17.4.09

Το μέλλον ανήκει πλέον στις μεικτές οικονομίες

Στον 21ο αιώνα θα πρέπει να αλληλεπιδρούν δημόσιος και ιδιωτικός τομέας

The Guardian

Εχουμε αφήσει για τα καλά πίσω μας τον 20ό αιώνα, αλλά δεν έχουμε μάθει ακόμη να ζούμε στον 21ο ή τουλάχιστον να σκεφτόμαστε σύμφωνα με αυτόν. Ο βασικός τρόπος σκέψης περί των σύγχρονων βιομηχανικών οικονομιών, ή περί όλων των οικονομιών, βασιζόταν στο δίλημμα: καπιταλισμός ή σοσιαλισμός. Ζήσαμε τις προσπάθειες υλοποίησης αυτών των δύο μοντέλων στην καθαρή τους μορφή: τις κεντρικού σχεδιασμού οικονομίες σοβιετικού τύπου και τις άνευ ουδενός περιορισμού ή ελέγχου οικονομίες της ελεύθερης καπιταλιστικής αγοράς.

Οι πρώτες κατέρρευσαν τη δεκαετία του 1980. Οι δεύτερες καταρρέουν τώρα ενώπιόν μας. Υπό μία έννοια η σημερινή κρίση είναι χειρότερη από εκείνη του 1930 καθώς τότε δεν υπήρχε παγκοσμιοποίηση και δεν μολύνθηκε η οικονομία της Σοβιετικής Ενωσης. Δεν γνωρίζουμε πόσο θα διαρκέσουν οι επιπτώσεις της τρέχουσας κρίσης, αλλά σίγουρα σηματοδοτούν το τέλος του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς που κυριάρχησε από την εποχή της Μάργκαρετ Θάτσερ και του προέδρου Ρέιγκαν.

Βρίσκονται επομένως σε κατάσταση αμηχανίας όσοι πιστεύουν στον αμιγή, άνευ κράτους καπιταλισμό της αγοράς, δηλαδή σε ένα είδος διεθνούς αστικής αναρχίας, αλλά και όσοι πιστεύουν στον κεντρικού σχεδιασμού και άσπιλο από το κέρδος σοσιαλισμό. Το μέλλον ανήκει στις μικτές οικονομίες στις οποίες αλληλεπιδρούν δημόσιος και ιδιωτικός τομέας.

Το ερώτημα, όμως, είναι πως θα λειτουργήσουν αυτές, και αυτό απασχολεί περισσότερο τους ανθρώπους της αριστεράς. Ουδείς σκέφτεται σοβαρά μια επιστροφή σε καθεστώτα σοβιετικού τύπου, όχι μόνον εξαιτίας των πολιτικών τους προβλημάτων αλλά και εξαιτίας της ανεπάρκειας των οικονομιών τους. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως πρέπει να υποτιμήσουμε τα εντυπωσιακά κοινωνικά και πνευματικά επιτεύγματά τους. Αφ’ ετέρου, όμως, μέχρι την κατάρρευση της ελεύθερης αγοράς που άρχισε το περασμένο έτος, ακόμη και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και τα άλλα μετριοπαθή αριστερά κόμματα καπιταλιστικών χωρών παραδέχονταν όλο και συχνότερα την επιτυχία του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς. Στην οικονομική τους πολιτική τόσο ο Τόνι Μπλερ όσο και ο Γκόρντον Μπράουν θα μπορούσαν να θεωρηθούν η Θάτσερ με παντελόνια. Το ίδιο ισχύει και για τους Δημοκρατικούς στις ΗΠΑ.

Βασική ιδέα των Εργατικών από τη δεκαετία του 1950 ήταν πως ο σοσιαλισμός είναι περιττός, καθώς το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να προσφέρει μεγαλύτερο πλούτο από οποιοδήποτε άλλο.

Οι Σοσιαλιστές δεν χρειάζεται παρά να διασφαλίσουν την ισοκατανομή του. Από τη δεκαετία του 1970, όμως, η επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης υπονόμευσε την παραδοσιακή βάση του Εργατικού Κόμματος και όλων των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Επηρεασμένοι από την επαναφορά της οικονομικής πολιτικής της Θάτσερ, οι Νέοι Εργατικοί κατάπιαν το 1997 την ιδεολογία του φονταμενταλισμού της ελεύθερης αγοράς.

Η Βρετανία απορρύθμισε τις αγορές της, πούλησε τις βιομηχανίες της, ανέστειλε τα μέτρα για την τόνωση των εξαγωγών (σε αντίθεση με τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ελβετία) και επένδυσε στην ανάδειξή της σε παγκόσμιο κέντρο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Γι’ αυτό και ο αντίκτυπος της παγκόσμιας κρίσης στη βρετανική οικονομία και τη στερλίνα τείνει να γίνει πολύ πιο ολέθριος και η ανάκαμψή της πολύ πιο δύσκολη.

Ισως νομίζετε πως όλα αυτά τέλειωσαν και μπορούμε να επιστρέψουμε στην ανάμεικτη οικονομία. Το παλιό οπλοστάσιο των Εργατικών είναι διαθέσιμο ξανά με όλα του τα όπλα έως και την κρατικοποίηση. Πρέπει, όμως, και να ξέρουμε τι να τα κάνουμε. Καμία κυβέρνηση, κεντρική τράπεζα ή διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν ξέρει.

Ο σκοπός

Αυτό που χρειαζόμαστε είναι να επιστρέψουμε στην πεποίθηση πως η οικονομική ανάπτυξη είναι το μέσον και όχι ο σκοπός. Σκοπός είναι οι ζωές των ανθρώπων, οι ευκαιρίες και οι ελπίδες τους. Φυσικά, είναι για όλους μας θετικό να ευημερεί η οικονομία του Λονδίνου. Το πραγματικό κριτήριο επιτυχίας του, όμως, δεν είναι η συνεισφορά του κατά 20% με 30% στο βρετανικό ΑΕΠ, αλλά το πώς επηρέασε τη ζωή των εκατομμυρίων που ζουν και εργάζονται εκεί. Αν οι άνθρωποι που ζουν εκεί δεν ζουν καλά, δεν μας αποζημιώνει το ότι το Λονδίνο είναι παράδεισος για τους βαθύπλουτους. Μπορούν να βρουν αξιοπρεπή δουλειά και γενικώς δουλειά; Αν όχι, τι σημασία έχουν όλα αυτά τα πολυτελή εστιατόρια; Βρίσκουν καλά σχολεία για τα παιδιά τους; Η έλλειψη κατάλληλων σχολείων δεν ισοσκελίζεται από τα πανεπιστήμια του Λονδίνου, στα οποία εκκολάπτονται νομπελίστες.

Το κριτήριο της προόδου δεν είναι ιδιωτικής φύσης αλλά δημόσιας, δεν είναι μόνον η αύξηση του εισοδήματος και η ιδιωτική κατανάλωση, αλλά η διεύρυνση των ευκαιριών και αυτό που ο Αμάρτια Σεν αποκαλεί «ικανότητες» όλων για συλλογική δράση. Αυτό σημαίνει, όμως, δημόσια μη κερδοσκοπική πρωτοβουλία, δημόσιες αποφάσεις που να στοχεύουν στη βελτίωση του κοινωνικού συνόλου κατά τρόπον που να επωφελούνται όλοι. Αυτή είναι η βάση μιας πολιτικής για την πρόοδο και όχι για τη μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης και του προσωπικού εισοδήματος. Και τη μεγαλύτερη σημασία θα έχει η αντιμετώπιση του κυριότερου προβλήματος της εποχής μας, της προστασίας του περιβάλλοντος. Και αυτή προϋποθέτει την απομάκρυνση από την ελεύθερη αγορά και τη στροφή στη συλλογική δράση.

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyagor_2_17/04/2009_311439

No comments: