ΖΖ
Ομολογώ πως με χωρίζουν με την Ντόρα Μπακογιάννη τα πρώην, τα νυν και τα επόμενα Μνημόνια, το σχέδιο Ανάν και ολόκληρος ο Βόσπορος. Ωστόσο, προσυπογράφω το κεντρικό προεκλογικό σύνθημα της Δημοκρατικής Συμμαχίας, δηλαδή του κόμματος της κ. Μπακογιάννη. Με το σύνθημα «Φταίει το κράτος, όχι εσύ. Αλλαξέ το», η Δημοκρατική Συμμαχία κατεβαίνει στις εκλογές και ζητεί από τους πολίτες να στηρίξουν την πολιτική των αλλαγών και να εκφράσουν με θετικό τρόπο τη δυσαρέσκειά τους.
Με αυτό το σύνθημα η κ. Μπακογιάννη επιθυμεί να περάσει το μήνυμα ότι για τις εξελίξεις στη χώρα δεν φταίει ο πολίτης, ο επαγγελματίας ή ο ιδιωτικός υπάλληλος, αλλά θεωρεί πως αποκλειστικά υπεύθυνα είναι το ίδιο το κράτος και ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί. Δηλαδή προτείνεται στους πολίτες μια εναλλακτική πρόταση και είναι «η πολιτική επιλογή που δεσμεύεται να αποτελέσει ρυθμιστή των εξελίξεων για να γίνουν πράξη οι μεταρρυθμίσεις και να είναι καταλύτης για να επικρατήσουν η σοβαρότητα, η υπευθυνότητα και ο ρεαλισμός μέσα στην επόμενη Βουλή».
Επίσης αναφέρει τους εξής 5 πολιτικούς άξονες που αποτελούν την πολιτική πλατφόρμα της Δημοκρατικής Συμμαχίας: Ανάπτυξη με πρόσωπο: νέες δουλειές στον ιδιωτικό τομέα, σύγχρονο και διαφανές πολιτικό σύστημα, εφαρμογή των κανόνων χωρίς διακρίσεις, η Ελλάδα έχει θέση και άποψη στην Ευρώπη και σύγχρονο κοινωνικό κράτος που υπηρετεί και δεν επιβαρύνει τον πολίτη. Η καμπάνια της Δημοκρατικής Συμμαχίας βασίζεται σε viral video και banners μέσω Διαδικτύου.
Οντως, η κ. Μπακογιάννη κρατάει αποστάσεις από την οικονομική - τεχνοκρατική σκέψη που μας έχει κατακλύσει χάρη των Μνημονίων. Η οικονομική - τεχνοκρατική σκέψη και όσοι την εκπροσωπούν δεν είναι πρόθυμοι καν να συμμεριστούν μια πολιτική ιδέα. Επιχειρηματολογούν από τις στήλες «πρόθυμων» εφημερίδων και τηλεοπτικών παραθύρων πώς ένα σύγχρονο (!) κράτος πρέπει να γίνει πράγματι ό,τι βλέπει σ’ αυτό ο Μαξ Βέμπερ: μια μεγάλη επιχείρηση. Μια μεγάλη επιχείρηση, όμως, δεν μπορεί να ελπίζει στη νομιμοποίησή της από τον λαό, αλλά μόνο από τη γενική συνέλευση των μετόχων της.
Για εκείνους που ακόμη τρέφουν αυταπάτες, η υποταγή του κράτους και της πολιτικής του στους δανειστές με το πρόσχημα της διάσωσης της χώρας εξυπηρετεί αυτό το είδος της οικονομικής - τεχνοκρατικής σκέψης. Και για όσους αρχίζουν σιγά σιγά να συνειδητοποιούν τη ζοφερή αλήθεια: Πως έχουν ακόμη μπροστά τους πολλά χρόνια λιτότητας, καθώς οι περικοπές των μισθών και η συρρίκνωση των δημόσιων υπηρεσιών δεν φαίνεται να τους βγάζουν από την κρίση, αυτό που ο οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν χαρακτηρίζει «αυταπάτη της λιτότητας». Η χώρα μπορεί να σωθεί μας λένε... αυτοί που εκπροσωπούν την οικονομική - τεχνοκρατική σκέψη. Αρκεί να κλείσει... το κράτος.
Αν αποδειχθεί ότι δεν ζούμε σ’ έναν μονοσήμαντο κόσμο που ορίζει η σοφία των αγορών, του ΔΝΤ και των Βρυξελλών, μα σε έναν κόσμο που μπορεί να μας επιφυλάσσει εκπλήξεις και ανατροπές, είναι φανερό ότι θα πρέπει όλα να τα ξανασκεφτούμε εξαρχής. Αλλά το ζήτημα δεν είναι «τι» και «πόσο»: είναι η πρώτη φορά που καλούμαστε -εντελλόμαστε, για την ακρίβεια- να κλείσουμε το κράτος για να μειώσουμε το χρέος μας.
Οταν ο Ανταμ Σμιθ έλεγε πως πρέπει να περιοριστεί ο ρόλος του κράτους, εννοούσε αποκλειστικά τον μερκαντιλισμό και τους περιορισμούς που έθεταν τα ισχυρά κράτη στο εμπόριο. Ο Σμιθ αποστρεφόταν τους περιορισμούς στο εμπόριο, είτε αυτοί προέρχονταν από τα μονοπώλια είτε από τα κράτη. Ηθελε το κράτος να προωθεί την εγχώρια παραγωγή και το ελεύθερο εμπόριο - πολιτική που έμεινε γνωστή ως «Laissez faire».
Τόσο πολύ μίσησαν οι Αγγλοι αυτή την αιρετική ιδέα, που αρνήθηκαν να της δώσουν αγγλικό όνομα. Το «Laissez faire», που πάνω-κάτω θα μπορούσαμε να το μεταφράσουμε «αφήστε τα ελεύθερα», κάθε άλλο παρά αυτό εννοούσε. Εννοούσε μια ενεργό κρατική πολιτική που θα αντιδρούσε στον μερκαντιλισμό. Ανάμεσα στα άλλα ελαττώματά τους, λοιπόν, οι νεοφιλελεύθεροι προπαγανδιστές είναι και κακοί ιστορικοί, όταν ερμηνεύουν το «Laissez faire» ως κατάργηση κάθε κρατικής παρέμβασης.
Ο Σμιθ αποστρεφόταν περισσότερο από καθετί μια πολιτική η οποία ήταν γνωστή ως μερκαντιλισμός και την εφάρμοζαν όλες οι μεγάλες δυνάμεις στην εποχή του. Ενας από τους βασικούς σκοπούς του μερκαντιλισμού ήταν να εξασφαλίζει ότι η αξία των εξαγωγών ενός κράτους ήταν μεγαλύτερη από την αξία των εισαγωγών του.
___________________________________________
ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΑΔΥΝΑΤΟΥΝ ΝΑ ΔΟΥΝ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΜΥΤΗ ΤΟΥΣ ΤΟ ΠΩΣ ΕΠΙΔΙΩΚΕΤΑΙ ΤΟ "ένα σύγχρονο (!) κράτος πρέπει να γίνει πράγματι ό,τι βλέπει σ’ αυτό ο Μαξ Βέμπερ: μια μεγάλη επιχείρηση"
ας έχουν στο νου τους το πρόσφατο τιμοκατάλογο της Αστυνομίας:
ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΑΥΤΗ πρέπει να βρει τρόπους να φέρνει φράγκα
Ομολογώ πως με χωρίζουν με την Ντόρα Μπακογιάννη τα πρώην, τα νυν και τα επόμενα Μνημόνια, το σχέδιο Ανάν και ολόκληρος ο Βόσπορος. Ωστόσο, προσυπογράφω το κεντρικό προεκλογικό σύνθημα της Δημοκρατικής Συμμαχίας, δηλαδή του κόμματος της κ. Μπακογιάννη. Με το σύνθημα «Φταίει το κράτος, όχι εσύ. Αλλαξέ το», η Δημοκρατική Συμμαχία κατεβαίνει στις εκλογές και ζητεί από τους πολίτες να στηρίξουν την πολιτική των αλλαγών και να εκφράσουν με θετικό τρόπο τη δυσαρέσκειά τους.
Με αυτό το σύνθημα η κ. Μπακογιάννη επιθυμεί να περάσει το μήνυμα ότι για τις εξελίξεις στη χώρα δεν φταίει ο πολίτης, ο επαγγελματίας ή ο ιδιωτικός υπάλληλος, αλλά θεωρεί πως αποκλειστικά υπεύθυνα είναι το ίδιο το κράτος και ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί. Δηλαδή προτείνεται στους πολίτες μια εναλλακτική πρόταση και είναι «η πολιτική επιλογή που δεσμεύεται να αποτελέσει ρυθμιστή των εξελίξεων για να γίνουν πράξη οι μεταρρυθμίσεις και να είναι καταλύτης για να επικρατήσουν η σοβαρότητα, η υπευθυνότητα και ο ρεαλισμός μέσα στην επόμενη Βουλή».
Επίσης αναφέρει τους εξής 5 πολιτικούς άξονες που αποτελούν την πολιτική πλατφόρμα της Δημοκρατικής Συμμαχίας: Ανάπτυξη με πρόσωπο: νέες δουλειές στον ιδιωτικό τομέα, σύγχρονο και διαφανές πολιτικό σύστημα, εφαρμογή των κανόνων χωρίς διακρίσεις, η Ελλάδα έχει θέση και άποψη στην Ευρώπη και σύγχρονο κοινωνικό κράτος που υπηρετεί και δεν επιβαρύνει τον πολίτη. Η καμπάνια της Δημοκρατικής Συμμαχίας βασίζεται σε viral video και banners μέσω Διαδικτύου.
Οντως, η κ. Μπακογιάννη κρατάει αποστάσεις από την οικονομική - τεχνοκρατική σκέψη που μας έχει κατακλύσει χάρη των Μνημονίων. Η οικονομική - τεχνοκρατική σκέψη και όσοι την εκπροσωπούν δεν είναι πρόθυμοι καν να συμμεριστούν μια πολιτική ιδέα. Επιχειρηματολογούν από τις στήλες «πρόθυμων» εφημερίδων και τηλεοπτικών παραθύρων πώς ένα σύγχρονο (!) κράτος πρέπει να γίνει πράγματι ό,τι βλέπει σ’ αυτό ο Μαξ Βέμπερ: μια μεγάλη επιχείρηση. Μια μεγάλη επιχείρηση, όμως, δεν μπορεί να ελπίζει στη νομιμοποίησή της από τον λαό, αλλά μόνο από τη γενική συνέλευση των μετόχων της.
Για εκείνους που ακόμη τρέφουν αυταπάτες, η υποταγή του κράτους και της πολιτικής του στους δανειστές με το πρόσχημα της διάσωσης της χώρας εξυπηρετεί αυτό το είδος της οικονομικής - τεχνοκρατικής σκέψης. Και για όσους αρχίζουν σιγά σιγά να συνειδητοποιούν τη ζοφερή αλήθεια: Πως έχουν ακόμη μπροστά τους πολλά χρόνια λιτότητας, καθώς οι περικοπές των μισθών και η συρρίκνωση των δημόσιων υπηρεσιών δεν φαίνεται να τους βγάζουν από την κρίση, αυτό που ο οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν χαρακτηρίζει «αυταπάτη της λιτότητας». Η χώρα μπορεί να σωθεί μας λένε... αυτοί που εκπροσωπούν την οικονομική - τεχνοκρατική σκέψη. Αρκεί να κλείσει... το κράτος.
Αν αποδειχθεί ότι δεν ζούμε σ’ έναν μονοσήμαντο κόσμο που ορίζει η σοφία των αγορών, του ΔΝΤ και των Βρυξελλών, μα σε έναν κόσμο που μπορεί να μας επιφυλάσσει εκπλήξεις και ανατροπές, είναι φανερό ότι θα πρέπει όλα να τα ξανασκεφτούμε εξαρχής. Αλλά το ζήτημα δεν είναι «τι» και «πόσο»: είναι η πρώτη φορά που καλούμαστε -εντελλόμαστε, για την ακρίβεια- να κλείσουμε το κράτος για να μειώσουμε το χρέος μας.
Οταν ο Ανταμ Σμιθ έλεγε πως πρέπει να περιοριστεί ο ρόλος του κράτους, εννοούσε αποκλειστικά τον μερκαντιλισμό και τους περιορισμούς που έθεταν τα ισχυρά κράτη στο εμπόριο. Ο Σμιθ αποστρεφόταν τους περιορισμούς στο εμπόριο, είτε αυτοί προέρχονταν από τα μονοπώλια είτε από τα κράτη. Ηθελε το κράτος να προωθεί την εγχώρια παραγωγή και το ελεύθερο εμπόριο - πολιτική που έμεινε γνωστή ως «Laissez faire».
Τόσο πολύ μίσησαν οι Αγγλοι αυτή την αιρετική ιδέα, που αρνήθηκαν να της δώσουν αγγλικό όνομα. Το «Laissez faire», που πάνω-κάτω θα μπορούσαμε να το μεταφράσουμε «αφήστε τα ελεύθερα», κάθε άλλο παρά αυτό εννοούσε. Εννοούσε μια ενεργό κρατική πολιτική που θα αντιδρούσε στον μερκαντιλισμό. Ανάμεσα στα άλλα ελαττώματά τους, λοιπόν, οι νεοφιλελεύθεροι προπαγανδιστές είναι και κακοί ιστορικοί, όταν ερμηνεύουν το «Laissez faire» ως κατάργηση κάθε κρατικής παρέμβασης.
Ο Σμιθ αποστρεφόταν περισσότερο από καθετί μια πολιτική η οποία ήταν γνωστή ως μερκαντιλισμός και την εφάρμοζαν όλες οι μεγάλες δυνάμεις στην εποχή του. Ενας από τους βασικούς σκοπούς του μερκαντιλισμού ήταν να εξασφαλίζει ότι η αξία των εξαγωγών ενός κράτους ήταν μεγαλύτερη από την αξία των εισαγωγών του.
___________________________________________
ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΑΔΥΝΑΤΟΥΝ ΝΑ ΔΟΥΝ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΜΥΤΗ ΤΟΥΣ ΤΟ ΠΩΣ ΕΠΙΔΙΩΚΕΤΑΙ ΤΟ "ένα σύγχρονο (!) κράτος πρέπει να γίνει πράγματι ό,τι βλέπει σ’ αυτό ο Μαξ Βέμπερ: μια μεγάλη επιχείρηση"
ας έχουν στο νου τους το πρόσφατο τιμοκατάλογο της Αστυνομίας:
ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΑΥΤΗ πρέπει να βρει τρόπους να φέρνει φράγκα
No comments:
Post a Comment