Του Ηλια Ιωακειμογλου*
Ενα έτος μετά τη θεαματική αποτυχία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, όλες οι ενδείξεις συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή της κρίσης τουλάχιστον εφόσον συμφωνήσουμε ότι με τον όρο «κρίση» δεν εννοούμε την ύφεση της οικονομίας, αλλά μια παρατεταμένη περίοδο οικονομικής δυσπραγίας, χαμηλών ρυθμών μεγέθυνσης του προϊόντος, υψηλής ανεργίας και διαδοχικών, συνήθως επώδυνων, προσαρμογών.
Οι ενδείξεις είναι πολλές:
Πρώτον, ο αυξανόμενος δανεισμός, που αποτέλεσε την κυριότερη κινητήρια δύναμη της οικονομικής μεγέθυνσης επί εικοσαετία, δεν φαίνεται αρκετά πιθανό να αναλάβει τον ίδιο ρόλο και στο μέλλον (παρά τις προσπάθειες των τραπεζών να καινοτομήσουν με νέα χρηματοοικονομικά προϊόντα). Τα νοικοκυριά ακολουθούν μακρά πορεία αποπληρωμής του χρέους τους. Το ίδιο ισχύει στις επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού τομέα. H στάση αυτή οδήγησε, στη Ζώνη του Ευρώ, σε επιβράδυνση των πιστώσεων που μετατρέπεται τώρα σε καθαρή μείωση, ενώ στις ΗΠΑ αυτό είχε καταγραφεί από το πρώτο εξάμηνο του 2009.
Δεύτερον, η εξωτερική ζήτηση δεν μπορεί να εμπνέει ιδιαίτερη αισιοδοξία στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ καθώς οι χώρες της Ασίας συνεχίζουν την ανάπτυξή τους αυξάνοντας την εσωτερική ζήτηση κυρίως για φθηνά προϊόντα που παράγουν οι ίδιες.
Τρίτον, οι επιχειρήσεις του μη χρηματιστικού τομέα, προκειμένου να υπερασπιστούν την κερδοφορία τους, προσπαθούν να μειώσουν τις αμοιβές εργασίας. Επειδή, όμως, ο πληθωρισμός κινείται τώρα σε χαμηλά επίπεδα, οι επιχειρήσεις επιδιώκουν τη μείωση, όχι απλώς των πραγματικών αποδοχών, αλλά των ονομαστικών αποδοχών (ήδη η μείωση είναι εμφανής στα στοιχεία των ΗΠΑ). Τίθεται, έτσι, σε δοκιμασία η ακαμψία των ονομαστικών μισθών, η οποία λειτουργεί ως «άγκυρα» για την οικονομία επειδή δημιουργεί ένα επίπεδο αντίστασης στη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών και της συνολικής καταναλωτικής ζήτησης.
Τέταρτον, τα προβλήματα ρευστότητας και μειωμένης ζήτησης οδηγούν έναν αυξανόμενο αριθμό επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα στην πτώχευση και έναν αυξανόμενο αριθμό εργαζομένων στην ανεργία. Μέσω αυτής της διαδικασίας καταστροφής, όχι μόνον μειώνεται περαιτέρω η ζήτηση, αλλά μειώνεται -και αυτό είναι το χειρότερο- το επίπεδο της δυνητικής παραγωγής, το απόθεμα παγίου κεφαλαίου, οι γνώσεις και οι δεξιότητες του εργατικού δυναμικού.
Πέμπτον, μέσα σε τέτοιες συνθήκες, είναι φυσικό να μειώνονται θεαματικά, σε όλες τις χώρες, και οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου του ιδιωτικού τομέα.
Η σημερινή συγκυρία χαρακτηρίζεται, λοιπόν, από την ταυτόχρονη παρουσία περισσοτέρων παραγόντων που ευνοούν την παράταση της οικονομικής κρίσης, κάθε ένας ξεχωριστά και όλοι μαζί σε αλληλεξάρτηση. Το ποσοστό ανεργίας θα αυξηθεί, ο πληθωρισμός θα είναι μικρός, τα δημόσια ελλείμματα θα μειωθούν δύσκολα και θα διατηρήσουν έτσι τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου δεν θα έχουν κανένα λόγο να αυξηθούν, η συνολική ζήτηση θα συνεχίζει την πτωτική της πορεία, οι επιχειρήσεις θα επιδιώκουν την μείωση των ονομαστικών αποδοχών που λειτουργούν ως επίπεδο αντίστασης στην υποχώρηση της ζήτησης σε συνθήκες χαμηλού πληθωρισμού, και το χειρότερο από όλα, θα υποβαθμίζεται το παραγωγικό σύστημα και το εργατικό δυναμικό. Η κρίση, λοιπόν, θα διαρκέσει πολύ, εκτός βεβαίως εάν κάτι ή κάποιος ανατρέψει τα παραπάνω δεδομένα.
* Eπιστημονικός σύμβουλος του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ. Οι απόψεις στο άρθρο είναι προσωπικές.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment