«Εχεις δει την ταινία «Ο Τιτανικός»; Ετσι έμοιαζαν οι τραπεζικοί κολοσσοί που κατέρρευσαν σε μία νύχτα. Κανείς δεν το περίμενε. Κάποια στιγμή έπεσαν σε παγόβουνο. Πολλοί άκουσαν τον κρότο, λίγοι κατάλαβαν ότι το καράβι θα βούλιαζε. Στο τέλος, όλοι έτρεχαν να γλιτώσουν και έπεφταν στη θάλασσα σαν τα ποντίκια. Ετσι έμοιαζαν οι τελευταίες ημέρες στις τράπεζες που πτώχευσαν και σε αυτές που σώθηκαν στο παρά πέντε».
Με τον τρόπο αυτό θέλησε να περιγράψει τις τελευταίες ημέρες που έζησε ο Γ.Σ. ως στέλεχος σε μία από τις μεγάλες τράπεζες που πτώχευσαν λόγω της πιστωτικής κρίσης. Στο τραπέζι, δίπλα του, ο Α.Σ., ο νεότερος της παρέας, και ο Κ.Β., ένας ακόμη Ελληνας που εργαζόταν σε άλλη τράπεζα, η οποία βρέθηκε στη δίνη της κρίσης και προχώρησε σε χιλιάδες απολύσεις. Ενας από τους απολυμένους ήταν και αυτός. «Στη δική μου τράπεζα προτίμησαν να αναβαθμίσουν Ινδούς και άλλους εργαζόμενους χαμηλού κόστους. Ελληνες, Γερμανοί και Αμερικανοί από όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας βρεθήκαμε πρώτοι στη λίστα των απολυμένων. Αυτό έγινε σε πολλές τράπεζες, ειδικά σε αυτές που έχουν μεγάλη παρουσία σε πολλές χώρες», λέει ο Κ.Β.
Η συζήτηση έγινε σε ένα καφενεδάκι την περασμένη Κυριακή, το απόγευμα. Ο ένας εργαζόταν στο Σίτι του Λονδίνου και ο άλλος στη Νέα Υόρκη. Η καριέρα τους στον τραπεζικό κλάδο, ύστερα από 16 χρόνια για τον Κ.Β. και 22 χρόνια για τον Γ.Σ., δεν έχει τελειώσει. Για τον Α.Σ. η καριέρα μόλις είχε αρχίσει στο Λονδίνο. Εργαζόταν μόλις ενάμιση χρόνο. Γι' αυτό ζήτησαν να μην αναφερθούν τα ονόματά τους και οι τράπεζες στις οποίες εργάστηκαν. Ωστόσο, μάς περιγράφουν με λεπτομέρειες το πώς φτάσαμε στην κρίση και τι έζησαν οι εργαζόμενοι και τα «χρυσά αγόρια» της Wall Street ένα μήνα πριν, όταν ο ένας τραπεζικός κολοσσός κατάρρεε μετά τον άλλον.
Οι αιτίες
Η κρίση δεν γίνεται από τη μία μέρα στην άλλη. Το πρόβλημα ξεκίνησε από τη στιγμή που οι τράπεζες εγκατέλειψαν τους παραδοσιακούς τραπεζικούς κανόνες. Σταδιακά αποσύρονταν παραδοσιακοί τραπεζίτες και αναλάμβαναν «σύγχρονα» στελέχη, με υψηλούς στόχους και γνώστες των λεγόμενων σύνθετων χρηματοοικονομικών εργαλείων.
Ο παραδοσιακός τραπεζίτης κοιτά δύο πράγματα: καταθέσεις και δάνεια. Αυτό είναι το ισοζύγιό του και προσπαθεί να το διατηρεί σε ισορροπία. «Η χρηματιστηριοποίηση των τραπεζών, από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, άφησε πίσω τον κανόνα αυτόν. Τώρα ο στόχος είναι η αύξηση των κερδών μέσω των πωλήσεων. Η μανία για πωλήσεις προκάλεσε τη δημιουργία ευφάνταστων προϊόντων. Δόθηκε έμφαση στην πώληση δανείων και καρτών και εγκαταλείφθηκε το κυνήγι των καταθέσεων», εξηγεί ο Κ.Β.
Η πίεση και ο ανταγωνισμός για πωλήσεις ανάγκασε τις τράπεζες να δημιουργούν συνεχώς νέα προϊόντα για να πουλούν. Δημιουργήθηκαν δομημένα προϊόντα, τόσο σύνθετα που η διαφάνεια σιγά σιγά χάθηκε. Δημιουργήθηκαν δάνεια για δανειολήπτες που δεν έπρεπε να πάρουν δάνειο. Δηλαδή δεν είχαν τα απαραίτητα εισοδήματα ή είχαν κακό πιστοληπτικό ιστορικό. Πρόκειται για τα δάνεια subprime. Οταν οι δανειολήπτες αυτοί δεν μπόρεσαν τελικά να πληρώσουν τις δόσεις, οι τράπεζες έμειναν με τα προσημειωμένα ακίνητα, τα οποία έπρεπε να πουλήσουν. Ετσι εκτοξεύθηκαν οι κατασχέσεις, οι πλειστηριασμοί και επιταχύνθηκε η πτώση των τιμών ακινήτων, κυρίως στις ΗΠΑ.
Αλλά, αυτό αποτελεί ένα μόνο μέρος του προβλήματος. Η μεγάλη φούσκα δημιουργήθηκε από ένα «πλέγμα» παράγωγων προϊόντων και τιτλοποιημένων δανείων που η μία τράπεζα πουλούσε στην άλλη.
«Είχε δημιουργηθεί μία αγορά που λειτουργούσε στα όρια της επιστημονικής φαντασίας», λέει ο Α.Σ. Οι τράπεζες μετέτρεψαν τα δάνεια subprime σε ομόλογα. Δηλαδή τα τιτλοποίησαν. Πουλούσαν τα ομόλογα αυτά, μετέθεταν τον κίνδυνο στον αγοραστή και έπαιρναν ρευστότητα, την οποία χρησιμοποιούσαν για τη χορήγηση νέων δανείων subprime. Για να αντισταθμιστεί ο κίνδυνος, οι τράπεζες δημιούργησαν παράγωγα προϊόντα που εξασφάλιζαν όσους είχαν πάρει τιτλοποιημένα δάνεια subprime.
Οι επενδυτές (τράπεζες, ασφαλιστικές κ.λπ.) που είχαν αγοράσει τιτλοποιημένα δάνεια subprime δέχονταν να πληρώνουν ένα ασφάλιστρο κινδύνου στην τράπεζα. Δηλαδή οι τράπεζες εισέπρατταν ασφάλιστρα για να αποζημιώσουν τον αγοραστή του τιτλοποιημένου subprime σε περίπτωση επισφάλειας (του ομολόγου). Οι καταβολές αυτές αντιστοιχούσαν σε συγκεκριμένες απαιτήσεις (αποζημίωσης) των επενδυτών. Οι τράπεζες τιτλοποίησαν και αυτές τις απαιτήσεις και τις πούλησαν σε άλλους επενδυτές (τράπεζες, χρηματιστηριακές, ασφαλιστικές κ.λπ.). Οι επενδυτές αυτοί κέρδιζαν υψηλές αποδόσεις, αλλά είχαν την υποχρέωση να αποζημιώσουν τους αγοραστές των τιτλοποιημένων subprime σε περίπτωση επισφάλειας. Δηλαδή η μία τράπεζα μετέθετε τον κίνδυνο στην άλλη, υποσχόμενη υψηλότερες αποδόσεις. Ταυτόχρονα υπήρχαν οργανισμοί που ασφάλιζαν ομόλογα και δάνεια, ενώ δημιουργήθηκαν και παράγωγα προϊόντα για να εξασφαλίζονται όσοι... ασφάλιζαν τους κινδύνους άλλων... Ολοι αυτοί οι κίνδυνοι μετατράπηκαν σταδιακά σε «στοιχήματα» στην αγορά παραγώγων.
Παρ' όλα αυτά, όλα έδειχναν ότι λειτουργούσαν σαν μια καλοκουρδισμένη μηχανή. Στην πραγματικότητα ήταν αέρας. «Απλώς έκλειναν τα βιβλία. Θεωρητικά, φυσικά. Αλλά αυτό ήταν αρκετό για τα σύγχρονα τραπεζικά στελέχη. Αρκεί να κλείνουν σωστά τα βιβλία. Δηλαδή, κάτι σαν δημιουργική λογιστική», συμπληρώνει ο Σ.Γ.
«Αυτό δεν μπορούσε να κρατήσει για πολύ. Δεν γίνεται να δημιουργούνται κέρδη από το τίποτα. Η μία τράπεζα πουλούσε στην άλλη βόμβες και το θέμα ήταν σε ποια χέρια θα έσκαγαν. Και οι βόμβες έσκασαν, όταν οι δανειολήπτες που δεν έπρεπε να πάρουν δάνειο, τελικά δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους», είπε ο Κ.Β.
Οταν αυξήθηκαν οι επισφάλειες των δανείων subprime, τότε η μία τράπεζα ζητούσε την αποζημίωσή της από την άλλη και αυξήθηκε το κόστος ασφάλισης κινδύνων. Αυτό προκάλεσε την πρώτη στενότητα στη ρευστότητα. Μετά τα προβλήματα προέκυπταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Στο μεταξύ, οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί είχαν ρίξει τις τιμές των ακινήτων περαιτέρω και, κατά συνέπεια, την αξία των καλύψεων που είχαν μέχρι εκείνη την ημέρα οι τράπεζες.
Η έλλειψη ρευστότητας είχε κορυφωθεί. Μετά το ένα έφερε το άλλο. Η κρίση παρέσυρε και όσες επιχειρήσεις είχαν επενδύσει σε τίτλους που είχαν σχέση με δάνεια subprime. Μετά η κρίση ρευστότητας στην αγορά εκτόξευσε το κόστος χρήματος στη διατραπεζική αγορά. Αυτό επιβάρυνε όλες τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Το πρόβλημα έγινε ακόμα πιο μεγάλο εξαιτίας της ανατίμησης των πρώτων υλών, προκαλώντας πληθωριστικές πιέσεις. Ορισμένες τράπεζες και επενδυτικοί οίκοι, όπως η Lehman, προσπαθώντας να αντισταθμίσουν τις ζημιές από τα subprime, έπαιξαν στις αγορές εμπορευμάτων οδηγώντας τις τιμές του πετρελαίου και άλλων πρώτων υλών ακόμα πιο ψηλά. Ή τουλάχιστον πόνταραν σε πιο υψηλές τιμές. Η απότομη πτώση των τιμών ενέτεινε την κατάρρευση της Lehman.
Ποιος κέρδισε
«Δεν σεβαστήκαμε βασικούς κανόνες της οικονομίας. Και αυτό πληρώνουμε όλοι τώρα», επισημαίνουν.
Από τη στιγμή που χάθηκαν τόσα χρήματα, ποιος τα κέρδισε; «Τώρα κανείς. Χάθηκαν φανταστικά χρήματα από φανταστικά κέρδη, τα οποία είχαν προεξοφληθεί νωρίτερα. Τα κέρδη είχαν πραγματοποιηθεί πριν από την κρίση και είχαν διοχετευθεί στις αγορές, τα χρηματιστήρια και την πραγματική οικονομία με οικοδομές, αυτοκίνητα, πισίνες κ.λπ. Απλώς τώρα έσκασε η φούσκα και όλοι ζητούν τα χρήματα πίσω. Οι αγορές, οι επενδυτές, οι κατασκευαστές κ.λπ. Είχαν κερδίσει πριν. Ή έτσι πίστευαν», εξηγεί ο Κ.Β.
Η 14η Σεπτεμβρίου
«Εμείς ενημερωνόμασταν από τις εφημερίδες για τυχόν πτώχευση ή για τους πιθανούς αγοραστές μας. Στην τράπεζα, κατά τα άλλα λειτουργούσαν κανονικά. Γίνονταν συνέδρια. Καλούσαμε προσωπικότητες για ομιλιτές. Για να φανταστείτε, η Lehman ένα Σαββατοκύριακο πριν πτωχεύσει, είχε διοργανώσει στη Νέα Υόρκη συνέδριο για το μέλλον των αγορών με προσκεκλημένους από όλο τον κόσμο. Την Κυριακή, 14 Σεπτεμβρίου, δηλαδή μία ημέρα πριν πτωχεύσει, τα στελέχη της έπιναν ποτά στα μπαράκια του Σίτι. Επιναν στην υγειά του νέου αγοραστή. Το θεωρούσαν δεδομένο.
Και οι απολύσεις έγιναν χωρίς προειδοποίηση και με σχεδόν πανομοιότυπο τρόπο στις περισσότερες περιπτώσεις. Ο Κ.Β. μας λέει την εξής ιστορία: «Μου είπε φίλος που εργαζόταν σε μία από τις μεγάλες αμερικανικές τράπεζες που εξαγοράστηκε πρόσφατα το εξής: Καθώς εισέρχονταν οι εργαζόμενοι το πρωί, στην είσοδο υπήρχε ασφάλεια και ρωτούσε το όνομα. Αν υπήρχε στη λίστα, ένας άλλος υπάλληλος έφερνε μία κούτα και έλεγε: Εχετε απολυθεί. Παρακαλούμε πάρτε τα προσωπικά σας αντικείμενα. Ευχαριστούμε. Ξέρετε πόσος κόσμος απολύθηκε με αυτό τον τρόπο;»
Ο Α.Σ. αναφέρει τη δική του περίπτωση. «Σε εμάς τα πράγματα ήταν πιο απλά. Την Παρασκευή μάς ανακοινώθηκε ότι η τράπεζα θα πουληθεί για να συνεχίσει τη λειτουργία της. Τη Δευτέρα το πρωί διαβάσαμε στις εφημερίδες και ακούσαμε στις ειδήσεις ότι η τράπεζα πτώχευσε. Πήγαμε στα γραφείο μας, όπου υπήρχαν έτοιμες άδειες κούτες στους διαδρόμους. Μαζέψαμε τα πράγματά μας και φύγαμε».
Ισως έπρεπε να συμβεί αυτή η κρίση για να συνέλθει το σύστημα, παρατηρούν και οι δύο. Η πρόσφατη απόφαση στις ΗΠΑ που ανάγκασε τις επενδυτικές τράπεζες να γίνουν τραπεζικοί όμιλοι και να διέπονται από τραπεζικά κριτήρια έγινε για να δοθεί τέλος στον παραλογισμό. Με απλά λόγια ο Πόλσον και ο Μπερνάκι είπαν: Επιτέλους, ας γίνετε πάλι τράπεζες.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyagor_1_26/10/2008_289798
No comments:
Post a Comment