By Martin Wolf
Μπαίνω στο εστιατόριο Landmark στο Time Warner Center στη Νέα Υόρκη, όπου συμφώνησα να συναντηθούμε για γεύμα με τον Paul Krugman, νομπελίστα οικονομικών επιστημών του 2008.
Ο 59χρονος Krugman, ο πιο μισητός, αλλά ταυτόχρονα και ο πιο αγαπημένος αρθρογράφος στις ΗΠΑ, κάθεται σε ένα μικρό τραπέζι δουλεύοντας στον φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή του. Είναι Πέμπτη και γράφει το άρθρο του. «Τι αφορά;» τον ρωτώ. «Θα είναι για την Ευρώπη» μου απαντά. «Εν μέρει επειδή ήρθε η ώρα των αποφάσεων, εν μέρει επειδή είμαι κουρασμένος και αυτό είναι ένα θέμα για το οποίο είμαι έτοιμος. Έτσι, επέλεξα να κάνω αυτό». Κατανοώ την κόπωση. Ο Krugman γράφει δύο άρθρα την εβδομάδα, ποστάρει καθημερινά στο blog του, γράφει δημοφιλή βιβλία και διδάσκει.
«Λοιπόν», τον ρωτώ, «θα υποστηρίξεις ότι όλα έχουν τελειώσει για την ευρωζώνη;».
«Όχι. Δεν νομίζω ότι μπορούν να σώσουν την Ελλάδα, αλλά μπορούν ακόμη να σώσουν την υπόλοιπη ευρωζώνη εάν είναι διατεθειμένοι για ανοιχτή χρηματοδότηση και μακροοικονομική επέκταση. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι πρέπει να πειστούν οι Γερμανοί να αλλάξουν τη φιλοσοφία τους για την οικονομική ζωή. Η προοπτική της κατάρρευσης μπορεί να τους αλλάξει μυαλά».
Αλλάζω θέμα και ρωτώ πως έχει αντεπεξέλθει με την αλλαγή που έχει υπάρξει στη ζωή του. Από εκεί που ήταν κυρίως ακαδημαϊκός οικονομολόγος έχει γίνει ο βασικός υποστηρικτής της φιλελεύθερης άποψης. Πώς έγινε αυτό; «Ειλικρινά ήταν αστείο», απαντά. «Έγραφα ένα άρθρο για το Slate και λίγο για το Fortune. Μετά ακολούθησαν οι New York Times με αυτήν την προσφορά. Ήταν το 1999. Τότε νομίζαμε ότι θα γράφω για τον παραλογισμό των dot.coms και άλλα παρόμοια θέματα, αλλά αποδείχθηκε ότι ήταν πιο φοβερή και δυσοίωνη ευθύνη. Δεν ήταν προσχεδιασμένο.
Πραγματικά, η σκληρή περίοδος ήταν η πρώτη θητεία του George Bush, όταν φαινόταν ότι όλος ο κόσμος είχε τρελαθεί, εκτός από μένα, ή αντιθέτως. Έκτοτε έγινε πιο εύκολο. Πρέπει να πω, όμως, ότι η οικονομική κρίση ήταν ένα από τα πράγματα για τα οποία ανησυχούσα πριν από 15 χρόνια. Ήταν ανησυχητικά εύκολο να βρω τι θα πω. Είναι, όμως, πολύ περίεργο: δεν είχα φανταστεί ότι θα κυλούσε έτσι η ζωή μου».
Μπήκαμε κατευθείαν στα σοβαρά θέματα. Η συζήτηση γύρισε στην κρίση της Ιαπωνίας τη δεκαετία του 1990. Κοιτάζοντας προς τα πίσω, συνειδητοποιώ ότι οι Ιάπωνες χειρίστηκαν σχετικά καλά τον απόηχο του δικού τους προβλήματος.
Συμφώνησε. «Νομίζαμε ότι η περίπτωση της Ιαπωνίας είχε ένα ηθικό δίδαγμα. Αποδείχθηκε ότι η Ιαπωνία θα έπρεπε μάλλον να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση. Ποτέ δεν είχαν τόσο μεγάλη πτώση όσο είχαμε εμείς. Κατάφεραν να αυξήσουν το κατά κεφαλήν εισόδημά τους κατά τη διάρκεια μιας δεκαετίας που εμείς θεωρούμε χαμένη. Συχνά λέω αστειευόμενος ότι όσοι από εμάς ανησυχούσαμε για την Ιαπωνία πριν από 12 χρόνια θα πρέπει να πάμε στον αυτοκράτορα και να ζητήσουμε προσωπικά συγγνώμη. Αντιδρούμε χειρότερα από όσο εκείνοι. Όταν με ρωτάει ο κόσμος αν θα μπορούσαμε να γίνουμε σαν την Ιαπωνία τους απαντώ… 'μακάρι'».
Σε αυτό το σημείο, παραγγέλνουμε σαλάτα Nicoise για τον P. Krugman, foie gras για μένα και ένα μπουκάλι ανθρακούχο νερό. Σίγουρα αυτό το γεύμα δεν ανταποκρίνεται στα gourmet πρότυπα ορισμένων γευμάτων με τους F.T.
Επιστρέφω στη συζήτηση. Ρωτώ εάν πιστεύει ότι αδικεί τον Ben Bernanke, τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και πρώην συνάδελφό του στο Princeton. Στο κάτω-κάτω της γραφής, ο Bernanke απέφυγε τον αποπληθωρισμό στις ΗΠΑ. Ο P. Krugman απαντά ευθέως: «Δεν ανησυχούμε για τον αποπληθωρισμό γιατί έχει μεγάλες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία. Ανησυχούμε για τον αποπληθωρισμό γιατί είναι ο λόγος για τον οποίο μόνιμα μία οικονομία είναι σε ύφεση. Εμείς, ενώ δεν έχουμε αποπληθωρισμό, έχουμε μία οικονομία μόνιμα σε ύφεση. Κατά συνέπεια, ποια η διαφορά;».
Αδιαμφισβήτητα, όμως, απαντώ, η Fed απέδωσε αρνητικά πραγματικά επιτόκια μειώνοντας το κόστος δανεισμού γρήγορα, αποφεύγοντας και τον αποπληθωρισμό. Ο Ρ. Krugman απαντά με έναν ασυνήθιστο έπαινο. «Η αλήθεια είναι πως έχω ελάχιστα παράπονα από τη νομισματική πολιτική που ακολουθήσαμε από το 2009. Νομίζω ότι ο Ben (Bernanke) αντέδρασε επιθετικά και ισχυρά, έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει. Προχώρησε με την πρώτη ποσοτική χαλάρωση και σταθεροποίησε την οικονομία.
Το ερώτημα είναι τι έκανε από τη στιγμή που αρχίσαμε να μοιάζουμε ολοένα και περισσότερο με την Ιαπωνία. Σε αυτό το σημείο, η λογική ορίζει ότι πρέπει να βρεις έναν τρόπο να δώσεις ώθηση. Η δημοσιονομική πολιτική είναι καταπληκτική. Αν, όμως, δεν την έχεις, τότε θα πρέπει να κάνει κάτι η Fed, και νομίζω ότι η λογική αυτή ενισχύεται όσο περνούν τα χρόνια. Και είναι λυπηρό να βλέπει κανείς ότι η Fed σε μεγάλο βαθμό έχει νίψει τας χείρας της από κάθε ευθύνη για να βγούμε από την ύφεση.
Ελπίζω ότι κάποια ημέρα ο Ben Bernanke και η Jane Yellen (αντιπρόεδρος της Fed) θα δουν ότι τους κάνω χάρη. Οι τύποι που έχουν τα λεφτά κόβουν τόσο πολύ από παντού που κάποια στιγμή πρέπει κάποιος να τους πει… 'όχι, εάν δούμε το πράγμα ρεαλιστικά, κάνετε επικίνδυνα λίγα και όχι επικίνδυνα πολλά'».
Τότε, ρωτώ, τι θα έκανε εκείνος αν ήταν επικεφαλής. Απαντά ότι θα πρόσθετε επιπλέον 2 τρισ. δολ. στον ισολογισμό της Fed, αγοράζοντας ευρύτερη γκάμα τίτλων, με μεγαλύτερο ποσοστό σε τίτλους του ιδιωτικού τομέα. «Κυρίως όμως», συνεχίζει, «δουλεύεις με τις προσδοκίες. Νομίζω ότι αυτό που βασικά πρέπει να κάνεις είναι να δώσεις το μήνυμα ότι θα κρατήσεις το πόδι σου στο γκάζι.
Δεν έχει σημασία, πιστεύει, εάν ο κόσμος δεν είναι σίγουρος ότι η Fed θα πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις της. Αρκεί να πιστέψουν ότι μπορεί να γίνει. «Έτσι, αν ο Ben Bernanke, έκανε μία ανακοίνωση, ή εάν το διοικητικό συμβούλιο έκανε μία ανακοίνωση, στην οποία θα δήλωνε ότι αναθεωρείται η άποψη για τον στόχο πληθωρισμού, θα βοηθούσε, ακόμη κι αν δεν αποτελεί αξιόπιστη δέσμευση ότι θα επιτρέψουν άνοδο του πληθωρισμού στο 3,7% για μία πενταετία».
Επιστρέφουμε, αναπόφευκτα, στο θέμα της ημέρας. Θα κατέληγε ότι η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση ήταν ένα λάθος; «Ναι, νομίζω ότι ρωτάμε ποιος φταίει γι' αυτήν την κρίση. Και νομίζω ότι ήταν βασικά μοιραίο από τότε που υπογράφηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Τώρα, θεωρώ ότι η κατάσταση μπορεί να σωθεί εάν τεθεί υψηλότερος στόχος για τον πληθωρισμό, που είναι η δεύτερη καλύτερη επιλογή από μία δημοσιονομική ενοποίηση. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι θεμελιωδώς το στήσιμο δεν είναι βιώσιμο.
«Ενδιαφέρον είναι ότι το ίδιο το ευρώ δημιουργήθηκε από τα ασύμμετρα σοκ που τώρα το καταστρέφουν (μέσα από τις κεφαλαιουχικές ροές που προκάλεσε). Δεν είναι μόνο ότι δημιούργησαν κάτι που δεν μπορεί να διαχειριστεί τα σοκ. Δημιούργησαν κάτι που προκάλεσε τα σοκ τα οποία υποτίθεται ότι έπρεπε να καταστρέψει».
Σημειώνω ότι οι Γερμανοί βρίσκονται τώρα σε τέτοια θέση που πρέπει να επιλέξουν εάν θα στηρίζουν εσαεί εκείνους που θεωρούν τελειωμένους ή θα προχωρήσουν στη διάσπαση, δημιουργώντας τεράστιο οικονομικό και πολιτικό χάος. Τους λυπάμαι.
Απαντά: «Θυμάμαι ότι περίπου το 1992 υπήρξε ένα χιουμοριστικό άρθρο στον Independent για την απόφαση να δοθεί το Booker Prize στη Συνθήκη του Μάαστριχτ - ένα σύγχρονο μυθιστόρημα σε μορφή αυστηρής συνθήκης. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα, διαισθάνεται κανείς στο φόντο ισχυρές δυνάμεις με άγνωστα κίνητρα. Ποιες είναι αυτές οι δυνάμεις και τι θέλουν; Ποτέ δεν μάθαμε».
«Ήταν μία εξαιρετική σάτιρα».
Τελειώσαμε και τον καφέ. Διασχίζουμε το άδειο πλέον εστιατόριο, ο Krumgan επιστρέφει στο Princeton και στο άρθρο του κι εγώ στα γραφεία των Financial Times στη Νέα Υόρκη. Η κρίση συνεχίζεται. Είναι ο ακαδημαϊκός που οι συντηρητικοί μισούν και οι φιλελεύθεροι χειροκροτούν. Στις ΗΠΑ, οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει οτιδήποτε. Ένας νομπελίστας οικονομολόγος μπορεί να γίνει ο πιο αμφιλεγόμενος αρθρογράφος.
ΠΗΓΗ: FT.com
Μπαίνω στο εστιατόριο Landmark στο Time Warner Center στη Νέα Υόρκη, όπου συμφώνησα να συναντηθούμε για γεύμα με τον Paul Krugman, νομπελίστα οικονομικών επιστημών του 2008.
Ο 59χρονος Krugman, ο πιο μισητός, αλλά ταυτόχρονα και ο πιο αγαπημένος αρθρογράφος στις ΗΠΑ, κάθεται σε ένα μικρό τραπέζι δουλεύοντας στον φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή του. Είναι Πέμπτη και γράφει το άρθρο του. «Τι αφορά;» τον ρωτώ. «Θα είναι για την Ευρώπη» μου απαντά. «Εν μέρει επειδή ήρθε η ώρα των αποφάσεων, εν μέρει επειδή είμαι κουρασμένος και αυτό είναι ένα θέμα για το οποίο είμαι έτοιμος. Έτσι, επέλεξα να κάνω αυτό». Κατανοώ την κόπωση. Ο Krugman γράφει δύο άρθρα την εβδομάδα, ποστάρει καθημερινά στο blog του, γράφει δημοφιλή βιβλία και διδάσκει.
«Λοιπόν», τον ρωτώ, «θα υποστηρίξεις ότι όλα έχουν τελειώσει για την ευρωζώνη;».
«Όχι. Δεν νομίζω ότι μπορούν να σώσουν την Ελλάδα, αλλά μπορούν ακόμη να σώσουν την υπόλοιπη ευρωζώνη εάν είναι διατεθειμένοι για ανοιχτή χρηματοδότηση και μακροοικονομική επέκταση. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι πρέπει να πειστούν οι Γερμανοί να αλλάξουν τη φιλοσοφία τους για την οικονομική ζωή. Η προοπτική της κατάρρευσης μπορεί να τους αλλάξει μυαλά».
Αλλάζω θέμα και ρωτώ πως έχει αντεπεξέλθει με την αλλαγή που έχει υπάρξει στη ζωή του. Από εκεί που ήταν κυρίως ακαδημαϊκός οικονομολόγος έχει γίνει ο βασικός υποστηρικτής της φιλελεύθερης άποψης. Πώς έγινε αυτό; «Ειλικρινά ήταν αστείο», απαντά. «Έγραφα ένα άρθρο για το Slate και λίγο για το Fortune. Μετά ακολούθησαν οι New York Times με αυτήν την προσφορά. Ήταν το 1999. Τότε νομίζαμε ότι θα γράφω για τον παραλογισμό των dot.coms και άλλα παρόμοια θέματα, αλλά αποδείχθηκε ότι ήταν πιο φοβερή και δυσοίωνη ευθύνη. Δεν ήταν προσχεδιασμένο.
Πραγματικά, η σκληρή περίοδος ήταν η πρώτη θητεία του George Bush, όταν φαινόταν ότι όλος ο κόσμος είχε τρελαθεί, εκτός από μένα, ή αντιθέτως. Έκτοτε έγινε πιο εύκολο. Πρέπει να πω, όμως, ότι η οικονομική κρίση ήταν ένα από τα πράγματα για τα οποία ανησυχούσα πριν από 15 χρόνια. Ήταν ανησυχητικά εύκολο να βρω τι θα πω. Είναι, όμως, πολύ περίεργο: δεν είχα φανταστεί ότι θα κυλούσε έτσι η ζωή μου».
Μπήκαμε κατευθείαν στα σοβαρά θέματα. Η συζήτηση γύρισε στην κρίση της Ιαπωνίας τη δεκαετία του 1990. Κοιτάζοντας προς τα πίσω, συνειδητοποιώ ότι οι Ιάπωνες χειρίστηκαν σχετικά καλά τον απόηχο του δικού τους προβλήματος.
Συμφώνησε. «Νομίζαμε ότι η περίπτωση της Ιαπωνίας είχε ένα ηθικό δίδαγμα. Αποδείχθηκε ότι η Ιαπωνία θα έπρεπε μάλλον να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση. Ποτέ δεν είχαν τόσο μεγάλη πτώση όσο είχαμε εμείς. Κατάφεραν να αυξήσουν το κατά κεφαλήν εισόδημά τους κατά τη διάρκεια μιας δεκαετίας που εμείς θεωρούμε χαμένη. Συχνά λέω αστειευόμενος ότι όσοι από εμάς ανησυχούσαμε για την Ιαπωνία πριν από 12 χρόνια θα πρέπει να πάμε στον αυτοκράτορα και να ζητήσουμε προσωπικά συγγνώμη. Αντιδρούμε χειρότερα από όσο εκείνοι. Όταν με ρωτάει ο κόσμος αν θα μπορούσαμε να γίνουμε σαν την Ιαπωνία τους απαντώ… 'μακάρι'».
Σε αυτό το σημείο, παραγγέλνουμε σαλάτα Nicoise για τον P. Krugman, foie gras για μένα και ένα μπουκάλι ανθρακούχο νερό. Σίγουρα αυτό το γεύμα δεν ανταποκρίνεται στα gourmet πρότυπα ορισμένων γευμάτων με τους F.T.
Επιστρέφω στη συζήτηση. Ρωτώ εάν πιστεύει ότι αδικεί τον Ben Bernanke, τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και πρώην συνάδελφό του στο Princeton. Στο κάτω-κάτω της γραφής, ο Bernanke απέφυγε τον αποπληθωρισμό στις ΗΠΑ. Ο P. Krugman απαντά ευθέως: «Δεν ανησυχούμε για τον αποπληθωρισμό γιατί έχει μεγάλες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία. Ανησυχούμε για τον αποπληθωρισμό γιατί είναι ο λόγος για τον οποίο μόνιμα μία οικονομία είναι σε ύφεση. Εμείς, ενώ δεν έχουμε αποπληθωρισμό, έχουμε μία οικονομία μόνιμα σε ύφεση. Κατά συνέπεια, ποια η διαφορά;».
Αδιαμφισβήτητα, όμως, απαντώ, η Fed απέδωσε αρνητικά πραγματικά επιτόκια μειώνοντας το κόστος δανεισμού γρήγορα, αποφεύγοντας και τον αποπληθωρισμό. Ο Ρ. Krugman απαντά με έναν ασυνήθιστο έπαινο. «Η αλήθεια είναι πως έχω ελάχιστα παράπονα από τη νομισματική πολιτική που ακολουθήσαμε από το 2009. Νομίζω ότι ο Ben (Bernanke) αντέδρασε επιθετικά και ισχυρά, έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει. Προχώρησε με την πρώτη ποσοτική χαλάρωση και σταθεροποίησε την οικονομία.
Το ερώτημα είναι τι έκανε από τη στιγμή που αρχίσαμε να μοιάζουμε ολοένα και περισσότερο με την Ιαπωνία. Σε αυτό το σημείο, η λογική ορίζει ότι πρέπει να βρεις έναν τρόπο να δώσεις ώθηση. Η δημοσιονομική πολιτική είναι καταπληκτική. Αν, όμως, δεν την έχεις, τότε θα πρέπει να κάνει κάτι η Fed, και νομίζω ότι η λογική αυτή ενισχύεται όσο περνούν τα χρόνια. Και είναι λυπηρό να βλέπει κανείς ότι η Fed σε μεγάλο βαθμό έχει νίψει τας χείρας της από κάθε ευθύνη για να βγούμε από την ύφεση.
Ελπίζω ότι κάποια ημέρα ο Ben Bernanke και η Jane Yellen (αντιπρόεδρος της Fed) θα δουν ότι τους κάνω χάρη. Οι τύποι που έχουν τα λεφτά κόβουν τόσο πολύ από παντού που κάποια στιγμή πρέπει κάποιος να τους πει… 'όχι, εάν δούμε το πράγμα ρεαλιστικά, κάνετε επικίνδυνα λίγα και όχι επικίνδυνα πολλά'».
Τότε, ρωτώ, τι θα έκανε εκείνος αν ήταν επικεφαλής. Απαντά ότι θα πρόσθετε επιπλέον 2 τρισ. δολ. στον ισολογισμό της Fed, αγοράζοντας ευρύτερη γκάμα τίτλων, με μεγαλύτερο ποσοστό σε τίτλους του ιδιωτικού τομέα. «Κυρίως όμως», συνεχίζει, «δουλεύεις με τις προσδοκίες. Νομίζω ότι αυτό που βασικά πρέπει να κάνεις είναι να δώσεις το μήνυμα ότι θα κρατήσεις το πόδι σου στο γκάζι.
Δεν έχει σημασία, πιστεύει, εάν ο κόσμος δεν είναι σίγουρος ότι η Fed θα πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις της. Αρκεί να πιστέψουν ότι μπορεί να γίνει. «Έτσι, αν ο Ben Bernanke, έκανε μία ανακοίνωση, ή εάν το διοικητικό συμβούλιο έκανε μία ανακοίνωση, στην οποία θα δήλωνε ότι αναθεωρείται η άποψη για τον στόχο πληθωρισμού, θα βοηθούσε, ακόμη κι αν δεν αποτελεί αξιόπιστη δέσμευση ότι θα επιτρέψουν άνοδο του πληθωρισμού στο 3,7% για μία πενταετία».
Επιστρέφουμε, αναπόφευκτα, στο θέμα της ημέρας. Θα κατέληγε ότι η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση ήταν ένα λάθος; «Ναι, νομίζω ότι ρωτάμε ποιος φταίει γι' αυτήν την κρίση. Και νομίζω ότι ήταν βασικά μοιραίο από τότε που υπογράφηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Τώρα, θεωρώ ότι η κατάσταση μπορεί να σωθεί εάν τεθεί υψηλότερος στόχος για τον πληθωρισμό, που είναι η δεύτερη καλύτερη επιλογή από μία δημοσιονομική ενοποίηση. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι θεμελιωδώς το στήσιμο δεν είναι βιώσιμο.
«Ενδιαφέρον είναι ότι το ίδιο το ευρώ δημιουργήθηκε από τα ασύμμετρα σοκ που τώρα το καταστρέφουν (μέσα από τις κεφαλαιουχικές ροές που προκάλεσε). Δεν είναι μόνο ότι δημιούργησαν κάτι που δεν μπορεί να διαχειριστεί τα σοκ. Δημιούργησαν κάτι που προκάλεσε τα σοκ τα οποία υποτίθεται ότι έπρεπε να καταστρέψει».
Σημειώνω ότι οι Γερμανοί βρίσκονται τώρα σε τέτοια θέση που πρέπει να επιλέξουν εάν θα στηρίζουν εσαεί εκείνους που θεωρούν τελειωμένους ή θα προχωρήσουν στη διάσπαση, δημιουργώντας τεράστιο οικονομικό και πολιτικό χάος. Τους λυπάμαι.
Απαντά: «Θυμάμαι ότι περίπου το 1992 υπήρξε ένα χιουμοριστικό άρθρο στον Independent για την απόφαση να δοθεί το Booker Prize στη Συνθήκη του Μάαστριχτ - ένα σύγχρονο μυθιστόρημα σε μορφή αυστηρής συνθήκης. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα, διαισθάνεται κανείς στο φόντο ισχυρές δυνάμεις με άγνωστα κίνητρα. Ποιες είναι αυτές οι δυνάμεις και τι θέλουν; Ποτέ δεν μάθαμε».
«Ήταν μία εξαιρετική σάτιρα».
Τελειώσαμε και τον καφέ. Διασχίζουμε το άδειο πλέον εστιατόριο, ο Krumgan επιστρέφει στο Princeton και στο άρθρο του κι εγώ στα γραφεία των Financial Times στη Νέα Υόρκη. Η κρίση συνεχίζεται. Είναι ο ακαδημαϊκός που οι συντηρητικοί μισούν και οι φιλελεύθεροι χειροκροτούν. Στις ΗΠΑ, οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει οτιδήποτε. Ένας νομπελίστας οικονομολόγος μπορεί να γίνει ο πιο αμφιλεγόμενος αρθρογράφος.
ΠΗΓΗ: FT.com
No comments:
Post a Comment