12.11.08

Schroders: Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για τον πληθωρισμό το επόμενο έτος

Δυσνόητο... δεν έβγαλα άκρη... απο και μετά υπερ-πληθωρισμός;
...
Καλύτερα να διαβάζουμε τα πρωτότυπα!!!

Δεν πρέπει να υπάρχει ανησυχία από τη μεριά των επενδυτών για το επίπεδο του πληθωρισμού για τον επόμενο ένα χρόνο περίπου αναφέρει σε έκθεσή του ο επικεφαλής οικονομολόγος της Schroders Keith Wade.

Ειδικότερα, ο κ. Wade αναφέρει στην έκθεσή του με τίτλο “Πληθωρισμός: Νεκρός, αλλά όχι εντελώς” πως σε βραχυπρόθεσμη βάση, η πιστωτική κρίση θα αναλάβει την καταπολέμηση των φόβων για υψηλότερο πληθωρισμό. Μάλιστα, είναι πιθανό οι φόβοι αυτοί να αντιστραφούν και να αφορούν πλέον στον αποπληθωρισμό. Η έλλειψη οικονομικής ανάπτυξης θα αποτελέσει τη μεγαλύτερη ανησυχία. Κοιτώντας όμως ακόμη μακρύτερα, η ανακατανομή της δραστηριότητας στην παγκόσμια οικονομία σημαίνει ότι οι πιέσεις για άνοδο στις τιμές των εμπορευμάτων θα εμφανιστούν σε πιο πρώιμο στάδιο του κύκλου απ’ ότι στο παρελθόν, προκαλώντας έτσι την εκτόξευση του επίσημου πληθωρισμού σε υψηλότερα επίπεδα.
Το περιβάλλον για τον έλεγχο του πληθωρισμού θα γίνει πιο δύσκολο – κάτι το οποίο επεσήμανε ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας αναφερόμενος στο τέλος της δεκαετίας συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης χωρίς πληθωρισμό (NICE decade1) – κατά τρόπο που η μείωση του πληθωρισμού θα συνεπάγεται μεγαλύτερο κόστος στην οικονομική παραγωγή. Εάν συνδυάσουμε το ενδεχόμενο αυτό με την αύξηση του δημοσίου χρέους, δε θα δυσκολευτούμε να διαπιστώσουμε ότι το πλαίσιο της δημοσιονομικής πολιτικής της Μεγάλης Βρετανίας αρχίζει να επανεξετάζεται πολύ προσεκτικά.
Οι επενδυτές μπορούν για τον επόμενο ένα χρόνο περίπου να μην ανησυχούν για το επίπεδο του πληθωρισμού, αλλά θα πρέπει να γνωρίζουν ότι από το χρονικό σημείο εκείνο και μετά, οι κίνδυνοι θα τείνουν να αυξηθούν αρκετά. Η πρόσφατη ανταλλαγή επιστολών ανάμεσα στον υπουργό Οικονομίας και στον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας για το θέμα του πληθωρισμού δεν θα είναι η τελευταία τους.

Οι πληθωριστικοί φόβοι του 2008
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου ο πληθωρισμός βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Ειδικότερα, για τη Μεγάλη Βρετανία, ο δείκτης τιμών καταναλωτή έφτασε το Σεπτέμβριο στο 5,2% - το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαεπτά ετών. Αντιδρώντας, ο υπουργός Οικονομίας ζήτησε από τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Αγγλίας να εξηγήσει, μέσω δύο επιστολών τον Ιούνιο και το Σεπτέμβριο του 2008, τον τρόπο με τον οποίο η Τράπεζα προτίθεται να επαναφέρει τον πληθωρισμό στο επίπεδο του 2%, που είναι και ο στόχος για τη φετινή χρονιά.
Η αλληλογραφία αυτή σημάδεψε το τέλος μιας μακράς περιόδου, όπου ο πληθωρισμός διατηρούνταν εντός των στόχων και η Τράπεζα της Αγγλίας εισέπραττε μεγάλους επαίνους για τον έλεγχο των τιμών. Το ερώτημα, πλέον, είναι το κατά πόσο η πρόσφατη επιδείνωση συνιστά μία προσωρινή παρέκκλιση ή σηματοδοτεί την αρχή μιας περιόδου όπου θα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με συχνές εξάρσεις του πληθωρισμού, ενός πληθωρισμού που θα αποδεικνύεται όλο και πιο δύσκολο να τιθασεύεται στο μέλλον.
Η εμπειρία του υψηλότερου πληθωρισμού κατά το 2008 δεν αφορούσε μόνον στη Μεγάλη Βρετανία. Οι τιμές σε ολόκληρο τον κόσμο κινήθηκαν ανοδικά, αντιδρώντας στην μεγάλη αύξηση των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας. Στη διάρκεια του καλοκαιριού κι ενώ η τιμή του πετρελαίου εκτοξεύτηκε στα 145 δολάρια το βαρέλι, ο δείκτης τιμών καταναλωτή έφτασε το 5,6% στις ΗΠΑ και το 4% στην ευρωζώνη. Όσον αφορά στις χώρες εκτός ΟΟΣΑ, είδαμε τον πληθωρισμό στην Κίνα να ανέρχεται σε επίπεδα άνω του 8% και να καταγράφει ιστορικά υψηλά σε όλη την Ασία και τις αναδυόμενες αγορές.
Η σχετική ανάλυση δείχνει πως το πληθωριστικό αυτό ξέσπασμα οφειλόταν σχεδόν αποκλειστικά στο σοκ που προκλήθηκε στις τιμές των εμπορευμάτων. Εάν εξαιρέσουμε τις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας, ο δομικός πληθωρισμός παρέμεινε γενικά σταθερός και οι τιμές άλλων προϊόντων και υπηρεσιών δεν επηρεάστηκαν πολύ από την αύξηση του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή. Ο κυριότερος φόβος αφορούσε στην πίεση για αυξήσεις στα ημερομίσθια που θα προξενούσε η άνοδος του επίσημου πληθωρισμού, ενδεχόμενο που θα οδηγούσε σε ακόμη πιο γενικευμένο πληθωρισμό. Οι κεντρικές τράπεζες σε ολόκληρο τον κόσμο πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος της άνοιξης και το καλοκαίρι του 2008 ανησυχώντας για το ενδεχόμενο δημιουργίας μια σπειροειδούς πληθωριστικής δίνης στις οικονομίες τους, λόγω των δευτερογενών αυτών επιδράσεων στην ισορροπία μισθών - τιμών (wage-price spiral).
Παρόλο που ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι θεωρητικά ακόμη δυνατό να πραγματοποιηθεί, είναι σαφές ότι η άνοδος των τιμών των τροφίμων και του πετρελαίου δεν έχει οδηγήσει σε αύξηση των μισθών. Στη Μεγάλη Βρετανία για παράδειγμα, ο ρυθμός αύξησης των κερδών βρισκόταν στο τέλος του καλοκαιριού στα επίπεδα του 3,4%, ελαφρά μειωμένος σε σχέση με το 4% των αρχών του έτους.
Κάτι τέτοιο συνιστά απόδειξη μεγαλύτερης ευελιξίας στην αγορά εργασίας και μίας γενικευμένης αποδοχής ότι οι εταιρείες δεν έχουν σκοπό να δώσουν σημαντικές μισθολογικές αυξήσεις μέσα σε αυτό το οικονομικό κλίμα. Κατά την άποψή μας η συγκράτηση των μισθών θα συνεχιστεί, καθώς η πιστωτική κρίση σπρώχνει την οικονομία σε ύφεση.
Τώρα πλέον, περνάμε σε μία φάση όπου η ανεργία αυξάνεται σημαντικά και η πιθανότητα για υψηλότερους μισθούς περιορίζεται ακόμη περισσότερο. Συνεπώς, δεν βλέπουμε την αύξηση στον επίσημο πληθωρισμό να συνοδεύεται από άνοδο των μισθών και από περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού στη Μεγάλη Βρετανία.
Παρόμοια είναι και η κατάσταση στις ΗΠΑ, όπου οι μισθοί παραμένουν σε ηρεμία παρά την αύξηση του κόστους ζωής. Η ανεργία αυξάνεται ήδη με ταχείς ρυθμούς καθώς επεκτείνεται η πιστωτική κρίση. Η εικόνα στην Ευρωζώνη είναι, όμως, λίγο διαφορετική, καθώς σε πολλές χώρες η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών έχει ενσωματωθεί στην αγορά εργασίας, η οποία είναι λιγότερο ευέλικτη σε σχέση με τις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία. Η αύξηση της ανεργίας στις χώρες της Ευρωζώνης θα βοηθήσει στον περιορισμό των απαιτήσεων για μισθολογικές αυξήσεις, όπως στις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία, αλλά υπάρχει ο κίνδυνος οι μισθοί και ο πληθωρισμός στις χώρες αυτές να αποδειχτούν δυσκολότεροι στην αντιμετώπισή τους.
Συνολικά πιστεύουμε ότι οι πιέσεις που προκάλεσε η χρηματοπιστωτική κρίση θα οδηγήσουν τις τιμές προς τα κάτω. Η ύφεση στην αγορά κατοικιών είναι πιθανό να παραταθεί, δεδομένης της μείωσης των διαθέσιμων στεγαστικών δανείων αλλά και των υψηλών τιμών των ακινήτων, οι οποίες διατηρούνται αρκετά πάνω από τα μακροπρόθεσμα ιστορικά επίπεδα. Μια τέτοια εξέλιξη αναμένεται να μειώσει την ιδιωτική κατανάλωση, να συμπιέσει την ανάπτυξη και να δημιουργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο - και μέσω της μείωσης της ζήτησης - το απαραίτητο περιθώριο για να δαμαστεί ο πληθωρισμός.
Για το 2009 περιμένουμε ότι ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή (επίσημος πληθωρισμός) στη Μεγάλη Βρετανία θα μειωθεί και θα βρεθεί σε επίπεδα κάτω από το στόχο του 2% μέσα στο έτος. Επομένως, ο πληθωρισμός μάλλον θα παραμείνει υπό έλεγχο, ενώ υπάρχει ο κίνδυνος περαιτέρω μείωσής του, καθώς θα υπάρξει σημαντική χρονική υστέρηση από το χαμηλότερο σημείο της ζήτησης μέχρι το σημείο όπου η αγορά εργασίας και η ζήτηση για προϊόντα αρχίσουν πάλι να κινούνται ανοδικά.
Ένα σημαντικό συστατικό στοιχείο σε αυτή την πρόβλεψη είναι το ότι υπάρχει κάμψη των δραστηριοτήτων στην παγκόσμια οικονομία. Σύμφωνα με εμπειρικές μελέτες, πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι ο πληθωρισμός είναι περισσότερο παγκόσμιο, παρά τοπικό φαινόμενο, το οποίο οδηγείται από την ισχύ της οικονομικής δραστηριότητας και από το επίπεδο του παραγωγικού δυναμικού παγκοσμίως. Δεδομένου του παγκόσμιου χαρακτήρα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, δεν έχουμε παρά ελάχιστες αμφιβολίες για το ότι θα υπάρξει επιβράδυνση των οικονομικών δραστηριοτήτων σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, όπου και προβλέπουμε μείωση του πραγματικού προϊόντος κατά 1% για το 2009. Επίσης, περιμένουμε ότι η κάμψη θα επεκταθεί στις αναδυόμενες οικονομίες, με αποτέλεσμα η παγκόσμια ανάπτυξη να μειωθεί στο 0,5%, επίπεδο που αντιστοιχεί στην ασθενέστερη ανάπτυξη των τελευταίων 30 ετών τουλάχιστον.
Χαμηλός πληθωρισμός, αλλά πόσο θα διαρκέσει;
Κατά την άποψή μας, οι φόβοι για τον πληθωρισμό θα υποχωρήσουν, ενώ με δεδομένη την πρόβλεψη για κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας, είναι αρκετά πιθανό να αντικατασταθούν μέσα στους επόμενους μήνες από την ανησυχία για αποπληθωρισμό, καθώς ο πληθωρισμός θα πέφτει απότομα. Παρόλα αυτά, δεν πιστεύουμε ότι οι πληθωριστικοί φόβοι του 2008 θα είναι οι τελευταίοι. Κοιτώντας σε βάθος χρόνου πέραν των επόμενων δύο ετών, είναι πιθανό ο έλεγχος του πληθωρισμού να καταστεί πιο δύσκολος, ως αποτέλεσμα κυρίως, δύο δομικών εξελίξεων.
Η ανακατανομή της οικονομικής ανάπτυξης
Το 2008 ο κόσμος φάνηκε να πλησιάζει σε ένα σημείο καμπής, όπου οι αναδυόμενες αγορές άρχισαν να ασκούν ανοδικές πιέσεις στις τιμές των προϊόντων αντί της μέχρι τότε γνώριμης αποπληθωριστικής τους επίδρασης. Είναι ευρέως αποδεκτό πλέον ότι η εισαγωγή νέου εργατικού δυναμικού στην παγκόσμια οικονομία κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια έδωσε μία τεράστια ώθηση στο εμπόριο και συνέβαλε στη συμπίεση των μισθών και των τιμών των προϊόντων στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Χρησιμοποιώντας τα λόγια του Alan Greenspan “αρκετά πάνω από ένα δισεκατομμύριο εργαζόμενοι, πολύ από τους οποίους είχαν καλή μόρφωση, όλοι τους χαμηλόμισθοι, μετακινήθηκαν από οικονομίες με μερικό ή απόλυτα κεντρικό προγραμματισμό και που ήταν πλήρως αποκομμένες από τον παγκόσμιο ανταγωνισμό, στην ανταγωνιστική παγκόσμια αγορά εργασίας. Αυτή η μετακίνηση των εργαζομένων στην αγορά εργασίας οδήγησε παγκοσμίως σε πτώση των μισθών, του πληθωρισμού, των πληθωριστικών προσδοκιών και των επιτοκίων”.
Αυτή η διαδικασία συνεχίζεται, καθώς για παράδειγμα, η Κίνα και η Ινδία εξακολουθούν να επιθυμούν την ένταξη του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού του αγροτικού τομέα των χωρών τους σε μία βιομηχανική οικονομία. Παρόλα αυτά, η αυξανόμενη σημασία των αναδυόμενων οικονομιών γίνεται πλέον αισθητή σε άλλους τομείς, όπως οι αγορές εμπορευμάτων, αφού σε πολλές περιπτώσεις έγιναν η βασική πηγή προέλευσης της οριακής ζήτησης.
Για παράδειγμα, η Κίνα αποτελεί ήδη τον μεγαλύτερο καταναλωτή ορυκτών εμπορευμάτων και τον δεύτερο μεγαλύτερο καταναλωτή πετρελαίου. Οι προβλέψεις του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) υποδεικνύουν ότι η ζήτηση στις αναδυόμενες οικονομίες θα αυξηθεί με ταχείς ρυθμούς και θα έχει ξεπεράσει την αντίστοιχη ζήτηση του ανεπτυγμένου κόσμου μέχρι το 2030. Το 1980 η ζήτηση από τις αναδυόμενες οικονομίες ήταν ίση με το ένα τέταρτο μόνο αυτής των ανεπτυγμένων οικονομιών.
Παρόλο που οι οικονομίες του ΟΟΣΑ κάνουν προσπάθειες να περιορίσουν την κατανάλωση εμπορευμάτων, κυρίως λόγω περιβαλλοντικών ανησυχιών, είναι πιθανό αυτές οι προσπάθειες να ακυρωθούν από την αύξηση της ζήτησης σε άλλες περιοχές του κόσμου. Το πρόβλημα οξύνεται εξαιτίας της λιγότερο αποτελεσματικής χρήσης των εμπορευμάτων στον αναδυόμενο κόσμο, όπου συχνά υπάρχει επιδότηση στις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας.
Αυτό σημαίνει ότι εάν η παραγωγή εμπορευμάτων δεν αρχίσει να αυξάνεται με παρόμοιο ρυθμό (κάτι το οποίο φαντάζει απίθανο με βάση τις τωρινές προβλέψεις), μία αναθέρμανση της παγκόσμιας οικονομίας τα επόμενα χρόνια θα μας οδηγήσει σε περιορισμούς στην προσφορά εμπορευμάτων με ρυθμό ταχύτερο σε σχέση με το παρελθόν. Το αποτέλεσμα θα είναι άλλο ένα ράλλυ στις τιμές των εμπορευμάτων και αύξηση του πληθωρισμού, όπως ακριβώς παρατηρήθηκε το 2008. Ο επίσημος πληθωρισμός θα κλιμακωθεί και οι κεντρικές τράπεζες θα αρχίσουν να ανησυχούν για τις δευτερογενείς επιδράσεις. Ακόμη και στο ενδεχόμενο που δεν επαληθευτούν αυτές οι ανησυχίες και ο πληθωρισμός υποχωρήσει, το αποτέλεσμα θα είναι ένας υψηλότερος μέσος όρος για τον πληθωρισμό.
Για παράδειγμα, για την Κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας υπάρχει η απαίτηση να θέσει μόνον το στόχο για τον μελλοντικό πληθωρισμό και όχι έναν κυλιόμενο μέσο όρο (πληθωρισμού), κάτι για το οποίο θα απαιτούνταν συγκεκριμένες ενέργειες σε περίπτωση υπέρβασης, έτσι ώστε να οδηγείται ο πληθωρισμός κάτω από το στόχο για κάποια περίοδο. Κατά συνέπεια, σε έναν κόσμο όπου ερχόμαστε αντιμέτωποι με ανοδικές εξάρσεις του πληθωρισμού, ο μακροπρόθεσμος μέσος όρος του πληθωρισμού θα βρίσκεται πάνω από το επίπεδο του ετήσιου στόχου.
Κοιτώντας λίγο μακρύτερα, καθώς οι αναδυόμενες οικονομίες θα αναπτύσσονται, η επίδραση που ασκούν στις τιμές μιας σειράς προϊόντων και υπηρεσιών θα αυξάνεται. Καθώς το εισόδημα θα μεγαλώνει, η ζήτηση θα αυξάνεται και τα νοικοκυριά στις χώρες του ΟΟΣΑ θα ανακαλύπτουν όλο και συχνότερα ότι ανταγωνίζονται για τα ίδια αγαθά με τα αντίστοιχα νοικοκυριά του αναπτυσσόμενου κόσμου. Η τελική επίδραση στον πληθωρισμό θα εξαρτηθεί από τον τρόπο που θα ανταποκριθεί η πλευρά της προσφοράς, η οποία αναμένεται να μεγαλώνει σημαντικά, καθώς θα αυξάνεται η παραγωγικότητα στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Παρόλα αυτά, είναι αρκετά πιθανό ο αποπληθωρισμός που εδώ και καιρό αποτελεί ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της παγκόσμιας οικονομίας, όπως φαίνεται και στην συμπίεση των τιμών πολλών βιομηχανικών προϊόντων, να αρχίσει να υποχωρεί.
Η απειλή από τη δημοσιονομική χαλάρωση και το υψηλότερο δημόσιο χρέος
Ο δεύτερος παράγοντας που δείχνει ότι ο πληθωρισμός ίσως στο μέλλον γίνει πιο δύσκολο να ελεγχθεί, είναι η προοπτική μιας ταχείας αύξησης του κρατικού δανεισμού και του δημόσιου χρέους. Η χρηματοπιστωτική κρίση υποχρέωσε τις κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο να διαθέσουν κεφάλαια για τη στήριξη του οικονομικού συστήματος είτε υπό τη μορφή εγγυήσεων των καταθέσεων και του διατραπεζικού δανεισμού, είτε παρέχοντας κεφάλαια για την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζικών ιδρυμάτων. Στη Μ. Βρετανία, ο υπουργός Οικονομίας αποκήρυξε πρόσφατα τους χρυσούς κανόνες που διέπουν τον κρατικό δανεισμό και το δημόσιο χρέος, προς όφελος μιας πιο ευέλικτης προσέγγισης1.
Σε περιόδους οικονομικής καχεξίας, η χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής αποτελεί μια λογική απάντηση στην ύφεση. Επιπλέον, εάν η συνδυασμένη δράση των κυβερνήσεων και των Κεντρικών Τραπεζών αποδειχτεί επιτυχής στην καταπολέμηση της πιστωτικής κρίσης, οι αρχές θα πρέπει να δουν σταδιακή υποχώρηση του δανεισμού, καθώς η ανάκαμψη θα κερδίζει έδαφος. Είναι επίσης πιθανό ότι καθώς τα δάνεια και οι επενδύσεις στον τραπεζικό τομέα θα αποπληρώνονται, θα υπάρξει περαιτέρω βελτίωση στον κρατικό προϋπολογισμό.
Η απειλή για τον πληθωρισμό προέρχεται από τον κίνδυνο οι αρχές να αργήσουν να αποσύρουν τη δημοσιονομική στήριξη τη στιγμή που ο ιδιωτικός τομέας θα αποζητά την ανάκαμψη. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα οδηγούσε σε υπερθέρμανση της οικονομίας, καθώς η ζήτηση θα υπερφαλάγγιζε την προσφορά. Παρά την πολιτική πίεση που θα δεχτεί η κυβέρνηση για να συνεχίσει τη χαλαρή οικονομική της πολιτική, θα είναι δύσκολο να αποσύρει τη στήριξη ακριβώς τη στιγμή που πρέπει, λόγω των μεγάλων χρονικών υστερήσεων που χαρακτηρίζουν την εφαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής. Στην περίπτωση αυτή ο κίνδυνος αυξάνεται, από το γεγονός της δυσκολότερης ρύθμισης των αντίστοιχων φαινομένων σε ολόκληρο τον κόσμο, φαινομένων τα οποία λειτουργούν πολλαπλασιαστικά, καθώς μια σειρά από χώρες χαλαρώνουν ταυτόχρονα τη δημοσιονομική τους πολιτική.
Στο σημείο αυτό, η ισχύς της αντίστασης που η πιστωτική κρίση προξενεί στην οικονομική δραστηριότητα, σημαίνει ότι επάνω από την προσπάθεια διέγερσης της οικονομίας πλανάται μία μακρινή απειλή, η οποία παραμένει ένας εν δυνάμει κίνδυνος για τη σταθεροποίηση του πληθωρισμού σε μεσοπρόθεσμη βάση.

Πίεση να αλλάξει ο στόχος για τον πληθωρισμό;
Το μεγαλύτερο πρόβλημα μπορεί να προκύψει εάν οι κυβερνήσεις και η κοινή γνώμη αρχίσουν να πιστεύουν ότι και λίγος πληθωρισμός είναι καλό πράγμα. Σε ένα περιβάλλον όπου τα επίπεδα των δανειακών υποχρεώσεων τόσο του δημοσίου, όσο και του ιδιωτικού τομέα είναι ιδιαίτερα υψηλά, υπάρχει κίνητρο για τη δημιουργία λίγου πληθωρισμού, έτσι ώστε να ελαφρυνθεί κάπως το βάρος. Σε ακραίες συνθήκες, κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι η κυβέρνηση εκτυπώνει χρήμα και το μοιράζει στα νοικοκυριά. Φυσικά μια τέτοια ενέργεια δε θα συνέβαινε στη Μεγάλη Βρετανία, αλλά μην αποκλείετε μια πιο λεπτή προσέγγιση, όπως η αλλαγή των όρων της δημοσιονομικής πολιτικής. Το δημοσιονομικό πλαίσιο χαράσσεται από την κυβέρνηση και μπορεί να τροποποιηθεί από την κυβέρνηση.
Προς το παρόν, οι περισσότεροι οικονομολόγοι θεωρούν επιτυχημένη την παρούσα δημοσιονομική πολιτική στη Μεγάλη Βρετανία: μία ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα η οποία θέτει τα επιτόκια σε ύψος τέτοιο, ώστε μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα ο δείκτης τιμών καταναλωτή να πέσει στο 2% χωρίς να δημιουργηθεί υπερβολική αστάθεια στην οικονομία.
Παρόλα αυτά, η επιλογή της κεντρικής τράπεζας για τη δημιουργία σταθερότητας στις τιμές μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής, έχει κι έναν δευτερεύοντα στόχο που συχνά τον παραβλέπουμε, τη στήριξη των κυβερνητικών στόχων για την οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση. Ο υπουργός Οικονομίας έκανε πρόσφατα μία σχετική αναφορά, και λέγοντας ότι ο πληθωρισμός τίθεται σιγά - σιγά υπό έλεγχο, άσκησε πίεση στην Κεντρική Τράπεζα να ρίξει μεγαλύτερο βάρος στο δεύτερο αυτό στόχο.
Εναλλακτικά, η κυβέρνηση θα μπορούσε απλά να μετακινήσει το στόχο για τον πληθωρισμό ψηλότερα, ας πούμε στο 3% ή ακόμη και στο 4%. Τότε, ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας θα εξέφραζε σίγουρα τις αντιρρήσεις του, επισημαίνοντας ότι σε βάθος χρόνου δεν υπάρχει κάποιο trade-off (αντιστάθμιση) ανάμεσα στην ανάπτυξη και τον πληθωρισμό, αλλά στο τέλος η θέση του καθορίζεται και από τη θέση της κυβέρνησης. Δεδομένου ότι περιμένουμε τον έλεγχο του πληθωρισμού να έχει στο μέλλον μεγαλύτερο κόστος στην οικονομική παραγωγή και στην απασχόληση, είναι πιθανόν οι πολιτικές πιέσεις για τη διαμόρφωση μιας χαλαρότερης δημοσιονομικής πολιτικής να αυξηθούν.
http://www.capital.gr/news.asp?Details=617348

No comments: