17.4.09

H επιστροφή Κέινς σε συνθήκες δυσπραγίας

Στο επίκεντρο τίθεται το εξής ερώτημα: Εχουμε κάτι να κερδίσουμε επιστρέφοντας στον Κέινς; Ή μήπως έχουμε ήδη γίνει πάλι «όλοι κεϊνσιανιστές»; Και αν όχι, μήπως θα έπρεπε; Αυτό υποστηρίζει ο Brad deLong του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια (Μπέρκλεϊ). Ασυμβίβαστος υπέρμαχος των κεϊνσιανών ιδεών στο ευρείας απήχησης blog του, τονίζει ότι όσοι οικονομολόγοι αρνούνται τη δυνατότητα των κρατικών δαπανών να ενισχύσουν την πληγείσα οικονομία, έστω και με τίμημα το υψηλό έλλειμμα, είναι προσκολλημένοι σε απαρχαιωμένες απόψεις.

Ο «αντίπαλός» του, Luigi Zingales, από το Booth School of Business του Πανεπιστημίου του Σικάγου, παραδέχεται βέβαια πως κοινό και πολιτικοί εμφορούνται από τις κεϊνσιανές ιδέες, επιμένει όμως ότι αυτό δεν αποδεικνύει την ορθότητα των τελευταίων. Για την ιστορία, το 63% όσων έλαβαν μέρος στη σχετική δημόσια συζήτηση που άνοιξε ο Economist συμφώνησε μαζί του...

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyagor_2_17/04/2009_311461

ENNOEITAI OTI ΣΥΜΠΛΕΩ ΜΕ ΤΟΝ ΚΕΫΝΣ ΤΗΣ ΜΙΚΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ...

«Πρέπει να είμαστε όλοι κεϊνσιανιστές»....

Του Brad DeLong*

Φοβάμαι ότι δεν μπορώ να τηρήσω την υπόσχεσή μου: να υποστηρίξω ότι όλοι πλέον είμαστε Κεϊνσιανιστές. Και δεν μπορώ διότι δεν είναι αληθές.

Για παράδειγμα, διάβασα τη δήλωση του Ουίλιαμ Πουλ, πρώην προέδρου της Κεντρικής Τράπεζας του Σεντ Λούι, στους κυριακάτικους New York Times, ότι «οι κρατικές δαπάνες δεν μπορούν να καθοδηγήσουν την οικονομία σε αξιοσημείωτη ανάκαμψη, διότι η διεγερτική επίδρασή της θα αντισταθμιστεί από τους προβλεπόμενα υψηλότερους φόρους και από την ανάγκη χρηματοδότησης του ελλείμματος». Αναλογιζόμενος βεβαίως ότι πίσω στη δεκαετία του ’70, ο Πουλ ήταν Κεϊνσιανιστής που θεωρούσε δεδομένη την αποτελεσματικότητα των δημοσιονομικών δαπανών σε περιόδους ύφεσης, αυτή η δήλωση με άφησε έκπληκτο και με έκανε να αναλογιστώ: δυστυχώς, «δεν είμαστε πλέον όλοι Κεϊνσιανιστές». Το σοκ ενισχύεται και από άλλους συνοδοιπόρους του Πουλ:

Ο Τζον Κοκρέιν, του πανεπιστημίου του Σικάγου, συμπλήρωσε: «Στην προσπάθεια χρηματοδότησης των δαπανών, η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να δανειστεί εκδίδοντας ομόλογα, πράγμα που σημαίνει ότι οι επενδυτές, αντί να επενδύουν σε προϊόντα ή μετοχές, θα αγοράσουν έντοκα γραμμάτια των ΗΠΑ, αναιρώντας με αυτό τον τρόπο τη διεγερτική επίδραση του πακέτου».

Ο Εντουαρντ Πρέσκοτ, του πανεπιστημίου της Αριζόνας και κάτοχος του Νομπέλ Οικονομικών του 2004, συνεισέφερε και αυτός στην κριτική: «Οι ογκώδεις κυβερνητικές δαπάνες επιμήκυναν σχεδόν όλους τους αγώνες για βελτίωση της οικονομίας στο παρελθόν. Οι οικονομολόγοι του κλάδου είναι έντονα διχασμένοι σχετικά με το πακέτο τόνωσης... Δεν καταλαβαίνω γιατί ο Ομπάμα είπε ότι όλοι οι οικονομολόγοι συμφωνούν επί του θέματος. Δεν συμφωνούν».

Ο Γιουτζίν Φάμα, του πανεπιστημίου του Σικάγου, δήλωσε: «Οι απαλλαγές και τα σχέδια εκτόνωσης χρηματοδοτούνται από την έκδοση επιπλέον κρατικού χρέους. Το επιπλέον χρέος απορροφά τις αποταμιεύσεις, που διαφορετικά προορίζονταν για ιδιωτικές επενδύσεις. Τελικά, παρά την ύπαρξη άσκοπων πόρων, οι απαλλαγές και τα σχέδια τόνωσης, αντί να προστίθενται στους τρέχοντες χρησιμοποιήσιμους πόρους, μεταφέρουν τους πόρους από την μία χρήση στην άλλη».

Τα επιχειρήματα των προαναφερομένων, καθώς και πολλών άλλων, είναι γνωστά στους κύκλους των οικονομολόγων ως ο «νόμος του Σέι». Ο νόμος αναφέρει ότι οι αποφάσεις αύξησης των δαπανών -προερχόμενες είτε από την κυβέρνηση, είτε από οπουδήποτε- δεν μπορούν να δώσουν ώθηση στην οικονομία και να ενισχύσουν την απασχόληση και την παραγωγή, μιας και η ζήτηση πρέπει να δημιουργηθεί από την προσφορά. Αν η κυβέρνηση ξοδεύει, κάποιος άλλος πρέπει να ξοδέψει λιγότερα.

Ο νόμος του Σέι, όμως, έχει πολλά κενά. Αρχικά, την περίοδο 2003-06, οι εισροές κεφαλαίου από την Ασία, μαζί με το «εύκολο» χρήμα από τα ομοσπονδιακά αποθέματα, παρότρυναν τους κατασκευαστές σπιτιών να ξοδέψουν λεφτά για νέες οικοδομές, κατεβάζοντας τον δείκτη ανεργίας των ΗΠΑ από το 6% στο 4,8%. Επίσης, την περίοδο 1996-2000, όταν η πλειοψηφία των επενδυτών ανακάλυψε το Ιντερνετ και προέβη σε δαπάνες για αγορά υπολογιστών και τηλεφώνων, ο δείκτης ανεργίας έπεσε από το 5,6% στο 4,3%. Σε γενικά πλαίσια, οι δαπάνες βοηθούν στην τόνωση της οικονομίας, και τα λεφτά της κυβέρνησης, όταν ξοδευτούν, είναι εξίσου καλά με τα λεφτά οποιουδήποτε. Παρά λοιπόν τα κενά στο νόμο του Σέι, μήπως στις συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες βρίσκει εφαρμογή; Είναι πιθανόν. Οταν η κυβέρνηση ξοδεύει, πυροδοτεί μια απότομη αύξηση των επιτοκίων, η οποία αποθαρρύνει τις δαπάνες για ιδιωτικές επενδύσεις. Αλλά αν δεν ανεβούν τα επιτόκια, ένα τέτοιο σενάριο δεν γίνεται να λάβει χώρα, και εμείς δεν έχουμε υψηλότερα επιτόκια: την προηγούμενη Παρασκευή, το ετήσιο επιτόκιο του δεκαετούς κρατικού ομολόγου των ΗΠΑ ήταν 3,02%, αρκετά χαμηλότερα από το 4,01% προτού εκλεγεί ο Ομπάμα.

Ο Μίλτον Φρίντμαν εκφράστηκε με σκληρά λόγια για τους προκατόχους του της Μεγάλης Υφεσης, όταν σύγκρινε το όραμά τους με το δικό του για τη σχολή των μονεταριστών του Σικάγου: «Η ποσοτική θεωρία διαφέρει εντόνως από την ατροφική και άκαμπτη καρικατούρα που τόσο συχνά περιγράφουν οι υπέρμαχοι της νέας κεϊνσιανής προσέγγισης εσόδων-εξόδων».

Οπότε, μου είναι αδύνατον να πω ότι είμαστε όλοι Κεϊνσιανιστές. Το καλύτερο που μπορώ να πω όμως είναι ότι πρέπει να είμαστε όλοι Κεϊνσιανιστές.

* Ο κ. Brad DeLong είναι καθηγητής Οικονομικών του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας και μέλος του Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών των ΗΠΑ.

Ο DELONG ΚΑΝΕΙ ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ..ΚΡΙΤΙΚΟΥΣ ΤΟΥ ΚΕΫΝΣ... ΔΥΣΚΟΛΕΥΟΜΑΙ ΝΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΩ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ...

Ο κεϊνσιανισμός ενισχύει την ανευθυνότητα

Του Luigi Zingales*

Τι θα πει «είμαι κεϊνσιανιστής»; Το να πιστεύεις απλώς και μόνο στο ρόλο της ζήτησης για τον καθορισμό της παραγωγής είναι ανεπαρκής χαρακτηρισμός.

Ο αληθινός κεϊνσιανιστής πιστεύει επίσης ότι: 1) η νομισματική πολιτική δεν είναι το αποτελεσματικότερο εργαλείο σταθεροποίησης της οικονομίας και μάλιστα μπορεί να γίνει απολύτως αναποτελεσματική υπό ορισμένες συνθήκες (παγίδα ρευστότητας), 2) η δημοσιονομική πολιτική είναι αποτελεσματική και οι κρατικές δαπάνες το προτιμώμενο εργαλείο, 3) η κρατική παρέμβαση αποφέρει καρπούς και οι σημαντικότερες επιπτώσεις είναι οι βραχυπρόθεσμες.

Με βάση αυτά, θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε με τέσσερις τρόπους τη φράση «είμαστε κεϊνσιανιστές». Προτείνω η φράση να θεωρηθεί αναληθής στις τρεις.

Πρώτη ερμηνεία είναι ότι οι οικονομολόγοι έχουν συναινέσει στις θέσεις του Κέινς. Απολύτως αναληθές. Αν διατρέξουμε τα άρθρα που δημοσιεύθηκαν στη μεγαλύτερη εφημερίδα της American Economic Association το 2008, διαπιστώνουμε ότι μόλις ένα από τα 12 που έθιγαν μακροοικονομικά ζητήματα στήριξαν την ιδέα της επέκτασης της δημοσιονομικής πολιτικής ως εργαλείο πολιτικής. Και από τους 37 τιμηθέντες με Νομπέλ Οικονομίας την τελευταία 20ετία, κανείς εκ των τεσσάρων που συνεισέφεραν στη μακροοικονομία δεν μπορεί να θεωρηθεί κεϊνσιανός.

Δεύτερη ερμηνεία είναι πως οι οικονομολόγοι έχουν συμφωνήσει ότι τα αίτια της σημερινής κρίσης είναι κεϊνσιανά. Φράση προφανέστατα αναληθής. Κανείς οικονομολόγος δεν θα τολμούσε να υποστηρίξει ότι η σημερινή κρίση στις ΗΠΑ οφείλεται στη χαμηλή κατανάλωση. Με μηδενική ατομική αποταμίευση και μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα, η κυβέρνηση Μπους εφάρμοσε μια από τις επιθετικότερες κεϊνσιανές πολιτικές στα χρονικά. Ομως αυτό όχι μόνο δεν απέτρεψε τη σημερινή οικονομική καταστροφή, αλλά συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό και στη δημιουργία της. Η κεϊνσιανή θέση περί διαχείρισης της συνολικής ζήτησης, ανεξαρτήτως του μακροπρόθεσμου κόστους, ώθησε τον Αλαν Γκρίνσπαν και τον Μπεν Μπερνάνκι να διατηρήσουν τα επιτόκια σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα το 2002, πυροδοτώντας υπερκατανάλωση των νοικοκυριών και ακραία ανάληψη ρίσκου από τον χρηματοοικονομικό τομέα. Μάλιστα, τα κεϊνσιανά διδάγματα ώθησαν τους χαράσσοντες την πολιτική να αγνοήσουν το ρόλο των κινήτρων στις οικονομικές αποφάσεις. Το 1998, όταν η Fed διέσωσε τη Long-Term Capital Management, δεν ενδιαφέρθηκε για τις επιπτώσεις στα κίνητρα ανάληψης ρίσκου. Οταν ο κ. Μπερνάνκι διέσωσε την Bear Stearns, δεν ενδιαφέρθηκε για τις επιπτώσεις στα κίνητρα που θα έδινε αυτή στις άλλες τράπεζες ώστε να προχωρήσουν σε αύξηση κεφαλαίου σε μηδενικές τιμές. Οταν άλλαξε γνώμη δυο φορές σε ισάριθμες ημέρες, επιτρέποντας πτώχευση της Lehman αλλά διασώζοντας την ΑIG, δεν ενδιαφέρθηκε για τις επιπτώσεις στην επενδυτική εμπιστοσύνη. Αν οι κεϊνσιανές αρχές είναι η αιτία της ύφεσης, δύσκολα θα δώσουν την έξοδο από αυτήν. Ετσι, ακόμα και η τρίτη ερμηνεία -ότι πρέπει να ακολουθήσουμε την κεϊνσιανή «συνταγή» για να βγούμε από την κρίση- είναι αναληθής. Πράγματι, κάποια κυβερνητική παρέμβαση μπορεί να βοηθήσει. Αμφιβάλλω όμως αν η παρέμβαση πρέπει να είναι κεϊνσιανή. Η μόνη αληθής ερμηνεία είναι ότι «εμείς» είμαστε κεϊνσιανιστές. Ο κεϊνσιανισμός κατέκτησε τον νου και την ψυχή πολιτικών και απλών πολιτών γιατί παρέχει μια θεωρία που δικαιολογεί την ανεύθυνη συμπεριφορά. Δυστυχώς, οι κεϊνσιανιστές οικονομολόγοι ακολουθούν τη συνταγή που θέλει ένα ποτήρι κρασί την ημέρα να κάνει καλό, προτείνοντάς την ακόμα και σε αλκοολικούς. Αν ήταν γιατροί, θα τους αφαιρούσαν την άδεια επαγγέλματος. Στο επάγγελμα του οικονομολόγου, μια τέτοια τακτική σε οδηγεί στην Ουάσιγκτον.

* Ο Luigi Zingales είναι καθηγητής στο Booth School of Business του πανεπιστημίου του Σικάγου.

ΑΚΟΜΑ ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟΝ ΚΕΫΝΣ... ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΛΕΙΠΟΥΝ ΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΞΟΔΟΥ...

No comments: