Παρέμβαση στο πανευρωπαϊκό ντιμπέιτ που έχει ξεσπάσει, έπειτα από τη
δημοσίευση έρευνας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που δείχνει ότι οι
Γάλλοι, οι Ιταλοί και οι Ισπανοί είναι πλουσιότεροι από τους Γερμανούς,
επιχειρεί με δική της μελέτη η Deutsche Bank.
Η γερμανική τράπεζα επιχειρεί να ρίξει φως στην υπόθεση, εξηγώντας ότι στην πραγματικότητα, η Γερμανία είναι μία πλούσια χώρα με φτωχούς κατοίκους.
Πραγματικά, τα στοιχεία της ΕΚΤ έδειξαν ότι ενώ η περιουσία του μέσου γερμανικού νοικοκυριού ανέρχεται στα 195.200 ευρώ, του μέσου γαλλικού νοικοκυριού αγγίζει τα 233.400 ευρώ, του ιταλικού τα 275.200 ευρώ και του ισπανικού τα 291.400 ευρώ.
“Αυτό μας φέρνει σε ένα πολύ απλό συμπέρασμα. Εάν οι Γερμανοί είναι φτωχοί αλλά η Γερμανία είναι πλούσια, θα πρέπει να φταίει ότι άλλοι κλάδοι της οικονομίας, πέραν των νοικοκυριών, έχουν συσσωρεύσει ένα υψηλό επίπεδο καθαρού πλούτου”, διαπιστώνει ο οικονομολόγος της Deutsche Bank Gilles Moec.
Πραγματικά, αναλύοντας τα στοιχεία του πλούτου των γερμανικών νοικοκυριών, των εταιρειών του μη χρηματοοικονομικού τομέα και του κράτους, η Deutsche Bank διαπιστώνει ότι οι τελευταίοι δύο τομείς είναι σαφώς πλουσιότεροι στη Γερμανία από ό,τι στη Γαλλία, την Ισπανία ή την Ιταλία.
Η Deutsche Bank παραδέχεται, λοιπόν, ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις είναι “υπερβολικά ισχυρές” (ή ανεπαρκώς δανεισμένες, όπως προσθέτει), αλλά απορρίπτει το σύνηθες επιχείρημα ότι αυτό οφείλεται στους πολύ χαμηλούς μισθούς που πληρώνουν.
Αντίθετα, η τράπεζα διαπιστώνει ότι το πρόβλημα με τις γερμανικές επιχειρήσεις είναι ότι δεν επενδύουν όσα θα έπρεπε και θα δικαιολογούσαν τα οικονομικά μεγέθη τους.
Αυτές οι επιχειρήσεις μπορούν να λύσουν την ευρωπαϊκή κρίση, επενδύοντας στις χώρες της περιφέρειας, ώστε να συμβάλλουν στην ανάκαμψη των οικονομιών τους, διαπιστώνει η Deutsche Bank. Και μάλιστα, χωρίς να αναγκαστεί το Βερολίνο να ακολουθήσει τη συνταγή που προτείνει η περιφέρεια αλλά αρνείται η κυβέρνηση Merkel, της λήψης μέτρων για την τόνωση της εσωτερικής ζήτησης.
“Παρότι δεν είμαστε πεπεισμένοι ότι στα επόμενα τρίμηνα θα δούμε μία ταχεία αύξηση της γερμανικής ζήτησης, που θα τόνωνε τις εξαγωγές στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, έχουμε μία άποψη για το τι θα μπορούσε να κάνει η Ευρωζώνη για να ανακυκλώσει τα οικονομικά πλεονάσματα της Γερμανίας”, σημειώνει η Deutsche Bank, αναφερόμενη στις άμεσες ξένες επενδύσεις από γερμανικές επιχειρήσεις στις χώρες της περιφέρειας.
Έτσι, ενώ οι περισσότερες από τις άμεσες ξένες επενδύσεις των γερμανικών επιχειρήσεων κατευθύνονται αυτή την περίοδο προς την Ασία, η Deutsche Bank εκτιμά ότι χώρες που ήδη κερδίζουν ένα μερίδιο των επενδύσεων αυτών, όπως η Ισπανία, μπορούν να μεγιστοποιήσουν τα πλεονεκτήματά τους (χαμηλό εργατικό κόστος σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα) και να βελτιώσουν την ελκυστικότητά τους, μέσω της επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων, ώστε να προσελκύσουν ακόμα περισσότερες επενδύσεις.
Η γερμανική τράπεζα επιχειρεί να ρίξει φως στην υπόθεση, εξηγώντας ότι στην πραγματικότητα, η Γερμανία είναι μία πλούσια χώρα με φτωχούς κατοίκους.
Πραγματικά, τα στοιχεία της ΕΚΤ έδειξαν ότι ενώ η περιουσία του μέσου γερμανικού νοικοκυριού ανέρχεται στα 195.200 ευρώ, του μέσου γαλλικού νοικοκυριού αγγίζει τα 233.400 ευρώ, του ιταλικού τα 275.200 ευρώ και του ισπανικού τα 291.400 ευρώ.
“Αυτό μας φέρνει σε ένα πολύ απλό συμπέρασμα. Εάν οι Γερμανοί είναι φτωχοί αλλά η Γερμανία είναι πλούσια, θα πρέπει να φταίει ότι άλλοι κλάδοι της οικονομίας, πέραν των νοικοκυριών, έχουν συσσωρεύσει ένα υψηλό επίπεδο καθαρού πλούτου”, διαπιστώνει ο οικονομολόγος της Deutsche Bank Gilles Moec.
Πραγματικά, αναλύοντας τα στοιχεία του πλούτου των γερμανικών νοικοκυριών, των εταιρειών του μη χρηματοοικονομικού τομέα και του κράτους, η Deutsche Bank διαπιστώνει ότι οι τελευταίοι δύο τομείς είναι σαφώς πλουσιότεροι στη Γερμανία από ό,τι στη Γαλλία, την Ισπανία ή την Ιταλία.
Η Deutsche Bank παραδέχεται, λοιπόν, ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις είναι “υπερβολικά ισχυρές” (ή ανεπαρκώς δανεισμένες, όπως προσθέτει), αλλά απορρίπτει το σύνηθες επιχείρημα ότι αυτό οφείλεται στους πολύ χαμηλούς μισθούς που πληρώνουν.
Αντίθετα, η τράπεζα διαπιστώνει ότι το πρόβλημα με τις γερμανικές επιχειρήσεις είναι ότι δεν επενδύουν όσα θα έπρεπε και θα δικαιολογούσαν τα οικονομικά μεγέθη τους.
Αυτές οι επιχειρήσεις μπορούν να λύσουν την ευρωπαϊκή κρίση, επενδύοντας στις χώρες της περιφέρειας, ώστε να συμβάλλουν στην ανάκαμψη των οικονομιών τους, διαπιστώνει η Deutsche Bank. Και μάλιστα, χωρίς να αναγκαστεί το Βερολίνο να ακολουθήσει τη συνταγή που προτείνει η περιφέρεια αλλά αρνείται η κυβέρνηση Merkel, της λήψης μέτρων για την τόνωση της εσωτερικής ζήτησης.
“Παρότι δεν είμαστε πεπεισμένοι ότι στα επόμενα τρίμηνα θα δούμε μία ταχεία αύξηση της γερμανικής ζήτησης, που θα τόνωνε τις εξαγωγές στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, έχουμε μία άποψη για το τι θα μπορούσε να κάνει η Ευρωζώνη για να ανακυκλώσει τα οικονομικά πλεονάσματα της Γερμανίας”, σημειώνει η Deutsche Bank, αναφερόμενη στις άμεσες ξένες επενδύσεις από γερμανικές επιχειρήσεις στις χώρες της περιφέρειας.
Έτσι, ενώ οι περισσότερες από τις άμεσες ξένες επενδύσεις των γερμανικών επιχειρήσεων κατευθύνονται αυτή την περίοδο προς την Ασία, η Deutsche Bank εκτιμά ότι χώρες που ήδη κερδίζουν ένα μερίδιο των επενδύσεων αυτών, όπως η Ισπανία, μπορούν να μεγιστοποιήσουν τα πλεονεκτήματά τους (χαμηλό εργατικό κόστος σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα) και να βελτιώσουν την ελκυστικότητά τους, μέσω της επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων, ώστε να προσελκύσουν ακόμα περισσότερες επενδύσεις.
No comments:
Post a Comment