Θύμα των συγκυριών ή θύτης; O μύθος λέει ότι ο κ. Θωμάς Λαναράς, δεν επιθυμούσε να ασχοληθεί με την κλωστοϋφαντουργία, θεωρώντας την ξεπερασμένη. Εκ των υστέρων, πάντως, συμπεριφέρονταν εντελώς διαφορετικά, περίπου σαν γκουρού του κλάδου, ισχυριζόμενος ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει στη χώρα μας τον μεγαλύτερο κλωστοϋφαντουργικό όμιλο της Ευρώπης.
Η αλήθεια είναι πως η χρονική συγκυρία ήταν πραγματικά μοναδική. Οταν αναλάβανε τα ηνία της Κλωνατέξ, περί τα τέλη της δεκαετίας του ’90, στο ελληνικό χρηματιστήριο γινόταν «πάρτι» κι ως γνωστόν φρόντισε να το εκμεταλλευθεί αρκούντως.
Ο πατέρας του, Χριστόδουλος Λαναράς, που έφυγε από τη ζωή το 2005, ήταν για τη Νάουσα ένας πραγματικός ευεργέτης καθώς έφτιαξε νοσοκομεία, έδωσε χρήματα σε κοινωφελή ιδρύματα και βοήθησε δεινοπαθούντες, επενδύοντας στην κλωστοϋφαντουργική τεχνογνωσία των ντόπιων.
Ο μοναχογιός του όμως είχε διαφορετικά επαγγελματικά σχέδια. Σπούδασε στο αμερικανικό κολέγιο στην Αθήνα (Deree) και στη συνέχεια έφυγε στις Ηνωμένες Πολιτείες για μεταπτυχιακά. Επέστρεψε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 στην Ελλάδα, με στόχο να δραστηριοποιηθεί στον χώρο της πληροφορικής. Για τον σκοπό αυτό μάλιστα δημιούργησε την εταιρεία πληροφορικής Lantec, που αποτέλεσε τον πρόδρομο της σημερινής, επίσης προβληματικής, Lannet. Ωστόσο, ο πατέρας του, είχε χτίσει ήδη έναν σημαντικό κλωστοϋφαντουργικό όμιλο και την πρώτη εταιρεία συμμετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών, την Κλωνατέξ. Και το 1998 του παρέδωσε τα ηνία. Δεν γνωρίζουμε εάν ο κ. Θωμάς Λαναράς το χάρηκε πραγματικά, πάντως, εκτός του αποτελέσματος, χιλιάδες εργαζόμενοι θα πρέπει να «έκλαψαν».
Βρισκόμαστε στο μέσο της χρηματιστηριακής τρέλας του ’99, που όπως είναι γνωστό, «μάγεψε» πολλούς επιχειρηματίες και επενδυτές. Τον κ. Λαναρά σε υπερβολικό βαθμό. Είναι σίγουρο πως όταν ξαναφέρνει στον νου του αυτή την περίοδο, αναλογίζεται πως εάν τα κεφάλαια που απορροφήθηκαν τότε (περί τα 300 εκατ. ευρώ) είχαν επενδυθεί σωστά, μπορεί σήμερα τα πράγματα να ήταν διαφορετικά.
Τότε, όμως, συμπεριφέρονταν περίπου ως «Μίδας». Μέσα στον χρηματιστηριακό παροξυσμό, είχε καλλιεργηθεί η αίσθηση πως όταν βρισκόταν πίσω από μια μετοχή το γεγονός ήταν αρκετό για να την απογειώσει! Αξίζει να σημειωθεί ότι, μόνο το 1999 εξαγόρασε 3 εισηγμένες επιχειρήσεις (Fanco, Δούδος και Γιαννούσης) και δεκάδες ακόμα μη εισηγμένες. Την ίδια χρονιά, περίπου 300.000 μικρομέτοχοι του είχαν εμπιστευθεί μέρος ή το σύνολο των κεφαλαίων τους.
«Εκανε το λάθος να πιστέψει ότι το πάρτι του Χρηματιστηρίου θα ήταν αιώνιο και ότι, πρωταγωνιστώντας σε αυτό, οι κλωστοϋφαντουργίες του θα γίνονταν μια ισχυρή δύναμη», αναφέρουν εκ των υστέρων παλαιοί συνεργάτες του ενώ κατά άλλους, ο ίδιος «πληρώνει» τις παράλογες επενδύσεις σε έναν φθίνοντα κλάδο και –βεβαίως– την υπερβολική χρηματιστηριακή του εξάρτηση.
H Κλωνατέξ σκόρπισε εξωφρενικά ποσά αγοράζοντας επιχειρήσεις στη Θεσσαλονίκη, στη Βοιωτία, στη Νάουσα, στην Αθήνα, στην Κομοτηνή και στον Εβρο. Σχεδόν, όπου έβρισκε. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο για ένα βαφείο στα Οινόφυτα, που, αν χτιζόταν από την αρχή θα στοίχιζε περί τα 10 εκατ. ευρώ, διέθεσε 55 εκατ. ευρώ…
Την ίδια εποχή το κράτος του χορηγούσε γενναίες επιδοτήσεις για τη δημιουργία νηματουργιών, με αποτέλεσμα, μέσα σε μία διετία να δημιουργηθεί ένα δίκτυο 25 εταιρειών-εργοστασίων στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια, που συσσώρευε συνεχώς χρέη. «Συνένοχες» βεβαίως είναι και οι τράπεζες αφού, όσο ήταν στα ύψη οι μετοχές που έμπαιναν ενέχυρο, του χορηγούσαν αφειδώς δάνεια.
Μετά, όμως... Ετσι, πολύ γρήγορα, η Κλωνατέξ διεύρυνε τους καταστατικούς επιχειρηματικούς σκοπούς της στη ναυτιλία, στις κατασκευές, στα τρόφιμα και ποτά, στον τουρισμό, στην πληροφορική, ακόμη και στον χρηματοοικονομικό τομέα. Εκτιμάται ότι οι εταιρείες του άντλησαν συνολικά περί τα 300 εκατ. ευρώ από το Χρηματιστήριο ενώ η χρηματιστηριακή αξία της Κλωνατέξ άγγιζε τα 3 δισ. ευρώ το 1999!
Κι ύστερα άρχισε η κατάρρευση...
Τα προβλήματα άρχισαν να φαίνονται με την πτώση του Χρηματιστηρίου το 2000, όταν τα Κλωστήρια Ναούσης κατέγραψαν μειωμένα κέρδη EBITDA κατά 40% και οι χρηματιστηριακές αρχές έθεσαν υπό επιτήρηση τις μετοχές της θυγατρικής Κ. Δούδος Α.Ε. Η τελευταία, έχοντας αντλήσει περί τα 176 εκατ. ευρώ το 1999, θα γινόταν το όχημα για εξαγορές σε διεθνές επίπεδο. Το 2001 ανατέθηκε στην εταιρεία Kantor A.E. η εκπόνηση στρατηγικής και οργανωτικής μελέτης για την επανατοποθέτηση του ομίλου στον κλάδο. Ο ίδιος ο επιχειρηματίας, προκειμένου να δικαιολογήσει τις έντονες πιέσεις στις μετοχές των εταιρειών του, έκανε λόγο για «ακραία κερδοσκοπικά φαινόμενα, τα οποία γενικότερα απαξιώνουν την ελληνική αγορά»… Οι τράπεζες όμως δεν άργησαν να «του ζητήσουν τον λογαριασμό». Το 2004 οι συνολικές υποχρεώσεις του είχαν φθάσει τα 230 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 202 εκατ. ευρώ ήταν βραχυπρόθεσμες. Τη διετία 2004 - 2005, όταν απελευθερώθηκαν οι εισαγωγές από την Ασία, μόνο τα Κλωστήρια Ναούσης είχαν ζημίες ύψους 176 εκατ. ευρώ. Τελικώς, το 2004, οι βασικές πιστώτριες τράπεζες του έδωσαν μια ακόμα ευκαιρία ύψους 23 εκατ. ευρώ. Ισως να πίστεψε ότι θα ακολουθούσε και άλλη. Για μια ακόμη φορά, όμως, έπεσε έξω...
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyepix_1_20/07/2008_278324
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment