Του Nicolas Veron*
Παρά τη βελτίωση των συνθηκών στην αγορά, τα θεμελιώδη προβλήματα σχεδιασμού της Ευρωζώνης εξακολουθούν να μην έχουν λυθεί. Ακόμα και ο κινητήριος μοχλός στην ψυχολογία των επενδυτών, οι δραστηριότητες αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μέσω της προσφοράς φθηνής ρευστότητας προς τις τράπεζες, δημιουργεί τους δικούς του κινδύνους. Μερικές σκληρές πραγματικότητες όχι μόνο δεν έχουν αλλάξει, αλλά μπορεί ακόμα να έχουν καταστεί και αναπόφευκτες.
Πρώτον, στον πυρήνα της κρίσης είναι η σταδιακή απώλεια της λειτουργίας των ομολόγων της Ευρωζώνης ως ομολόγων αναφοράς. Οι κρατικοί τίτλοι «μηδενικού κινδύνου» αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία έχουν οικοδομηθεί τα πολύπλοκα χρηματοοικονομικά συστήματα. Ομως καθώς τα ομόλογα χωρών της Ευρωζώνης θεωρούνται ότι εμπεριέχουν τον κίνδυνο της μη πληρωμής (ή πιστωτικό κίνδυνο), το οικοδόμημα καθίσταται ολοένα πιο ασταθές. Οπως έχουν τα πράγματα, ακόμα και η Γερμανία θεωρείται απίθανο να αποφύγει για πολύ ακόμα κάποια υποβάθμιση του χρέους της. Συνεπώς, η νομισματική ένωση θα καθίσταται όλο και πιο ασταθής εάν δεν δημιουργηθεί ένας αξιόπιστος τίτλος σύγκρισης για το σύνολο της Ευρωζώνης, ο οποίος θα στηρίζεται είτε από μία κοινή εγγύηση των κρατών-μελών είτε σε μία κεντρική αρχή με αρμοδιότητα την αύξηση φόρων. Η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) αποτελεί ένα πολύ μικρό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Δεύτερον, ο πιστωτικός κίνδυνος του κρατικού χρέους δημιουργεί προβλήματα στα εγχώρια τραπεζικά συστήματα, που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για την επίλυση των τραπεζικών κρίσεων. Το σχέδιο αναχρηματοδότησης των τραπεζών που ανακοινώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου είναι βέβαιο ότι συνιστά λανθασμένη πολιτική. Το θλιβερό συμπέρασμα είναι ότι η μακροχρόνια τραπεζική αστάθεια της Ευρώπης δεν μπορεί να επιλυθεί όσο δεν έχει επιδιορθωθεί το ίδιο το δημοσιονομικό πλαίσιο της Ευρωζώνης. Οι ηγέτες μπορούν να στηρίξουν το τραπεζικό σύστημα μέσω της επέκτασης μιας εγγύησης της Ευρωζώνης προς το εθνικά συστήματα ασφάλειας των καταθέσεων, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος μιας μαζικής εξόδου καταθέσεων, ωστόσο δεν μπορούν να ελπίζουν σε μια αποκατάσταση της ευρωστίας του προτού του δώσουν νέες βάσεις με τα ομόλογα της Ευρωζώνης.
Τρίτον, η διαδικασία επίλυσης των κρίσεων δεν εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την έξυπνη χρηματοοικονομική τεχνική, αλλά από τις πολιτικές και θεσμικές καινοτομίες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Το πολιτικό πλαίσιο της Ευρωζώνης ραγίζει από τα θεμέλια. Καθώς τα εθνικά πολιτικά συστήματα χάνουν την αυτονομία τους, τα υπάρχοντα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα παραμένουν πολύ αδύναμα και όχι δημοκρατικά αρκετά για να παράσχουν το κατάλληλο πλαίσιο για τη διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων.
Οι προκλήσεις αυτές αντικατοπτρίζονται στο σημερινό κεντρικό πεδίο μάχης, την Ελλάδα. Η γερμανική κυβέρνηση φαίνεται να έχει αποδεχθεί το γεγονός ότι μια έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα μπορούσε να πυροδοτήσει καταστροφικές μεταδοτικές συνέπειες, όμως το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν κάνει την απαραίτητη προσαρμογή. Εάν καταλήξει σε αυτό το ψυχρό ερώτημα, η πλειοψηφία των Ελλήνων (αν και όχι όλοι) ενδέχεται να προτιμήσει την παραμονή στο ευρώ από μία μαξιμαλιστική υπεράσπιση της οικονομικής κυριαρχίας της χώρας του. Αλλά αυτή η εθνική κυριαρχία θα πρέπει να μεταβιβαστεί σε μία δημοκρατική οντότητα στην οποία θα έχουν διακύβευμα οι Ελληνες, και όχι η Γερμανία ή οι «Μερκοζί», προκειμένου να καταστεί βιώσιμο το αντάλλαγμα. Με άλλα λόγια, η ουσιαστική αναβάθμιση των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την τελική επίλυση του ελληνικού προβλήματος.
* Eρευνητής στο ινστιτούτο Bruegel των Βρυξελλών.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyagor_1_14/02/2012_472426
Παρά τη βελτίωση των συνθηκών στην αγορά, τα θεμελιώδη προβλήματα σχεδιασμού της Ευρωζώνης εξακολουθούν να μην έχουν λυθεί. Ακόμα και ο κινητήριος μοχλός στην ψυχολογία των επενδυτών, οι δραστηριότητες αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μέσω της προσφοράς φθηνής ρευστότητας προς τις τράπεζες, δημιουργεί τους δικούς του κινδύνους. Μερικές σκληρές πραγματικότητες όχι μόνο δεν έχουν αλλάξει, αλλά μπορεί ακόμα να έχουν καταστεί και αναπόφευκτες.
Πρώτον, στον πυρήνα της κρίσης είναι η σταδιακή απώλεια της λειτουργίας των ομολόγων της Ευρωζώνης ως ομολόγων αναφοράς. Οι κρατικοί τίτλοι «μηδενικού κινδύνου» αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία έχουν οικοδομηθεί τα πολύπλοκα χρηματοοικονομικά συστήματα. Ομως καθώς τα ομόλογα χωρών της Ευρωζώνης θεωρούνται ότι εμπεριέχουν τον κίνδυνο της μη πληρωμής (ή πιστωτικό κίνδυνο), το οικοδόμημα καθίσταται ολοένα πιο ασταθές. Οπως έχουν τα πράγματα, ακόμα και η Γερμανία θεωρείται απίθανο να αποφύγει για πολύ ακόμα κάποια υποβάθμιση του χρέους της. Συνεπώς, η νομισματική ένωση θα καθίσταται όλο και πιο ασταθής εάν δεν δημιουργηθεί ένας αξιόπιστος τίτλος σύγκρισης για το σύνολο της Ευρωζώνης, ο οποίος θα στηρίζεται είτε από μία κοινή εγγύηση των κρατών-μελών είτε σε μία κεντρική αρχή με αρμοδιότητα την αύξηση φόρων. Η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) αποτελεί ένα πολύ μικρό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Δεύτερον, ο πιστωτικός κίνδυνος του κρατικού χρέους δημιουργεί προβλήματα στα εγχώρια τραπεζικά συστήματα, που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για την επίλυση των τραπεζικών κρίσεων. Το σχέδιο αναχρηματοδότησης των τραπεζών που ανακοινώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου είναι βέβαιο ότι συνιστά λανθασμένη πολιτική. Το θλιβερό συμπέρασμα είναι ότι η μακροχρόνια τραπεζική αστάθεια της Ευρώπης δεν μπορεί να επιλυθεί όσο δεν έχει επιδιορθωθεί το ίδιο το δημοσιονομικό πλαίσιο της Ευρωζώνης. Οι ηγέτες μπορούν να στηρίξουν το τραπεζικό σύστημα μέσω της επέκτασης μιας εγγύησης της Ευρωζώνης προς το εθνικά συστήματα ασφάλειας των καταθέσεων, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος μιας μαζικής εξόδου καταθέσεων, ωστόσο δεν μπορούν να ελπίζουν σε μια αποκατάσταση της ευρωστίας του προτού του δώσουν νέες βάσεις με τα ομόλογα της Ευρωζώνης.
Τρίτον, η διαδικασία επίλυσης των κρίσεων δεν εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την έξυπνη χρηματοοικονομική τεχνική, αλλά από τις πολιτικές και θεσμικές καινοτομίες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Το πολιτικό πλαίσιο της Ευρωζώνης ραγίζει από τα θεμέλια. Καθώς τα εθνικά πολιτικά συστήματα χάνουν την αυτονομία τους, τα υπάρχοντα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα παραμένουν πολύ αδύναμα και όχι δημοκρατικά αρκετά για να παράσχουν το κατάλληλο πλαίσιο για τη διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων.
Οι προκλήσεις αυτές αντικατοπτρίζονται στο σημερινό κεντρικό πεδίο μάχης, την Ελλάδα. Η γερμανική κυβέρνηση φαίνεται να έχει αποδεχθεί το γεγονός ότι μια έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα μπορούσε να πυροδοτήσει καταστροφικές μεταδοτικές συνέπειες, όμως το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν κάνει την απαραίτητη προσαρμογή. Εάν καταλήξει σε αυτό το ψυχρό ερώτημα, η πλειοψηφία των Ελλήνων (αν και όχι όλοι) ενδέχεται να προτιμήσει την παραμονή στο ευρώ από μία μαξιμαλιστική υπεράσπιση της οικονομικής κυριαρχίας της χώρας του. Αλλά αυτή η εθνική κυριαρχία θα πρέπει να μεταβιβαστεί σε μία δημοκρατική οντότητα στην οποία θα έχουν διακύβευμα οι Ελληνες, και όχι η Γερμανία ή οι «Μερκοζί», προκειμένου να καταστεί βιώσιμο το αντάλλαγμα. Με άλλα λόγια, η ουσιαστική αναβάθμιση των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την τελική επίλυση του ελληνικού προβλήματος.
* Eρευνητής στο ινστιτούτο Bruegel των Βρυξελλών.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyagor_1_14/02/2012_472426
No comments:
Post a Comment