Με επιτυχία δείχνει να στέφεται η "πρώτη" περίοδος εφαρμογής των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων στην ελληνική αγορά, όπως προκύπτει από την σχετική έρευνα της Grant Thornton. Όπως επισημαίνει ο οίκος, το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις στην πλειονότητά τους εφαρμόζουν ορθά τα Δ.Π.Χ.Π. και προσαρμόζονται επιτυχώς στις αυξημένες ανάγκες πληροφόρησης. Η ποιότητα των γνωστοποιούμενων πληροφοριών βελτιώνεται με την πάροδο του χρόνου, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την επαρκή εφαρμογή ειδικών Προτύπων, όπως είναι οι παροχές σε συμμετοχικούς τίτλους και οι διακοπείσες επιχειρηματικές δραστηριότητες, καθώς και από την βελτιούμενη πληροφόρηση σε ζητήματα που σχετίζονται με τον υπολογισμό της αναβαλλόμενης φορολογίας και τη χρήση των εύλογων αξιών. Επίσης, τονίζει η Grant Thrnton, θετικά συμπεράσματα προκύπτουν από γεγονότα όπως: * η αύξηση των προβλέψεων στο σύνολο των εισηγμένων στο Χ.Α. εταιρειών εκτός τραπεζών, * η βελτίωση της παρεχόμενης πληροφόρησης στα στοιχεία της Κατάστασης Ταμειακών Ροών και η αυξανόμενη σημασία που δίδουν οι επιχειρήσεις στις πληροφορίες που παρέχουν σε αυτή, * η αυξανόμενη αναγνώριση άυλων στοιχείων του ενεργητικού κατά τη διαδικασία κατανομής
του κόστους εξαγοράς θυγατρικών και συγγενών εταιρειών, * η έμφαση που δίνεται σε γνωστοποιήσεις που αφορούν σε αλλαγές λογιστικών πολιτικών και εκτιμήσεων, * η πληροφόρηση σχετικά με τα βασικά και τα μειωμένα κέρδη ανά μετοχή, * η βελτίωση των γνωστοποιήσεων που σχετίζονται με συναλλαγές συνδεδεμένων μερών και συναλλαγές βασικών διοικητικών μελών, * η εκτεταμένη χρήση αναλογιστικών μελετών για τη διενέργεια προβλέψεων που σχετίζονται με το προσωπικό, * η αυξανόμενη παροχή πληροφοριών σχετικά με τους επιχειρηματικούς και γεωγραφικούς τομείς δραστηριότητας των επιχειρήσεων και την απόδοσή τους, * η βελτίωση της πληροφόρησης σχετικά με τον θεωρητικό συντελεστή φόρου των εταιρειών, και * η αυξανόμενη πληροφόρηση σχετικά με τη γνωστοποίηση ενδεχόμενων υποχρεώσεων. Παράλληλα, στην έκθεση τονίζεται ότι δεν πρέπει να αγνοούνται τα προβλήματα που υπάρχουν και σχετίζονται με τη γνωστοποίηση πληροφοριών για τα χρηματοοικονομικά μέσα, και την αντιστάθμιση κινδύνων, καθώς και με τη γνωστοποίηση πληροφοριών σχετικά με την υπεραξία από την ενοποίηση επιχειρήσεων. Προβληματισμό δημιουργεί το γεγονός ότι σε περίπου μία στις δύο εταιρείες, οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές χορηγούν διαφοροποιημένες εκθέσεις ελέγχου, με την πλειονότητά τους να αφορούν στη μη διενέργεια προβλέψεων για ενδεχόμενους φόρους. Είναι εμφανές ότι, πλέον, έχει καθιερωθεί από τις επιχειρήσεις ως πρακτική, η μη διενέργεια ή η υποεκτίμηση των προβλέψεων φόρων, στη λογική ότι δεν μπορούν να εκτιμηθούν αξιόπιστα τυχόν φόροι που θα προκύψουν από ενδεχόμενους φορολογικούς ελέγχους. Σε ορισμένες εταιρείες, επισημαίνει σε άλλο σημείο η έρευνα, είναι εμφανές ότι υποβαθμίζεται συστηματικά η παροχή σημαντικών πληροφοριών. Ορατός είναι πλέον ο κίνδυνος o οποίος είχε επισημανθεί και στην έρευνα του 2006, να υποβαθμιστεί η αξία κάποιων γνωστοποιήσεων είτε λόγω δυσκολιών στην παροχή της πληροφόρησης είτε λόγω απροθυμίας παροχής τους από τις Διοικήσεις των εταιρειών. Συνέπεια αυτού είναι να παγιώνεται η παράθεση ελλιπών ή η παράλειψη γνωστοποιήσεων για κάποιες συναλλαγές. Ορισμένα παραδείγματα που πρέπει να επισημάνουμε είναι: * η μη γνωστοποίηση πληροφοριών σχετικά με το ύψος των ενσώματων ακινητοποιήσεων που κατέχονται με χρηματοδοτική μίσθωση, * η μη γνωστοποίηση της φύσης των απ’ ευθείας μεταβολών στα ίδια κεφάλαια, * η μη διακριτή γνωστοποίηση και παρακολούθηση αποθεματικών που συνδέονται με αναπρο- σαρμογές σε εύλογες αξίες στοιχείων του ενεργητικού, * το ύψος της πρόβλεψης για απαξίωση αποθεμάτων, * η μη γνωστοποίηση της φύσης των λοιπών προβλέψεων, * η μη γνωστοποίηση πληροφοριών σχετικά με τα παράγωγα χρηματοοικονομικά στοιχεία, * η μη γνωστοποίηση πληροφοριών σχετικά με τον έλεγχο απομείωσης της υπεραξίας από την ενοποίηση επιχειρήσεων, * η μη γνωστοποίηση πληροφοριών που αφορούν στην αντιστάθμιση κινδύνων και του τρόπου παρακολούθησης της αποτελεσματικότητάς τους, * η ανεπάρκεια παραπομπών στις Οικονομικές Καταστάσεις σε αντίστοιχες σημειώσεις και η ανεπάρκεια επεξηγήσεων για σημαντικές παραδοχές και εκτιμήσεις της Διοίκησης. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει σε ορισμένα στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα και δημιουργούν ερωτήματα όπως: * η μείωση των προβλέψεων επισφαλειών στις Τράπεζες παρά το γεγονός ότι αυξήθηκαν οι χορηγήσεις, * η υψηλή αξία των ενσώματων ακινητοποιήσεων σε σχέση με το χαμηλό ύψος της γνωστοποιη - μένης πρόβλεψης μείωσης της αξίας τους, * τα αυξανόμενα ποσά αναγνωριζόμενης υπεραξίας από εξαγορές σε σχέση με την ανεπαρκή γνω- στοποίηση των μεθόδων ελέγχου της αξίας της. Πολλές εταιρείες αναφέρουν ότι διενεργούν ελέγχους χωρίς, ωστόσο, να παρέχουν επαρκείς πληροφορίες. Ακόμα λιγότερες είναι οι εταιρεί- ες οι οποίες τελικά επιβαρύνουν τα αποτελέσματα με ζημιές μείωσης της αξίας της υπεραξίας, * η αύξηση των δανειακών υποχρεώσεων σε σχέση με την ποιότητα των γνωστοποιήσεων τυχόν δεσμεύσεων που τις συνοδεύουν, * το ύψος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων σε σχέση με τη δυνατότητα των εται- ρειών να τις ανακτήσουν, * το χαμηλό ποσό εξόδου που συνδέεται με τις παροχές που βασίζονται σε συμμετοχικούς τίτ- λους, * το ιδιαίτερα υψηλό ποσό αποτίμησης σε εύλογες αξίες των βιολογικών περιουσιακών στοι - χείων και η καθοριστική συμβολή της στη διαμόρφωση των αποτελεσμάτων χρήσης, * η αύξηση των ασώματων ακινητοποιήσεων και ιδιαίτερα των δικαιωμάτων σε σχέση με τον έλεγχο τυχόν μείωσης της αξίας τους, * η διαμόρφωση των αποτελεσμάτων χρήσης ορισμένων εταιρειών από την αποτίμηση σε εύ - λο γες αξίες των επενδυτικών ακινήτων που κατέχουν. Η ταυτότητα της έρευνας Η παρούσα έρευνα αναλύει τις επιδράσεις των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης στα χρηματοοικονομικά μεγέθη των εισηγμένων στο Χ.Α. ελληνικών επιχειρήσεων. Εξετάζει, παράλληλα, τον βαθμό επάρκειας της παρεχόμενης χρηματοοικονομικής πληροφόρησης για συγκεκριμένες γνωστοποιήσεις που απαιτούνται από τα Δ.Π.Χ.Π. Η έρευνα στηρίζεται στην ανάλυση των χρηματοοικονομικών μεγεθών σε συνάρτηση με την εφαρμογή ορισμένων Προτύπων, τα οποία δεδομένα επηρέασαν την εικόνα των επιχειρήσεων. Αναλυτικότερα, εξετάζονται στο σύνολο του Χ.Α. και ανά υπερκλάδο εταιρειών: • Οι μεταβολές στα βασικά χρηματοοικονομικά μεγέθη των εταιρειών για τις χρήσεις 2007 – 2006 (Ισολογισμός, Αποτελέσματα Χρήσης, Μεταβολές Ιδίων Κεφαλαίων, Ταμειακές Ροές και βασικοί Χρηματοοικονομικοί Δείκτες). • Οι επιδράσεις από την εφαρμογή συγκεκριμένων Προτύπων στα χρηματοοικονομικά μεγέθη, καθώς και η επάρκεια γνωστοποιήσεων συγκεκριμένων Προτύπων στις Οικονομικές Καταστάσεις των εταιρειών. • Για κάθε υπερκλάδο εταιρειών (πλην του υπερκλάδου των τραπεζών που παρουσιάζεται ξεχωριστά) παρατίθεται σύγκριση των τάσεων ανά κατηγορία με τις αντίστοιχες τάσεις στο σύνολο των εταιρειών του Χ.Α. (εκτός των Τραπεζών). Ο λόγος επιλογής της συγκεκριμένης βάσης σύγκρισης ήταν η επίτευξη πιο αντιπροσωπευτικής πληροφόρησης των μεταβολών. • Παράλληλα επιχειρείται μια ταξινόμηση των εκθέσεων ελέγχου των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών σε βασικές κατηγορίες, προκειμένου να επισημανθούν οι κυριότερες παρατηρήσεις τους. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε μέσω της συλλογής στοιχείων και της άντλησης των σχετικών πληροφοριών όπως αυτές απεικονίζονται στις δημοσιευμένες Οικονομικές Καταστάσεις των εταιρειών, για τη χρήση 2007. Τα απαραίτητα για την πραγματοποίηση της έρευνας στοιχεία αντλήθηκαν από τις γνωστοποιήσεις και τις σημειώσεις των Οικονομικών Καταστάσεων του συνόλου των εισηγμένων στο Χ.Α. εταιρειών για τη χρήση 2007.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment