29.9.10

ΙΟΒΕ: Σε ιστορικό χαμηλό η καταναλωτική εμπιστοσύνη

Σε πολύ χαμηλά επίπεδα, στις 66 μονάδες, παρέμεινε το τελευταίο τρίμηνο (Ιούνιος – Αύγουστος) ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος στην Ελλάδα, όπως άλλωστε καθ’ όλη τη διάρκεια του α’ πενταμήνου του 2010, σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών.

Η επίδοση αυτή είναι σημαντικά κατώτερη του μακροχρόνιου μέσου όρου της περιόδου 2001-2009 (99 μονάδες), αλλά και της αντίστοιχης περσινής (72 μονάδες).

Η προσπάθεια για δημοσιονομική συστολή, είχε ως αποτέλεσμα την εφαρμογή πλήθους μέτρων σε διάφορα επίπεδα, επηρεάζοντας αφενός το πραγματικό εισόδημα σε ευρείες κατηγορίες πολιτών, αφετέρου τη συνολική πορεία της οικονομικής δραστηριότητας.

Αποτέλεσμα είναι η σημαντική επιδείνωση του οικονομικού κλίματος, καθώς η ελληνική οικονομία έχει εισέλθει αναπόφευκτα σε τροχιά ύφεσης. Καταγράφεται ωστόσο στο τρίμηνο αυτό σταθεροποίηση του κλίματος, γεγονός που ως ένα βαθμό υποδηλώνει ότι οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα.

Η σημαντικότερη επίπτωση της ύφεσης στην οικονομία είναι όμως η ενίσχυση της ανεργίας, γεγονός που έχει ενισχύσει την ανασφάλεια μεταξύ των ελλήνων καταναλωτών. Έτσι η καταναλωτική εμπιστοσύνη κινείται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, με τις εκτιμήσεις και προβλέψεις των πολιτών να είναι εξαιρετικά απαισιόδοξες. Από την πλευρά της προσφοράς, σημειώνεται μικρή βελτίωση – σε σχέση με το εαρινό τρίμηνο - των επιχειρηματικών προσδοκιών σε Κατασκευές και Υπηρεσίες, αντίθετα με το Λιανικό Εμπόριο, όπου οι προσδοκίες επιδεινώνονται περαιτέρω και ο σχετικός δείκτης καταγράφει νέο ιστορικά χαμηλό ρεκόρ.

Στη Βιομηχανία, τέλος, το κλίμα παραμένει αμετάβλητο σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο, ενδεικτικό της σχετικής σταθερότητας που παρουσιάζουν οι προσδοκίες του συγκεκριμένου τομέα το τελευταίο διάστημα.

Αντίθετα με την Ελλάδα, στην ΕΕ το οικονομικό κλίμα έχει ανακάμψει σημαντικά σε σχέση με το ίδιο διάστημα πέρυσι, με τους δείκτες κλίματος στις περισσότερες χώρες να καταγράφουν βελτίωση.

Συγκεκριμένα, το τρίμηνο Ιουνίου – Αυγούστου, ο μέσος δείκτης στην ΕΕ-27 διαμορφώνεται στις 102 μονάδες, 21 μονάδες υψηλότερα σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, κυρίως λόγω καλύτερων οικονομικών συνθηκών σε Γερμανία και Γαλλία.

Αναλυτικότερα:

Ο Δείκτης Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης στην Ελλάδα περιορίζεται περαιτέρω το τρίμηνο Ιουνίου – Αυγούστου σε σύγκριση με το διάστημα Μαρτίου – Μαΐου, σημειώνοντας νέο ιστορικά χαμηλό ρεκόρ και διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στις -65 μονάδες (από -62 μονάδες το προηγούμενο τρίμηνο), επίδοση που υστερεί κατά 20 σχεδόν μονάδες σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή.

Οι μέσοι ευρωπαϊκοί δείκτες για την ίδια περίοδο βρίσκονται και πάλι σημαντικά υψηλότερα, στις -13 και -14 μονάδες αντίστοιχα σε ΕΕ και Ευρωζώνη, ενώ οι Έλληνες καταναλωτές παραμένουν και αυτό το τρίμηνο σταθερά οι πιο απαισιόδοξοι στην Ευρώπη. 


Η καταναλωτική εμπιστοσύνη επιδεινώθηκε σημαντικά τον Μάιο, όταν και οριστικο-ποιήθηκαν τα δημοσιονομικά μέτρα στο πλαίσιο του μηχανισμού στήριξης από ΕΕ – ΔΝΤ - ΕΚΤ. Οι εισοδηματικές περικοπές που ανακοινώθηκαν, με την συνακόλουθη εξασθένιση της καταναλωτικής δύναμης που συνεπάγονται, αλλά και οι νέες έμμεσες φορολογικές επιβαρύνσεις, ενέτειναν την ήδη οξυμένη αβεβαιότητα και τους φόβους των καταναλωτών, παράλληλα με τις δυσμενείς προοπτικές στην αγορά εργασίας.

Όλα τα επιμέρους στοιχεία του δείκτη επιδεινώνονται από τον Μάιο και μετά, με σημαντικότερη την υποχώρηση στις προβλέψεις των καταναλωτών για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών τους και την οικονομική κατάσταση της χώρας για το επόμενο 12μηνο. 

Το 72% των νοικοκυριών θεωρεί ότι η οικονομική τους κατάσταση θα επιδεινωθεί στο επόμενο 12μηνο, ενώ σχεδόν τέσσερις στους πέντε καταναλωτές προβλέπουν ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση για την οικονομική κατάσταση της χώρας.

Η πρόθεση για αποταμίευση παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ενώ κατά μέσο όρο στο τελευταίο τρίμηνο, το 94% των καταναλωτών αναμένει ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση της ανεργίας. Ο προβληματισμός και η αβεβαιότητα των καταναλωτών, έτσι όπως αποτυπώνεται στις προσδοκίες για τα οικονομικά τους στοιχεία τους επόμενους 12 μήνες, δεν έχουν εξομαλυνθεί, ακόμη και μετά από ένα τρίμηνο προσαρμογής στα νέα μέτρα.

Επιπλέον, το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνει «χρεωμένο» και αντλεί πόρους από τις αποταμιεύσεις του κινείται στο 9% (10% το προηγούμενο τρίμηνο), ενώ το ποσοστό εκείνων που δηλώνουν ότι αποταμιεύουν λίγο ή πολύ, αυξάνεται στο 25% από 22% το τρίμηνο Μαρτίου – Μαΐου (και 29% πέρυσι). Τέλος, ένας στους δύο καταναλωτές, όπως και πέρυσι το ίδιο διάστημα, δηλώνει ότι «μόλις τα βγάζει πέρα».

Στη Βιομηχανία, ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών το τρίμηνο Ιουνίου – Αυγούστου κινείται κατά μέσο όρο στις 76 μονάδες, στα ίδια περίπου επίπεδα με το τρίμηνο Μαρτίου – Μαΐου (77 μονάδες) και κατά δύο μόλις μονάδες χαμηλότερα σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο.

Η Βιομηχανία παραμένει έτσι ο τομέας ο οποίος φαίνεται να έχει επηρεαστεί συγκριτικά λιγότερο σε σχέση με τους υπόλοιπους τομείς, παρουσιάζοντας σχετική σταθερότητα για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ωστόσο, οι περισσότεροι από τους επιμέρους δείκτες παραμένουν αρνητικοί. Έτσι, οι προβλέψεις για την εξέλιξη της παραγωγής τους προσεχείς 3-4 μήνες, κινούνται και πάλι σε αρνητικά επίπεδα, στις -5 μονάδες κατά μέσο όρο (από +8 το περασμένο τρίμηνο και +3 την ίδια περίοδο πέρυσι).

Ελαφρά βελτίωση καταγράφεται αντίθετα στις εκτιμήσεις για το επίπεδο παραγγελιών και ζήτησης, κυρίως λόγω της ζήτησης εξωτερικού, παρόλο που ελαφρώς πάνω τις μισές επιχειρήσεις εξακολουθούν να εκτιμούν ότι βρίσκονται ακόμα σε χαμηλά για την εποχή επίπεδα.

Στα αποθέματα έτοιμων προϊόντων, καταγράφεται περαιτέρω αποκλιμάκωση, τόσο σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, όσο και με το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στις +14 μονάδες (από +22). Οι προβλέψεις για την απασχόληση του τομέα παραμένουν αρνητικές, στα ίδια επίπεδα με πέρυσι (στις -17 μονάδες ο σχετικός δείκτης), σημειώνουν όμως μικρή άνοδο σε σχέση με το τρίμηνο Μαρτίου – Μαΐου.

Ως προς το ποσοστό χρησιμοποίησης του εργοστασιακού δυναμικού, αυτό κινείται στα περσινά επίπεδα, πολύ κοντά δηλαδή στο 70%, ενώ οι μήνες εξασφαλισμένης παραγωγής βρίσκονται σταθερά στους 4, όπως και στην αντίστοιχη περίοδο του 2009.

Ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών στο Λιανικό Εμπόριο το τρίμηνο Ιουνίου – Αυγούστου κινείται κατά μέσο στις 52 μονάδες από 61 μονάδες την περίοδο Μαρτίου – Μαΐου, σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και κατά 40 σχεδόν μονάδες χαμηλότερα σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι. Ο τομέας αυτός αντανακλά άλλωστε με άμεσο τρόπο κάθε μεταβολή στην καταναλωτική συμπεριφορά των πολιτών και την πτωτική πορεία των δαπανών τους.

Με εξαίρεση τη μικρή άνοδο στις προσδοκίες την περίοδο Απριλίου – Μαΐου, η πτώση του δείκτη έχει ξεκινήσει από πέρυσι τον Νοέμβριο και συνεχίζεται μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, με όλα τα στοιχεία δραστηριότητας να υπογραμμίζουν τη δυσμενή κατάσταση του τομέα.

Οι εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για τις πωλήσεις τους επιδεινώνονται σημαντικά, με το σχετικό δείκτη να περιορίζεται στις -62 μονάδες το υπό εξέταση τρίμηνο (από -46 το προηγούμενο), ενώ απαισιοδοξία επικρατεί και στις προβλέψεις για τις πωλήσεις του επόμενου τριμήνου, με το σχετικό ισοζύγιο να διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στις -48 μονάδες (από -41), όταν την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι βρισκόταν σημαντικά υψηλότερα, στις -10 μονάδες.

Πτώση καταγράφουν και οι προβλέψεις για τις παραγγελίες προς προμηθευτές, με το 62% των επιχειρήσεων να αναμένει μείωσή τους, ενώ και τα αποθέματα παραμένουν διογκωμένα. Σε σχέση με τις προσδοκίες της απασχόλησης του κλάδου, μόλις μία στις δέκα επιχειρήσεις κατά μέσο όρο προβλέπει άνοδο (26% πέρυσι την ίδια περίοδο), γεγονός που υποδηλώνει σημαντική εξασθένηση των νέων θέσεων εργασίας στον κλάδο. Τέλος, σε όρους τιμών, το ελαφρώς αρνητικό ισοζύγιο του περασμένου τριμήνου διπλασιάζεται στις -12 μονάδες, στα ίδια σχεδόν επίπεδα με το αντίστοιχο περσινό διάστημα.

Οι επιχειρηματικές προσδοκίες στις Κατασκευές καταγράφουν μικρή βελτίωση το τελευταίο τρίμηνο σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο, παραμένοντας όμως σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, ενδεικτικό της υποτονικής δραστηριότητας του κλάδου την τελευταία διετία. Ο Δείκτης Επιχειρηματικών προσδοκιών διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στις 48 μονάδες (από 43 μονάδες το προηγούμενο τρίμηνο), επίδοση χαμηλότερη κατά 22 μονάδες σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή, όταν ο κλάδος είχε ήδη μπει σε τροχιά ύφεσης.

Οι έντονα αρνητικές προβλέψεις των επιχειρήσεων για το επίπεδο προγράμματος εργασιών τους αμβλύνονται ελαφρώς και το σχετικό ισοζύγιο διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στις -65 μονάδες, 10 μονάδες χαμηλότερα σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Οι προβλέψεις για την απασχόληση του τομέα παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, με το σχετικό δείκτη να κινείται στις -42 μονάδες, ενώ το αρνητικό ισοζύγιο των εκτιμήσεων των επιχειρήσεων για το επίπεδο προγράμματος των εργασιών τους, έχει περιοριστεί σημαντικά, στις -34 μονάδες (από -47 μονάδες το προηγούμενο τρίμηνο).

Οι μήνες εξασφαλισμένης δραστηριότητας περιορίζονται στους 12, όταν την ίδια περίοδο πέρυσι έφθαναν τους 16, γεγονός το οποίο φανερώνει ότι η βελτίωση των προσδοκιών εκπορεύεται περισσότερο από τα έργα που έχουν ήδη αναληφθεί και τα οποία ενδεχομένως υλοποιούνται με μικρότερους ρυθμούς και όχι από νέα έργα.

Περαιτέρω αποκλιμάκωση προβλέπεται από τις επιχειρήσεις ως προς το επίπεδο των τιμών, ενώ τέλος, μόνο ένα 10% των επιχειρήσεων κρίνει ότι δεν αντιμετωπίζει προσκόμματα στη λειτουργία του, με το 41% να κρίνει ως σημαντικότερο εμπόδιο την ανεπαρκή χρηματοδότηση, το 34% τη χαμηλή ζήτηση και ένα 11% να επισημαίνει τη γενική οικονομική κατάσταση, την κρατική ανεπάρκεια, τις μεγάλες εκπτώσεις, την αναστολή έργων, την αναμονή νέου θεσμικού πλαισίου, τις στρεβλώσεις στα συστήματα δημοπράτησης δημοσίων έργων κ.α. ως τα σημαντι-κότερα προσκόμματα.

Ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών Υπηρεσίες το τρίμηνο Ιουνίου – Αυγούστου 2010 σημειώνει μικρή άνοδο και διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στις 65 μονάδες, από 61 μονάδες το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο, χαμηλότερα κατά 10 μονάδες ωστόσο σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα το 2009. Παρά τη δυσμενή πορεία του τομέα μέχρι τον Μάιο, όταν οι προσδοκίες του τομέα κατέγραψαν την ιστορικά χαμηλότερη επίδοσή τους, από τον Ιούνιο και μετά το κλίμα έχει σταθεροποιηθεί.

Σαφώς όμως οι εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για την τρέχουσα δραστηριότητά και τη ζήτηση είναι έντονα αρνητικές, στις -29 μονάδες (από -4 μονάδες την ίδια περίοδο το 2009), ενώ σχεδόν αμετάβλητες παραμένουν και οι προβλέ-ψεις για τη μελλοντική πορεία της ζήτησης (-16 μονάδες).

Εξάλλου, οι προβλέψεις για την απασχόληση του κλάδου εμφανίζουν ελαφρά επιδείνωση, ενδεικτικό της αβεβαιότητας που κυριαρχεί σε αυτόν ως προς την ικανότητά του να συνεχίζει να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας.

Σε σχέση με τις τιμές, οι προσδοκίες υποδηλώνουν έντονη αποκλιμάκωση, με το σχετικό αρνητικό ισοζύγιο να διαμορφώνεται σε μία από τις χαμηλότερες τιμές του, στις -21 μονάδες (από -13 το προηγούμενο τρίμηνο). Τέλος, μόνο το ¼ των επιχειρήσεων δηλώνει απρόσκοπτη λειτουργία, ενώ αντίθετα το 34% θεωρεί την ανεπάρκεια ζήτησης ως βασικότερο πρόσκομμα στη δραστηριότητά του, το 18% επισημαίνει παράγοντες όπως η ανεπάρκεια του κράτους και η γραφειοκρατία, η αύξηση του ΦΠΑ, η ανεπαρκής τουριστική πολιτική, οι φτωχές υποδομές, οι απεργιακές κινητοποιήσεις κ.α.

Σύμφωνα με την έκθεση τρία είναι τα επικρατέστερα σενάρια για την εγχώρια οικονομία:

α) Το «σενάριο της ελπίδας» προβλέπει ότι η Ελλάδα θα ακολουθήσει, σε γενικές γραμμές, το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής του Μνημονίου και θα εφαρμόσει παράλληλα πολιτικές που διευκολύνουν την οικονομική ανάπτυξη και συνακολούθως, τη δημοσιονομική προσαρμογή (απελευθέρωση επαγγελμάτων και αγορών, ιδιωτικοποιήσεις, ενίσχυση των επενδύσεων  κλπ).

Στην περίπτωση αυτή το δημοσιονομικό έλλειμμα προβλέπεται να μειωθεί κοντά στο 7% του ΑΕΠ το 2011 και κοντά στο 5% το 2012, ενώ η οικονομική ανάπτυξη θα συνεχίσει να είναι αρνητική το 2011, αλλά ηπιότερη του 2010 και θετική το 2012 (μεταξύ 1,5 και 2,5%).

Είναι πιθανό, όχι όμως βέβαιο, ότι η υλοποίηση του αισιόδοξου σεναρίου θα επιτρέψει σταδιακή επιστροφή της Ελλάδος στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Δεν είναι βέβαιο, διότι το δημόσιο χρέος συνεχίζει να αυξάνεται, ακόμα και κάτω από αυτό το αισιόδοξο σενάριο (144% του ΑΕΠ το 2012 και το 2013).

Κάτω από τις συνθήκες αυτές, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές είναι πιθανό να συνεχίσουν να μην επιθυμούν να μας δανείσουν, δηλαδή τα spreads να μη μειωθούν δραστικά. Η πιθανότερη και λογικότερη έκβαση στην περίπτωση αυτή είναι η επέκταση του χρονικού ορίζοντα των δανείων που μας έχει χορηγήσει η «τρόικα». Σε γενικές γραμμές, η σωτηρία στο σενάριο αυτό εναπόκειται στα χέρια της «τρόικας», και ιδιαίτερα της γερμανικής κυβέρνησης. Ελπίζουμε επομένως, αλλά δεν είμαστε βέβαιοι ότι θα αποφύγουμε τη στάση πληρωμών, καθώς εξαρτώμεθα από οικονομικές, αλλά και πολιτικές εξελίξεις, ιδιαίτερα στη Γερμανία.

β) Το δεύτερο σενάριο, είναι το «σενάριο της καταστροφής», κατά το οποίο είτε η δημοσιονομική προσαρμογή εγκαταλείπεται λόγω των ποικίλων αντιδράσεων, είτε συνεχίζεται μεν αλλά χωρίς διαρθρωτικές αλλαγές. Στην πρώτη περίπτωση, επέρχεται «ακαριαίος θάνατος» με παύση εκταμίευσης των υπολοίπων δόσεων του δανείου και στάση πληρωμών της Ελλάδας.

Στη δεύτερη περίπτωση είναι πολύ πιθανό ότι επέρχεται «αργός θάνατος», υπό την έννοια ότι η οικονομία θα αντιδράσει αρνητικά στη «σκέτη» δημοσιονομική προσαρμογή, αφού η έλλειψη διαρθρωτικών αλλαγών δεν θα μπορέσει να δημιουργήσει «αντισώματα» με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Στην περίπτωση αυτή θα αργήσει, αλλά τελικά θα επέλθει, στάση πληρωμών λόγω μακροχρόνιας στασιμότητας του ΑΕΠ. Η εξέλιξη αυτή θα αποβεί καταστρεπτική για την ευημερία της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και θα θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του ευρώ.

γ) Το «σενάριο της σωτηρίας», προβλέπει ότι η κυβέρνηση υιοθετεί τις πολιτικές του πρώτου σεναρίου ταυτόχρονα με επιθετική πολιτική αξιοποίησης της ακίνητης κρατικής περιουσίας. Το άμεσο αποτέλεσμα είναι να προεξοφληθεί από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές η εξόφληση μέρους του δημόσιου χρέους. Αυτή η, μη αναμενόμενη, θετική εξέλιξη οδηγεί στην προσδοκία ότι, αργά ή γρήγορα, ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ θα υποχωρήσει και απομακρύνει το καταστρεπτικό, για την ευημερία του ελληνικού λαού, ενδεχόμενο της στάσης πληρωμών.

Στο πλαίσιο αυτό, είναι σκόπιμο: Πρώτον, να γίνει μια προσπάθεια αποτίμησης της δημόσιας ακίνητης περιουσίας. Δεύτερον, να εξεταστούν οι τρόποι αξιοποίησής της και τα δυνητικά έσοδα του Δημοσίου. Τρίτον, να αποτυπωθεί η δυναμική του δημοσίου χρέους σε βάθος χρόνου (π.χ. για την επόμενη δεκαετία) λαμβάνοντας υπόψη αυτόν τον παράγοντα.

 http://www.capital.gr/News.asp?id=1056037

No comments: