Οι CΒL αποτελούν ειδική μορφή σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing) και βασίστηκαν στην εκμετάλλευση της φορολογικής νομοθεσίας των ΗΠΑ, η οποία έδινε τη δυνατότητα αντιμετώπισης της ακίνητης περιουσίας ως μακροχρόνιας μίσθωσης. Συν τοις άλλοις, το αντικείμενο των συμβάσεων εθεωρείτο ξένη επένδυση και επιτρεπόταν η εγγραφή αποσβέσεων για το σύνολο της αξίας του.
Σύμφωνα με τη μελέτη, «αν και στόχος ήταν η εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που προσέφερε η φορολογική νομοθεσία των ΗΠΑ,άμεση συνέπεια ήταν η τεχνητή μείωση του δημοσίου χρέους της Γερμανίας καθώς τα συμβαλλόμενα μέρη από γερμανικής πλευράς εξασφάλισαν τη χρηματοδότηση των αναγκών τους μέσω κεφαλαίων η εξυπηρέτηση των οποίων δεν κατεγράφη ως χρέος αλλά ως καταβολή ενοικίων». «Ως επακόλουθο», συνεχίζει η έκθεση, «η πρακτική αυτή συντέλεσε στην απεικόνιση μειωμένου ύψους δημοσίου χρέους της Γερμανίας τόσο ως απολύτου μεγέθους όσο και ως ποσοστού επί του ΑΕΠ. Στον βαθμό δε που οι συμβάσεις αυτές είναι ακόμη σε ισχύ,εξακολουθούν να επηρεάζουν το ύψος του δημοσίου χρέους».
«Οι συμβάσεις συνετάγησαν μεταξύ δημοσίων οργανισμών και φορέων Τοπικής Αυτοδιοίκησης της Γερμανίας αφενός και τραπεζών των ΗΠΑ αφετέρου,στις οποίες φαίνεται ότι περιλαμβανόταν και η Deutsche Βank, μέσω της παρουσίας της στις ΗΠΑ.Οι συμβάσεις ακολουθούσαν το Δίκαιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης,καθώς βάσει αυτού θα διατηρούσαν την ισχύ τους ακόμη και αν διαπιστωνόταν ότι παραβιάζουν τη νομοθεσία. Ονομάζονταν έως το 1999 ως “lease in lease out” και στη συνέχεια ως συμβόλαια “lease and service contracts”. Η δυνατότητα αυτή εξέλειψε από το 2004 λόγω της υιοθέτησης στις ΗΠΑ του “Αmerican Jobs Creation Αct 2004”, νομοθετήματος που κατήργησε τα φορολογικά πλεονεκτήματα του προηγουμένου καθεστώτος» σημειώνεται. «Βάσει των CΒL,η γερμανική πλευρά προχώρησε στη μακροχρόνια μίσθωση διάρκειας έως και 100 ετών, συνήθως όμως έως 30,προς έναν χρηματοδοτικό οργανισμό των ΗΠΑ ενός περιουσιακού της στοιχείου φερ΄ ειπείν δίκτυο μετρό,εργοστάσιο παραγωγής θερμότητας, δίκτυο ύδρευσης, εκθεσιακό κέντρο, εργοστάσιο επεξεργασίας λυμάτων κτλ.Εναντι αυτού η γερμανική πλευρά εισέπραξε ένα εφάπαξ ποσό, το οποίο διαφορετικά θα έπρεπε να εξασφαλίσει μέσω σύμβασης δανείου. Στη συνέχεια η αμερικανική πλευρά εκμίσθωσε στη γερμανική το περιουσιακό στοιχείο έναντι καταβολής μισθωμάτων» αναφέρεται.
«Το κέρδος της γερμανικής πλευράς προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του ποσού που εισέπραξε κατά την εκμίσθωση των αντικειμένων προς την αμερικανική πλευρά και το ποσό που κατέβαλε τελικώς προς αυτή λόγω της επανεκμίσθωσης. Η διαφορά προκύπτει γιατί η αμερικανική πλευρά εκμεταλλευόμενη την αμερικανική νομοθεσία,μπορούσε να προχωρήσει σε ταχεία απόσβεση του περιουσιακού στοιχείου, μειώνοντας τα κέρδη της, και ήταν έτσι σε θέση να προσφέρει χαμηλό ύψος μισθώματος» επισημαίνει η έρευνα.
«Το γεγονός αυτό εμφάνιζε τις CΒL ως πολύ αποδοτικές και για τη γερμανική πλευρά (εξεύρεση εφάπαξ χρηματοδότησης χωρίς δανεισμό, διατήρηση ιδιοκτησίας, χαμηλό μίσθωμα, πιθανό κέρδος στη λήξη της σύμβασης), με αποτέλεσμα τη σύναψη μεγάλου αριθμού τέτοιων συμβάσεων εκείνη την περίοδο. Ωστόσοοι συμβάσεις αυτές ήταν νομικά πολύπλοκες, συνάπτονταν στην αγγλική γλώσσα και προϋπέθεταν πολύ καλή νομική και χρηματοδοτική γνώση,τις οποίες δεν διέθετε πάντοτε η γερμανική πλευρά. Κυρίως δε, εμπεριείχαν σημαντικό κίνδυνο,καθώς προέβλεπαν σειρά άλλων προϋποθέσεων, όπως την παροχή ασφάλισης από ασφαλιστικό οργανισμό με συγκεκριμένη αξιολόγηση. Συχνά η ασφάλιση προήλθε από την αμερικανική ΑΙG, τα πρόσφατα προβλήματα της οποίας μεταφράστηκαν σε σημαντικές ζημιές για τη γερμανική πλευρά.Επιπλέον,πρόωρη λύση της σύμβασης προϋπέθετε την καταβολή ρητρών» σημειώνεται.
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=16&artId=326306&dt=17/04/2010
No comments:
Post a Comment