Του Αριστείδη Μάρτη*
Στη συζήτηση για τη μείωση των μισθών και στον ιδιωτικό τομέα υπερισχύει ο συναισθηματισμός και όχι η λογική και υπάρχει κίνδυνος να επαναληφθεί το έγκλημα του 2000, όταν απορρίφθηκε η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, με αποτέλεσμα σήμερα να έχουν επιβληθεί οδυνηρές περικοπές στις συντάξεις και αύριο πολύ μεγάλες και άνισες περικοπές στους πραγματικούς μισθούς, όπως στην Αργεντινή (33% με 50%) όταν δεν εφήρμοσε το σταθεροποιητικό πρόγραμμα.
Η βασικότερη αιτία της ύφεσης είναι η κατά 25% περίπου υποχώρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελλάδος την περίοδο 2000 - 2009, με αποτέλεσμα το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών από 5% του ΑΕΠ το 2005 (14,5% το 2008) να εκτιναχθεί στο 9% το 2011, παρά την ύφεση. Το υψηλό έλλειμμα αποτελεί τροχοπέδη στην ανάκαμψη και η χειροτέρευσή του οφείλεται κυρίως στις υπερβολικές ονομαστικές μισθολογικές αυξήσεις (6% περίπου και 2% στην Ευρωζώνη). Καθώς όμως το μισθολογικό κόστος στον ιδιωτικό τομέα επηρεάζει άμεσα τον πληθωρισμό (οι αυξομειώσεις στο Δημόσιο επηρεάζουν κυρίως το δημοσιονομικό έλλειμμα), που ήταν επίσης υψηλότερος στην Ελλάδα, η άνοδος των πραγματικών μισθών ήταν σαφώς μικρότερη. Η ανταγωνιστικότητα επηρεάζεται άμεσα και από τα κέρδη, αλλά μετά μία περίοδο υψηλής κερδοφορίας, σήμερα λίγες επιχειρήσεις είναι κερδοφόρες.
Η επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας, εκτός της άμεσης αρνητικής επίδρασης στα δημοσιονομικά (συρρίκνωση της φοροδοτικής δυνατότητας και αύξηση επιδομάτων ανεργίας), οδήγησε με υστέρηση στην απότομη άνοδο της ανεργίας στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (25%). Σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, δεδομένης της παραγωγικής δυναμικότητας, της τεχνολογικής εξέλιξης και της ποιότητος των υπηρεσιών που προσφέρει το Δημόσιο, υπερβολικές αυξήσεις μισθών ή κερδών εντείνουν τις μακροοικονομικές ανισορροπίες και τελικά προκαλούν σημαντική αύξηση της ανεργίας. Τα κράτη που αγνόησαν τα προφανή, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιρλανδία στις οποίες το μισθολογικό κόστος αυξήθηκε υπερβολικά (2000 - 2009), η ανεργία έφθασε το 2011 σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από τη μακροχρόνια τάση. Στην πλειοψηφία των κρατών της Ευρωζώνης, όπου οι αυξήσεις ήσαν πλησίον του μ.ο. της Ευρωζώνης, η ανεργία δεν αυξήθηκε πολύ. Στη Γερμανία, όπου κοινωνικοί εταίροι συμφώνησαν να είναι οι μισθολογικές αυξήσεις μικρότερες από τον μ.ο. (και κατά τη διάρκεια της κρίσης απεδέχθησαν περικοπές ώστε να μην κλείσουν παραγωγικές μονάδες), η ανεργία στο τέλος του 2011 έπεσε στο χαμηλότερο επίπεδο (5,5%) των τελευταίων 25 ετών.
Εάν οι μισθολογικές αυξήσεις δεν επηρέαζαν την ανταγωνιστικότητα, το ΑΕΠ και την ανεργία, λογικά το εργαλείο-θαύμα για την ανάπτυξη και την εξάλειψη του δημοσιονομικού ελλείμματος θα ήταν μεγάλες μισθολογικές αυξήσεις. Αλλοι υποστηρικτές της δραχμοποίησης αγνοούν ότι η υποτίμηση συχνά οδηγεί άμεσα σε σημαντική μείωση μισθών και μεσομακροπρόθεσμα σε στασιμοπληθωρισμό, όπως στην Ελλάδα μεταξύ 1980 - 93 (μέσος ρυθμός πληθωρισμού 17%, ανάπτυξη 0,7% και τριπλασιασμός του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ). Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, που πάσχει από αδύναμη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, το μισθολογικό κόστος επηρεάζει άμεσα την ανταγωνιστικότητα διότι μεταξύ άλλων συρρικνώνει και την παραγωγική βάση (στάσιμη προστιθέμενη αξία στη βιομηχανία 2000 - 08 - 11) ενώ διογκώνει εσωστρεφείς κλάδους (πάνω από 50% αύξηση στο εισαγωγικό λιανεμπόριο, διασκέδαση, υπηρεσίες για στέγαση, διατροφή και επισκευές αυτοκινήτων κ.λπ.) μέχρι το 2009, που ευημέρησαν προσωρινά λόγω της υπερκατανάλωσης με δανεικά. Στη χώρα μας δε, η αύξηση της παραγωγικότητας τα προηγούμενα χρόνια ήταν σε μεγάλο βαθμό πλασματική διότι συνδέεται εν μέρει με αύξηση σε μη παραγωγικές δραστηριότητες (π.χ. υπερκέρδη σε διάφορες –ως άνω– μη παραγωγικές υπηρεσίες και αύξηση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων με υψηλότερο μισθό από τον ιδιωτικό τομέα). Ενώ σε χώρες με μεγάλη εξωστρέφεια και υψηλό τεχνολογικό επίπεδο οι αυξήσεις μισθών έχουν πολύ μικρότερη επίπτωση, διότι μεταξύ άλλων αντισταθμίζονται σε μεγάλο βαθμό από την ταχεία άνοδο της παραγωγικότητας σε τομείς μέσης/υψηλής τεχνολογίας, όπου η Ελλάδα υστερεί.
Η μείωση μισθών θα επιφέρει για μερικούς μήνες μια αναλογικά πολύ μικρότερη μείωση του ΑΕΠ. Γρήγορα, όμως, η άνοδος των εξαγωγών και η μείωση των εισαγωγών θα υπεραντισταθμίσουν την αρνητική αυτή επίπτωση, με αποτέλεσμα έπειτα από λίγο να αυξηθεί και η απασχόληση. Ητοι το οικογενειακό εισόδημα θα αρχίσει με μικρή υστέρηση να αυξάνεται παρ’ όλη τη μείωση του μέσου μισθού. Επιπλέον, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας θα θέσει τα θεμέλια για διατηρήσιμη εξωστρεφή ανάπτυξη και θα συνδράμει στην εξαφάνιση του φαύλου κύκλου: ύφεση - δημοσιονομικά ελλείμματα - πρόσθετοι φόροι - μεγαλύτερη ύφεση. Αλλο ουσιαστικό πλεονέκτημα είναι ότι θα βοηθήσει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία (προϋπόθεση για την ανάπτυξη σε χώρες με ανεπάρκεια αποταμίευσης είναι η εισροή ξένων κεφαλαίων), καθώς θα αποδείξει ότι οι Ελληνες είναι ικανοί να κάνουν μια συλλογική επώδυνη προσπάθεια προκειμένου να βγει η χώρα γρήγορα από την κρίση. Τέλος, η μείωση μισθών θα οδηγήσει στη μείωση του τιμαρίθμου, ήτοι η υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης του μισθωτού και συνταξιούχου θα είναι αρκετά μικρότερη.
Η μείωση μισθών δεν θα ήταν μονόδρομος εάν είχαν προχωρήσει οι μεταρρυθμίσεις (άνοιγμα επαγγελμάτων, ευελιξία στην αγορά εργασίας και προϊόντων, απλοποίηση γραφειοκρατίας, καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, βελτίωση των δικαστικών διαδικασιών κ.λπ.) που θα ηύξαναν σημαντικά την παραγωγικότητα. Αλλά επειδή πολλές απ’ αυτές νομοθετούνται σήμερα και οι θετικές επιπτώσεις θα αργήσουν να φανούν, επιβάλλεται μια οργανωμένη και κλιμακωτή (μέσω επιχειρησιακών συμβάσεων, που έχει ήδη αρχίσει ή/και νομοθετική) μείωση μισθών για να μην είναι κοινωνικά άδικη (όπως θα συμβεί εάν υπάρξει ασύντακτη μείωση μισθών με υποτίμηση) και για να σταματήσει γρήγορα ο κατήφορος της ύφεσης και ο ανήφορος της ανεργίας (ένας στους δύο νέους είναι άνεργος).
*Ο κ. Αριστείδης Μάρτης είναι τ. τραπεζίτης.
Στη συζήτηση για τη μείωση των μισθών και στον ιδιωτικό τομέα υπερισχύει ο συναισθηματισμός και όχι η λογική και υπάρχει κίνδυνος να επαναληφθεί το έγκλημα του 2000, όταν απορρίφθηκε η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, με αποτέλεσμα σήμερα να έχουν επιβληθεί οδυνηρές περικοπές στις συντάξεις και αύριο πολύ μεγάλες και άνισες περικοπές στους πραγματικούς μισθούς, όπως στην Αργεντινή (33% με 50%) όταν δεν εφήρμοσε το σταθεροποιητικό πρόγραμμα.
Η βασικότερη αιτία της ύφεσης είναι η κατά 25% περίπου υποχώρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελλάδος την περίοδο 2000 - 2009, με αποτέλεσμα το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών από 5% του ΑΕΠ το 2005 (14,5% το 2008) να εκτιναχθεί στο 9% το 2011, παρά την ύφεση. Το υψηλό έλλειμμα αποτελεί τροχοπέδη στην ανάκαμψη και η χειροτέρευσή του οφείλεται κυρίως στις υπερβολικές ονομαστικές μισθολογικές αυξήσεις (6% περίπου και 2% στην Ευρωζώνη). Καθώς όμως το μισθολογικό κόστος στον ιδιωτικό τομέα επηρεάζει άμεσα τον πληθωρισμό (οι αυξομειώσεις στο Δημόσιο επηρεάζουν κυρίως το δημοσιονομικό έλλειμμα), που ήταν επίσης υψηλότερος στην Ελλάδα, η άνοδος των πραγματικών μισθών ήταν σαφώς μικρότερη. Η ανταγωνιστικότητα επηρεάζεται άμεσα και από τα κέρδη, αλλά μετά μία περίοδο υψηλής κερδοφορίας, σήμερα λίγες επιχειρήσεις είναι κερδοφόρες.
Η επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας, εκτός της άμεσης αρνητικής επίδρασης στα δημοσιονομικά (συρρίκνωση της φοροδοτικής δυνατότητας και αύξηση επιδομάτων ανεργίας), οδήγησε με υστέρηση στην απότομη άνοδο της ανεργίας στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (25%). Σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, δεδομένης της παραγωγικής δυναμικότητας, της τεχνολογικής εξέλιξης και της ποιότητος των υπηρεσιών που προσφέρει το Δημόσιο, υπερβολικές αυξήσεις μισθών ή κερδών εντείνουν τις μακροοικονομικές ανισορροπίες και τελικά προκαλούν σημαντική αύξηση της ανεργίας. Τα κράτη που αγνόησαν τα προφανή, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιρλανδία στις οποίες το μισθολογικό κόστος αυξήθηκε υπερβολικά (2000 - 2009), η ανεργία έφθασε το 2011 σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από τη μακροχρόνια τάση. Στην πλειοψηφία των κρατών της Ευρωζώνης, όπου οι αυξήσεις ήσαν πλησίον του μ.ο. της Ευρωζώνης, η ανεργία δεν αυξήθηκε πολύ. Στη Γερμανία, όπου κοινωνικοί εταίροι συμφώνησαν να είναι οι μισθολογικές αυξήσεις μικρότερες από τον μ.ο. (και κατά τη διάρκεια της κρίσης απεδέχθησαν περικοπές ώστε να μην κλείσουν παραγωγικές μονάδες), η ανεργία στο τέλος του 2011 έπεσε στο χαμηλότερο επίπεδο (5,5%) των τελευταίων 25 ετών.
Εάν οι μισθολογικές αυξήσεις δεν επηρέαζαν την ανταγωνιστικότητα, το ΑΕΠ και την ανεργία, λογικά το εργαλείο-θαύμα για την ανάπτυξη και την εξάλειψη του δημοσιονομικού ελλείμματος θα ήταν μεγάλες μισθολογικές αυξήσεις. Αλλοι υποστηρικτές της δραχμοποίησης αγνοούν ότι η υποτίμηση συχνά οδηγεί άμεσα σε σημαντική μείωση μισθών και μεσομακροπρόθεσμα σε στασιμοπληθωρισμό, όπως στην Ελλάδα μεταξύ 1980 - 93 (μέσος ρυθμός πληθωρισμού 17%, ανάπτυξη 0,7% και τριπλασιασμός του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ). Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, που πάσχει από αδύναμη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, το μισθολογικό κόστος επηρεάζει άμεσα την ανταγωνιστικότητα διότι μεταξύ άλλων συρρικνώνει και την παραγωγική βάση (στάσιμη προστιθέμενη αξία στη βιομηχανία 2000 - 08 - 11) ενώ διογκώνει εσωστρεφείς κλάδους (πάνω από 50% αύξηση στο εισαγωγικό λιανεμπόριο, διασκέδαση, υπηρεσίες για στέγαση, διατροφή και επισκευές αυτοκινήτων κ.λπ.) μέχρι το 2009, που ευημέρησαν προσωρινά λόγω της υπερκατανάλωσης με δανεικά. Στη χώρα μας δε, η αύξηση της παραγωγικότητας τα προηγούμενα χρόνια ήταν σε μεγάλο βαθμό πλασματική διότι συνδέεται εν μέρει με αύξηση σε μη παραγωγικές δραστηριότητες (π.χ. υπερκέρδη σε διάφορες –ως άνω– μη παραγωγικές υπηρεσίες και αύξηση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων με υψηλότερο μισθό από τον ιδιωτικό τομέα). Ενώ σε χώρες με μεγάλη εξωστρέφεια και υψηλό τεχνολογικό επίπεδο οι αυξήσεις μισθών έχουν πολύ μικρότερη επίπτωση, διότι μεταξύ άλλων αντισταθμίζονται σε μεγάλο βαθμό από την ταχεία άνοδο της παραγωγικότητας σε τομείς μέσης/υψηλής τεχνολογίας, όπου η Ελλάδα υστερεί.
Η μείωση μισθών θα επιφέρει για μερικούς μήνες μια αναλογικά πολύ μικρότερη μείωση του ΑΕΠ. Γρήγορα, όμως, η άνοδος των εξαγωγών και η μείωση των εισαγωγών θα υπεραντισταθμίσουν την αρνητική αυτή επίπτωση, με αποτέλεσμα έπειτα από λίγο να αυξηθεί και η απασχόληση. Ητοι το οικογενειακό εισόδημα θα αρχίσει με μικρή υστέρηση να αυξάνεται παρ’ όλη τη μείωση του μέσου μισθού. Επιπλέον, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας θα θέσει τα θεμέλια για διατηρήσιμη εξωστρεφή ανάπτυξη και θα συνδράμει στην εξαφάνιση του φαύλου κύκλου: ύφεση - δημοσιονομικά ελλείμματα - πρόσθετοι φόροι - μεγαλύτερη ύφεση. Αλλο ουσιαστικό πλεονέκτημα είναι ότι θα βοηθήσει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία (προϋπόθεση για την ανάπτυξη σε χώρες με ανεπάρκεια αποταμίευσης είναι η εισροή ξένων κεφαλαίων), καθώς θα αποδείξει ότι οι Ελληνες είναι ικανοί να κάνουν μια συλλογική επώδυνη προσπάθεια προκειμένου να βγει η χώρα γρήγορα από την κρίση. Τέλος, η μείωση μισθών θα οδηγήσει στη μείωση του τιμαρίθμου, ήτοι η υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης του μισθωτού και συνταξιούχου θα είναι αρκετά μικρότερη.
Η μείωση μισθών δεν θα ήταν μονόδρομος εάν είχαν προχωρήσει οι μεταρρυθμίσεις (άνοιγμα επαγγελμάτων, ευελιξία στην αγορά εργασίας και προϊόντων, απλοποίηση γραφειοκρατίας, καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, βελτίωση των δικαστικών διαδικασιών κ.λπ.) που θα ηύξαναν σημαντικά την παραγωγικότητα. Αλλά επειδή πολλές απ’ αυτές νομοθετούνται σήμερα και οι θετικές επιπτώσεις θα αργήσουν να φανούν, επιβάλλεται μια οργανωμένη και κλιμακωτή (μέσω επιχειρησιακών συμβάσεων, που έχει ήδη αρχίσει ή/και νομοθετική) μείωση μισθών για να μην είναι κοινωνικά άδικη (όπως θα συμβεί εάν υπάρξει ασύντακτη μείωση μισθών με υποτίμηση) και για να σταματήσει γρήγορα ο κατήφορος της ύφεσης και ο ανήφορος της ανεργίας (ένας στους δύο νέους είναι άνεργος).
*Ο κ. Αριστείδης Μάρτης είναι τ. τραπεζίτης.
No comments:
Post a Comment