλιτώσουν τα ταμεία από ζημίες. Δεν είναι όμως σίγουρο ότι θα δεχτούν όλες οι πλευρές κάτι τέτοιο. Και εάν τελικά γίνει, ίσως απαιτηθούν μετά αντιστροφές και σε άλλα ζημιογόνα εργαλεία. Η υπόθεση δεν αποκλείεται πάντως να έχει κι άλλα ”θύματα”.
(24/04/07 - 11:47)
ΠΗΓΗ: FT.com
http://www.euro2day.gr/articles/127949/
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
1 comment:
την ιστορία την ξέρουμε. απλά σου παραθέτω κάποια δικά μου σχόλια σχετικά.
http://kafedaki.blogspot.com/2007/05/blog-post_05.html
Post a Comment