Η Ελβετία κατέφυγε ξανά στην πολιτική των παρεμβάσεων, με στόχο να πυροδοτήσει την πτώση του εθνικού νομίσματος, το οποίο ως νόμισμα «ασφαλούς καταφυγίου» έχει προσελκύσει τα διεθνή κεφάλαια. Η κυβέρνηση ιδιαίτερα θορυβημένη από το σκληρό της νόμισμα έναντι του ευρώ, έδωσε εντολή στην κεντρική της τράπεζα να το υποτιμήσει, προσφεύγοντας στις παρεμβάσεις και στις πρακτικές του παρελθόντος. Συγκεκριμένα, η ελβετική κεντρική τράπεζα πούλησε, μέσω της Tράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS), ελβετικά φράγκα, αγοράζοντας ευρώ και δολάρια στις διεθνείς αγορές χρήματος, προκαλώντας την επιθυμητή εξασθένηση του νομίσματος.
Είχαν προηγηθεί οι παρεμβάσεις του Μαρτίου, όταν η Ελβετία ξεκίνησε τον «πόλεμο» με τις ανταγωνιστικές υποτιμήσεις. Αποτελεί, δε, την πρώτη κεντρική τράπεζα του G10, των 10 πλουσιότερων οικονομιών του κόσμου, που χρησιμοποιεί την υποτίμηση του νομίσματός της ως μέσο περιορισμού των αποπληθωριστικών πιέσεων μετά την έναρξη της παγκόσμιας κρίσης τον Αύγουστο του 2007. Πρόκειται για τις πρώτες παρεμβάσεις μεγάλης κεντρικής τράπεζας που γίνονται στις διεθνείς αγορές χρήματος μετά τον Μάρτιο του 2004, όταν τερματίστηκε η πολιτική των παρεμβάσεων εκ μέρους της Ιαπωνίας για την υποτίμηση του γιεν. Επί 15 μήνες τότε, η Ιαπωνία πούλησε συνολικά 35 τρισ. γιεν σε μια προσπάθεια ανταγωνιστικής υποτίμησης του νομίσματός της έναντι του δολαρίου. Τους τρεις πρώτους μήνες του 2004, ξόδεψε 15 τρισ. γιεν, αφού είχε ήδη δαπανήσει στο σύνολο του 2003 το ποσό ρεκόρ των 20 τρισ. γιεν, δηλαδή περίπου το διπλάσιο του τότε εμπορικού πλεονάσματός της. H χρήση του όπλου της υποτίμησης του νομίσματος που επέλεξε να κάνει η Ελβετία, αναπόφευκτα εντείνει τον «πόλεμο» μεταξύ των νομισμάτων. Οταν σε περιόδους οικονομικής κρίσης όλοι επενδύουν στο νόμισμά σου, δεν έχεις άλλη επιλογή παρά μόνον την ενεργή υποτίμησή του. Βεβαίως, οι Ελβετοί πράττουν ό,τι επιδιώκουν και άλλες κεντρικές τράπεζες, οι οποίες τυπώνουν χρήμα για να ενισχύσουν την εθνική οικονομία τους, λαμβάνοντας μέτρα «ποσοτικής χαλάρωσης», όπως αποκαλείται η περιβόητη πολιτική της «quantitative easing». Δηλαδή, την πολιτική που ακολουθούν οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Ηδη στον χορό των μηδενικών επιτοκίων χορεύει και η Ελβετία. Φοβούμενη μια βαθιά ύφεση και έναν αποπληθωριστικό κίνδυνο, που έχουν ήδη κυκλώσει την οικονομία της, η ελβετική κεντρική τράπεζα μείωσε το επιτόκιο του φράγκου στα σχεδόν μηδενικά επίπεδα του 0,25% και το τρίμηνο επιτόκιο libor στην κλίμακα μεταξύ 0 - 0,75%. Για μείωση των επιτοκίων τους ούτε λόγος, λοιπόν, αφού είναι σχεδόν μηδενικά. Αν και η υποτίμηση του ελβετικού φράγκου δεν αναμένεται να έχει ουσιαστικές επιπτώσεις σε άλλες οικονομίες, ανησυχεί για πολλούς άλλους λόγους. Η Ελβετία θα έχει φέτος πλεόνασμα στο ισοζύγιό τρεχουσών συναλλαγών, αντίστοιχο με το 8,7% του ΑΕΠ της. Εάν χώρες με τέτοιου είδους πλεονάσματα αρχίσουν να υποτιμούν το νόμισμά τους, άραγε πώς θα διορθωθούν οι ανισορροπίες της παγκόσμιας οικονομίας; Επίσης, είναι προφανές πως δεν μπορούν να υποτιμηθούν όλα τα νομίσματα. Εάν το ελβετικό φράγκο δεν αποτελεί πλέον καταφύγιο, οι επενδυτές θα στραφούν αλλού. Εάν η Ελβετία δεν μπορεί να αντέξει τη πίεση της ανατίμησης του νομίσματός της, γιατί να το αντέξει οποιαδήποτε άλλη οικονομία;
No comments:
Post a Comment