1.11.09

Αντιμέτωποι με τις μεγάλες προκλήσεις των καιρών

Η πρωτοφανής διεθνής χρηματοοικονομική κρίση και η παγκόσμια οικονομική ύφεση, που ακολούθησε, ανέδειξαν τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας:

Το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα, που έχει φθάσει για το 2009 σε αστρονομικά επίπεδα (30 δισ. και τουλάχιστον 12% του ΑΕΠ), το υψηλό δημόσιο χρέος (που εκτιμάται πάνω από 300 δισ. ή 115%-120% του ΑΕΠ, το υψηλότερο πια στην Ευρώπη), το σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που εκτιμάται κοντά στο 11,5% του ΑΕΠ για το 2009 (28 - 30 δισ.), παρά την οικονομική ύφεση, ποσοστό που αναδεικνύει το μέγεθος της απώλειας ανταγωνιστικότητας της χώρας τα τελευταία χρόνια, τη χειροτέρευση όλων των ποιοτικών δεικτών της χώρας, με κριτήρια τη γραφειοκρατία, τη διαφθορά, τη φιλικότητα για επενδύσεις και προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, την αποτελεσματικότητα του κράτους, την επάρκεια των υποδομών, τη δημόσια διοίκηση, υγεία και παιδεία, το κοινωνικό κράτος.

Η χώρα ακολούθησε την τελευταία δεκαετία ένα αναπτυξιακό πρότυπο, που στηρίχθηκε στη ραγδαία αύξηση της δημόσιας και, κυρίως, της ιδιωτικής κατανάλωσης και στις επενδύσεις στις κατοικίες.

Αυτή η εξέλιξη διευκολύνθηκε σε μεγάλο βαθμό από την πλούσια χρηματοδότηση των νοικοκυριών από το τραπεζικό σύστημα τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικά, αναφέρω την αύξηση κατά 65 δισ. της τραπεζικής χρηματοδότησης των νοικοκυριών τα τελευταία 4 χρόνια, η οποία σχεδόν διπλασιάστηκε. Το αποτέλεσμα ήταν η ιδιωτική κατανάλωση να έχει φθάσει το 72% του ΑΕΠ, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη των «27», αυξανόμενη με πραγματικό ρυθμό 3,5% ετησίως την τελευταία δεκαετία.

Αντίθετα, οι ιδιωτικές επενδύσεις μειώνονται για 8 συνεχόμενα τρίμηνα, οι δημόσιες επενδύσεις παραμένουν στάσιμες γύρω στα 8 δισ., κάτω του 3% του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια και ο εξωτερικός οικονομικός τομέας είχε αρνητική συνεισφορά, -4,5% στον ρυθμό πραγματικής ανάπτυξης της χώρας την τελευταία δεκαετία.

Στην Ελλάδα, εκτιμώ ότι η δημόσια και ιδιωτική κατανάλωση, για διαφορετικούς λόγους, δεν έχουν πολλά περιθώρια περαιτέρω σημαντικής αύξησης σε σχετικούς όρους και σίγουρα δεν μπορούν να αποτελέσουν τους πυλώνες του επόμενου αναπτυξιακού κύκλου της χώρας.

Αν πρόκειται η χώρα να βγει από το σημερινό αδιέξοδο και να ξεκινήσει έναν νέο ενάρετο κύκλο ανάπτυξης, απασχόλησης και ευημερίας αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, μονόδρομο να στηριχθεί στην επιτάχυνση των ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων στην παραγωγική δομή της χώρας, σ’ ένα νέο ενάρετο κύκλο άνθησης της επιχειρηματικότητας και προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων, στην ολόπλευρη ανάπτυξη της παιδείας και της εκπαίδευσης και στην προώθηση της οικονομικής εξωστρέφειας και του ποιοτικού και επώνυμου προϊόντος, στρατηγική που χρειάζεται ολοκληρωμένο πρόγραμμα, δέσμευση και χρόνο για να αποδώσει καρπούς.

Χρειάζεται να ενισχύσουμε και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου, την προώθηση της κοινωνικής και εταιρικής ευθύνης και αλληλεγγύης, την αναβάθμιση και αξιοπιστία των θεσμών, την επιβράβευση της προσπάθειας, της εργασίας, της επιτυχίας, την ανάδειξη σταδιακά ενός νέου κώδικα αξιών και αρχών λειτουργίας, τη διαφάνεια, τη λογοδοσία, την εμπιστοσύνη, την ανάληψη ευθύνης παντού, την ανάδειξη όλων των προτερημάτων που μας χαρακτηρίζουν, την ανάδειξη μιας νέας συλλογικότητας, που μας ενώνει και μας κινητοποιεί, αντί να μας διχάζει και να μας αποπροσανατολίζει.

Προϋποθέσεις για την επιτυχή υλοποίηση του νέου παραγωγικού προτύπου είναι η προώθηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών αλλαγών στο κράτος, την οικονομία και την κοινωνική πολιτική, που όλοι σχεδόν κρίνουμε απαραίτητες, αλλά που συνεχώς αναβάλλονται, η σύγκρουση με κατεστημένα συμφέροντα, παρωχημένες αντιλήψεις, οργανωμένες μειοψηφίες καθώς και η αντιμετώπιση των χρόνιων παθογενειών της ελληνικής κοινωνίας, ιδιαίτερα ενός ιδιότυπου και αναποτελεσματικού κρατισμού, που διαπερνά κάθε έκφανση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.

Οφείλουμε να πείσουμε ότι η παραγωγική δομή της χώρας, το θεσμικό και κοινωνικό περιβάλλον και η οικονομία μας προσφέρουν σημαντικές επενδυτικές και επιχειρηματικές ευκαιρίες και δυνατότητες, να προσελκύσουμε σημαντικά ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια, εγχώρια και ξένα, στους τομείς που έχουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα και ν’ αντιμετωπίσουμε με ειλικρίνεια και αποφασιστικότητα την πρωτοφανή δημοσιονομική εκτροπή.

Αποτελεί πεποίθησή μου ότι, αν δεν συμβούν τα παραπάνω σύντομα, τα οικονομικά προβλήματα της χώρας θα χειροτερέψουν σημαντικά, αποκτώντας μονιμότερο χαρακτήρα, οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης θα παραμείνουν χαμηλοί ή και αρνητικοί για μεγάλο χρονικό διάστημα, έστω κι αν ο υπόλοιπος κόσμος ανακάμψει και η αναγκαία προσαρμογή θα επιβληθεί, τελικά, βιαίως από τις αγορές και τις ευρωπαϊκές μας υποχρεώσεις.

Να θυμόμαστε ότι δεν είμαστε το κέντρο της γης, ότι η οικονομία μας λειτουργεί σ’ ένα περιβάλλον ανοικτών αγορών και ανταγωνιζόμαστε σκληρά με άλλες χώρες που ίσως προσφέρουν ελκυστικότερο περιβάλλον για επιχειρηματική δραστηριότητα, επενδύσεις και εξωστρεφή ανάπτυξη. Το τελευταίο φαινόμενο του κύματος εξόδου ξένων επενδύσεων από την Ελλάδα π. χ. (Shell, BP, Unilever, Siemens) έπρεπε να είχε σημάνει συναγερμό, αντί του παρατηρούμενου εφησυχασμού.

Βρισκόμαστε, επίσης, μπροστά στο δύσκολο φαινόμενο μιας κοινωνίας και μιας επιχειρηματικής τάξης, που απλώνει συνεχώς το χέρι, είτε από ανάγκη είτε από συμφέρον είτε από συνήθεια και ζητά διευκολύνσεις, χαριστικές ρυθμίσεις, βοήθεια και συνδρομή από το κράτος στις σημερινές δύσκολες περιστάσεις. Που προσβλέπει, κυρίως, στην κρατική αρωγή και στην κρατική παρέμβαση για τη διαχείριση και επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε.

Αλλά, ατυχώς, όλοι γνωρίζουμε ότι το σημερινό κράτος δεν έχει πια πολλές δυνατότητες. Είναι το ίδιο βαθύτατα προβληματικό, αναποτελεσματικό, αποδυναμωμένο, αντιπαραγωγικό και, κυρίως, υπερχρεωμένο. Γνωρίζουμε καλά όλοι ότι το ελληνικό κράτος δεν έχει σήμερα πολλούς βαθμούς ελευθερίας, δεν έχει πια πολλά περιθώρια για να προσφέρει, να ηγηθεί, να διαδραματίσει επιτελικό ρόλο. Η εξυγίανση και αναβάθμισή του, που προέχει ως προτεραιότητα, θα πάρει αρκετό χρόνο, θα είναι μια εξαιρετικά επίπονη διαδικασία, θα έχει κοινωνικές εντάσεις, θ’ απαιτήσει δύσκολες κοινωνικές συναινέσεις.

Γι’ αυτό είναι σημαντικό, σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία, να αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας. Να συνεισφέρουμε όλοι αναλογικά στην επίλυση του οικονομικού αδιεξόδου, θέτοντας στόχους, επενδύοντας, αναλαμβάνοντας κινδύνους, επιδεικνύοντας συνέπεια στις υποχρεώσεις μας, επιλύοντας ο καθένας τα δικά του προβλήματα, αλλάζοντας νοοτροπία, κάνοντας τις δικές μας αναγκαίες επίπονες προσαρμογές, αναλαμβάνοντας συλλογικά δυναμικές πρωτοβουλίες, που επιβάλλουν οι καιροί που ζούμε. Να στρατευθούμε όλοι σε μια νέα κοινή προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας μας.

Αυτό που χρειάζεται κάθε οικονομικός κλάδος για να ξεδιπλώσει τον δυναμισμό του, είναι ένα σταθερό θεσμικό και φορολογικό πλαίσιο, αποτελεσματική και αξιόπιστη μακροοικονομική πολιτική, υγιή ανταγωνισμό, σύγχρονες υποδομές, εκπαιδευμένο προσωπικό, σύγχρονες συμπληρωματικές υπηρεσίες, σύγχρονη παιδεία, αποτελεσματικό κράτος. Δεν είναι υγιές μεσοπρόθεσμα για κανένα κλάδο να στηρίζεται συνεχώς στην κρατική αρωγή για να επιβιώσει στον διεθνή ανταγωνισμό και για να επενδύσει στο μέλλον του.

Ολοι γνωρίζουμε ότι στη χώρα μας βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια σοβαρή οικονομική δυσπραγία και μια πρωτοφανή δημοσιονομική εκτροπή. Για πολλά χρόνια αναβάλαμε, ολιγωρήσαμε, εφησυχάσαμε, κρύψαμε τα προβλήματα κάτω από το χαλί. Δεν τολμήσαμε ν’ αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα με ειλικρίνεια και τολμηρές πρωτοβουλίες.

Είναι η ώρα να αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει, νομίζω, λάβει τα μηνύματα των καιρών, την ευθύνη του απέναντι στην κοινωνία και την οικονομία, την ανάγκη μεγαλύτερης διαφάνειας, εταιρικής και κοινωνικής ευθύνης και αποτελεσματικής εποπτείας, παρότι απετέλεσε την εξαίρεση του κανόνα στην Ευρώπη και δεν είχε έκθεση σε τοξικά προϊόντα και κερδοσκοπικές δραστηριότητες. Για εμάς, η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, του εμπορίου, της ανάπτυξης και των αναγκών των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, αποτελεί άμεση προτεραιότητα.

Η διατήρηση και ενίσχυση της εξωστρεφούς ανάπτυξης του τραπεζικού συστήματος στη Νοτιοανατολική Ευρώπη παραμένει κρίσιμη στρατηγική επιλογή για μας αλλά και για όλους μας.

Η διαμόρφωση ενός υγιούς, ισχυρού, ανταγωνιστικού, ακηδεμόνευτου και διεθνοποιημένου τραπεζικού συστήματος, με περαιτέρω ενίσχυση της διαφάνειας και της αξιοπιστίας, αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση, την ατμομηχανή για την επίτευξη διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό έχει δείξει η διεθνής εμπειρία. Οφείλουμε, όμως, πρωτίστως να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των πολιτών και την αναγνώριση της συμβολής μας στην ανάπτυξη και την προοπτική του τόπου.

Η τραπεζική χρηματοδότηση, όμως, πρέπει να γίνεται με κριτήρια φερεγγυότητας, πιστοληπτικής ικανότητας, βιωσιμότητας των επενδύσεων και των δανειζομένων. Πρέπει να γίνεται με αντίστοιχη ανάληψη κινδύνων και ευθυνών από τους δανειζόμενους, πρέπει να γίνεται σ’ ένα περιβάλλον υγιούς ανταγωνισμού, διαφάνειας και σύγχρονων κανόνων λειτουργίας της αγοράς.

Η γενικευμένη χρήση μη τραπεζικών κριτηρίων στη χρηματοδότηση μονάδων, η συντήρηση μη βιώσιμων επιχειρήσεων και η γενικευμένη διαγραφή δανειακών υποχρεώσεων με χαριστικούς όρους, δεν συμβάλλουν στην ανάπτυξη της χώρας, ούτε διευκολύνουν τον ανταγωνισμό και καταλήγουν, τελικά, τον λογαριασμό να τον πληρώνουν αρχικά οι συνεπείς δανειζόμενοι και τελικά οι φορολογούμενοι πολίτες. Γνωρίζουμε ότι οι τράπεζες διαχειρίζονται την κοινωνική αποταμίευση, αυτή δανείζουν στους πελάτες τους και έχουν μεγάλη ευθύνη απέναντι στους καταθέτες τους για την προστασία και την αποτελεσματική αξιοποίησή της. Αυτή την ευθύνη που δικαιούμαστε και δεν πρέπει να απεμπολήσουμε.

Στη νέα πραγματικότητα που βιώνουμε, οι τράπεζες οφείλουμε να διαμορφώσουμε μια νέα ισορροπία με την κοινωνία, την οικονομία, το κράτος, τους εργαζομένους, που θα είναι επωφελής για όλους, αλλά κυρίως για την ελληνική οικονομία. Μία τράπεζα, ένα τραπεζικό σύστημα, με μόνο ευτυχείς τους μετόχους της και τα στελέχη της αλλά με τους εργαζόμενους, τους πελάτες και την κοινωνία απέναντί της δεν έχει προοπτική γιατί μια τέτοια στρατηγική είναι επιχειρηματικά αδιέξοδη μεσοπρόθεσμα και κοινωνικά αναποτελεσματική.

* Αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος Eurobank EFG, καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς, Τμήμα Χρηματοοικονομικής & Διοικητικής Τραπεζικής.

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_1_01/11/2009_335547

No comments: