Πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, οι κεντρικοί τραπεζίτες ήταν θριαμβευτές. Είχαν νικήσει τον πληθωρισμό και είχαν δαμάσει τον οικονομικό κύκλο. Επίσης, είχαν αναπτύξει μία πνευματική συναίνεση για το πώς να ενεργούν. Την περιέγραψε λακωνικά ο Ντέιβιντ Μπλάνσφλαουερ, μέλος της νομισματικής επιτροπής της Τράπεζας της Αγγλίας, με τον εξής χαρακτηρισμό: «Eνα εργαλείο, ένας στόχος». Εργαλείο ήταν τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια και στόχος η σταθερότητα των τιμών. Ο μινιμαλιστικός αυτός τύπος δέσποζε στο πνεύμα της εποχής. Οι αγορές εκτιμούσαν εύστοχα τον επενδυτικό κίνδυνο και οι τράπεζες προσέφεραν δάνεια με γενναιοδωρία.
Το μοναδικό εργαλείο
Οι κεντρικοί τραπεζίτες χρησιμοποιούσαν μόνον το εργαλείο του καθορισμού των επιτοκίων, στα οποία προσαρμόζονταν αυτομάτως και όλες οι άλλες αγορές. Οι κεντρικοί τραπεζίτες νοιάζονταν βέβαια και για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και για την πλήρη απασχόληση, μπορούσαν όμως να προβάλουν το επιχείρημα ότι για να πετύχουμε στα δύο αυτά σημεία, ο καλύτερος τρόπος ήταν η σταθεροποίηση των τιμών, χωρίς την παρέμβαση των πολιτικών. Η χρηματοπιστωτική κρίση αντέστρεψε ολοσχερώς αυτήν την πραγματικότητα. Ο οικονομικός κύκλος υποτίθεται ότι έχει νικηθεί, αλλά ο κόσμος βρίσκεται στην πιο βαθιά ύφεση από τη δεκαετία του 1930. Ο αποπληθωρισμός έχει καταστεί μεγαλύτερος εχθρός απ’ ό, τι η ανεργία. Τα επιτόκια στις περισσότερες χώρες βρίσκονται σε μηδενικό επίπεδο και οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν πρόσθετα εργαλεία.
Ας εξετάσουμε το πιο καίριο ερώτημα: Tι είδους εργαλεία; Πριν από την κρίση, σχεδόν κάθε μεγάλη τράπεζα λειτουργούσε βάσει των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων (συνήθως overnight). To επιτόκιο αυτό, όποιο κι αν ήταν, είχε μικρότερη σημασία για την οικονομική δραστηριότητα από, για παράδειγμα, εκείνο των 12μηνων εταιρικών ή των 30χρονων στεγαστικών δανείων. Αλλά η σχέση μεταξύ αυτών ήταν αρκετά σταθερή ώστε να επιτρέπεται στις κεντρικές τράπεζες να επηρεάζουν τις χρηματοοικονομικές συνθήκες και άρα ολόκληρη την οικονομία. Ομως, οι σχέσεις αυτές είχαν περιέλθει σε ένταση ήδη πριν από την κρίση, καθώς η μείωση των αποταμίευσης διεθνώς προκάλεσε την «αποσύζευξη» των μακροχρόνιων και των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων. Κατά τη διάρκεια της κρίσεως, αποδεσμεύθηκαν τελείως επειδή οι πιστωτές ανησυχούσαν μήπως τα δάνεια δεν πωληθούν ή δεν εξοφληθούν.
Σπασμωδικές αντιδράσεις
Οι κεντρικές τράπεζες αντέδρασαν, επεκτείνοντας τις δανειοδοτικές τους δραστηριότητες μέσω ποικίλων τύπων πιστώσεων και παραγώγων, πιο μακροχρόνιων όρων εξοφλήσεως και άλλων συναφών τρόπων. Η Fed άρχισε να δανείζει τις επενδυτικές τράπεζες. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έδινε εγγυήσεις για απεριόριστα δάνεια μέχρι και έξι μήνες αντί μιας εβδομάδος που ίσχυε στο παρελθόν. Η Τράπεζα της Ιαπωνίας αγόρασε μετοχές και η Τράπεζα της Ελβετίας παρενέβη στις αγορές συναλλάγματος. Επιπλέον, τόσο η Τράπεζα του Καναδά όσο και η ΕΚΤ σκέπτονται να προβούν σε μαζικές αγορές επιχειρηματικών ομολόγων προκειμένου να δώσουν μία ώθηση στην ποσότητα των πιστώσεων. Ωστόσο, οι κεντρικές τράπεζες ελπίζουν να χαλαρώσουν τα μέτρα αυτά όταν θα τερματισθεί η διεθνής οικονομική κρίση. Η Fed, για παράδειγμα, είναι αναγκασμένη εκ του νόμου να άρει ορισμένα από αυτά όταν η «ανάγκη δεν θα είναι πλέον επείγουσα». Μία «στρατηγική εξόδου» είναι αναγκαία για την επιστροφή «σε μία οικονομία της αγοράς πιo ισορροπημένης και πιo ελαστικής», δήλωσε ο υποδιοικητής της, Ντόναλντ Κον.
«Κλειδί» ο πληθωρισμός
Σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας Μέρβιν Κινγκ, «η στρατηγική αυτή θα υπαγορευθεί από την προοπτική του πληθωρισμού». Η απόσυρση των έκτακτων μέτρων, ωστόσο, δεν θα είναι τόσο εύκολη όσο ακούγεται. Οι κεντρικές τράπεζες δεν θα πρέπει απλώς να επανεξετάσουν τα εργαλεία τους. Πιθανώς να χρειασθεί να επανεξετάσουν και τους στόχους τους. Οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες είχαν καταλήξει να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους μόνον στη διατήρηση χαμηλού και σταθερού ποσοστού πληθωρισμού. H Fed εκ του νόμου υποχρεούται να δώσει την ίδια έμφαση στην απασχόληση και στον πληθωρισμό, ωστόσο, στην πράξη δίνει προτεραιότητα στον πληθωρισμό.
Η συναίνεση αυτή τίθεται πλέον υπό αμφισβήτηση. Η ύφεση ξεκίνησε σε ένα περιβάλλον σταθερότητας των τιμών, όπως έγινε και με την Αμερική το 1929 στην Αμερική και με τη χαμένη δεκαετία της Ιαπωνίας. Oπως λέει ο κ. Μπλάνσφλαουερ, «αυτή η προσέγγιση απέτυχε να αποτρέψει τη δημιουργία ανισορροπιών που προηγήθηκε της κρίσης και ήταν ανεπαρκής στην αντιμετώπισή της». Eτσι, πλέον υπάρχει συναίνεση για την αναζήτηση νέων εργαλείων ρύθμισης του χρηματοοικονομικού κλάδου.
Μετά την κρίση
Δικαίως ή αδίκως, η έξοδος από την κρίση θα βρει τις κεντρικές τράπεζες με έναν μεγαλύτερο ρόλο στις αγορές και την εποπτεία τους. Αυτό θα αμφισβητήσει ένα ακόμη στοιχείο της προ του 2007 συναίνεσης: ότι θα πρέπει να είναι όσο γίνεται πιο απομακρυσμένοι από την πολιτική. Η ανεξαρτησία τους προφύλασσε από την επιθυμία των πολιτικών να παίξουν με τον πληθωρισμό. Μέρος της ελκυστικότητας του δόγματος «ένα εργαλείο, ένας στόχος», ήταν ότι έκανε τη νομισματική πολιτική ένα τεχνικό, και όχι ένα πολιτικό, θέμα.
Πλέον οι διαχωριστικές γραμμές είναι περισσότερο ασαφείς. Οι μη συμβατικές οικονομικές πολιτικές που υιοθετούνται σήμερα πολύ συχνά απαιτούν από τις Κεντρικές Τράπεζες να χορηγούν δάνεια, τα οποία ενδεχομένως να μην αποπληρωθούν στο σύνολό τους. Αλλά ακριβώς επειδή οι φορολογούμενοι θα είναι αυτοί οι οποίοι θα επωμιστούν στο τέλος τις όποιες ζημίες, οι υπουργοί Οικονομικών -δηλαδή το κράτος- αναγκαστικά θα έχουν ισχυρότερη επιρροή στις Κεντρικές Τράπεζες και περισσότερα δικαιώματα παρέμβασης στη λειτουργία τους.
Η αναδιανομή πιστωτικών ροών και οι αυστηρότερες ρυθμίσεις σημαίνουν ότι μερικές εταιρείες θα είναι κερδισμένες και μερικές χαμένες. Χρειάζεται λοιπόν μεγαλύτερη λογοδοσία. Επίσης, με τα επιτόκια να βρίσκονται σε μηδενικό επίπεδο, η Fed και η Τράπεζα τις Αγγλίας αγοράζουν δημόσιο χρέος για να τονώσουν τις πιστωτικές ροές. Αυτό έχει συνέπειες και σε τρίτες χώρες, οι οποίες καλούνται να προσαρμόσουν και τις δικές τους πολιτικές με αποτέλεσμα να δημιουργούνται σειρά πιθανών αντιτιθέμενων συμφερόντων. Η μόνη διευθέτηση που μπορεί να υπάρξει είναι πολιτικής φύσεως. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι το χάσμα μεταξύ κεντρικών τραπεζών και πολιτικής να είναι λιγότερο ξεκάθαρο σήμερα. Το έργο των κεντρικών τραπεζιτών έχει μεγαλύτερη σημασία σε σχέση με πριν από το 2007. Αλλά την ίδια στιγμή, οι κεντρικές τράπεζες υφίστανται μεγαλύτερη κριτική και πολιτικό έλεγχο.
4 comments:
Οι κεντρικές τράπεζες με την αλλοπρόσαλλη νομισματική τους πολιτική τα προηγούμενα χρόνια, προκάλεσαν την πιστωτική φούσκα και το συνεπακόλουθο σκάσιμό της.
Δεν είναι δυνατόν μια ομάδα ανθρώπων να καθορίζει τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια (που επηρεάζουν καθοριστικά και τα μακροπρόθεσμα) διότι είναι αδύνατο να γνωρίζουν το σωστό ύψος τους.
Το επιτόκιο πρέπει να καθορίζεται από την αγορά, εκτός και αν αλλάξει το νομισματικό σύστημα.
Για παράδειγμα η πιστωτική επέκταση κατά την προηγούμενη 20ετία ήταν εκρηκτική, όμως η πορεία των καταθέσεων δεν ακολουθούσε λόγω της μη ελκυστικότητας των τραπεζικών καταθέσεων. Είναι προφανές ότι η πιστωτική επέκταση δεν μπορεί να συνεχίζεται για πάντα όταν δεν υπάρχει ισσοροπία μεταξύ καταθέσεων και χορηγήσεων. Αν η αγορά καθόριζε τα επιτόκια τότε θα υπήρχε ισσοροπία (το επιτόκιο δεν θα ήταν ποτέ σε τόσο χαμηλά επίπεδα για τόσο παρατεταμένο διάστημα) και η πιστωτική φούσκα θα είχε μικρότερο μέγεθος και μικρότερες επιπτώσεις...
sterk
τώρα που το κεντρικό επιτόκιο θα παραμείνει 0%, το πραγματικό καθορίζεται από την αγορά
το θέμα είναι ότι το προ-τελευταίο όπλο των κεντρικών μας τελειώσε (το κεντρικό επιτόκιο) ίσως και για πάντα, εάν θυμηθούμε την Ιαπωνία
τώρα μόνο έμεινε η εντολή για αγορές (=έκδοση νέου χρήματος) περιουσιακών στοιχείων, όπως ομόλογα
Καταρχήν συγχαρητήρια για τη δουλειά που κάνεις σε αυτό το blog και ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη για το μακρυ post...
Διαφωνώ ότι τώρα που τα επιτόκια είναι στο 0 η αγορα καθορίζει τα επιτόκια. Και αυτό γιατί είναι ξεκάθαρο ότι επηρεάζουν τα επιτόκια τόσο με τα μηδενικά βραχυχρόνια επιτόκια όσο και με τις αγορές μακροπρόθεσμων τίτλων (που οδηγεί σε χαμηλότερο επιτόκιο τους τίτλους αυτούς).
Ένα παράδειγμα της ζημιάς που κάνουν έχει να κάνει με την αγορα real estate. Διατηρώντας το επιτόκιο σε τεχνητά χαμηλά επίπεδα οδηγούν το spread της αγοράς ακινήτων (διαφορά ανάμεσα στην απόδοση του ενοικίου και αυτής των "χωρίς ρίσκο" κρατικών ομολόγων) σε τεχνητά υψηλά επίπεδα. Έτσι προσπαθούν να χειραγωγήσουν τους αγοραστές ώστε βλέποντας οι τελευταίοι το μεγάλο spread και το χαμηλό κόστος χρηματοδότησης να μπουν στην αγορά και να αγοράσουν τονόνοντας τη ζήτηση.
Κάποιος θα αναρωτηθεί "μα είναι κακό αυτό?" σε πρώτη ανάγνωση όχι.
Όμως αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι μια προσπάθεια από μέρους των κεντρικών τραπεζιτών και πολιτικών να διατηρήσουν τις τιμές των ενεργητικών (real estate εδώ) σε τεχνητά υψηλότερα επίπεδα από αυτά που θα υποδήλωνε η αγορά και η ζήτηση αν οι αγορές αφήνονταν ελεύθερες.
Το πρόβλημα είναι ότι η ελκυστικότητα η μη των επενδύσεων καθορίζεται από την μελλοντική τους κερδοφορία. Η υπερπροσφορά ακινήτων θα πιέσει τις πραγματικές τιμές τους, ακόμα και αν υπάρχει μια βραχυχρόνια ζήτηση λόγω της εξαιρετικά ελαστικής νομισματικής πολιτικής.
Κατά τη γνώμη μου, οι κυβερνητικές παρεμβάσεις θα οδηγήσουν σε μείωση των βραχυχρόνιων επιπτώσεων της ύφεσης, αλλά με κόστος τη μακροχρόνια ανισορροπία του συστήματος που μπορεί να οδηγηθεί σε αλλεπάλληλες κρίσεις και τελικά στην κατάρευση λόγω άρσης της εμπιστοσύνης του κοινού.
αυτό που γράφεις στο τέλος:
"οι κυβερνητικές παρεμβάσεις θα οδηγήσουν σε μείωση των βραχυχρόνιων επιπτώσεων της ύφεσης, αλλά με κόστος τη μακροχρόνια ανισορροπία του συστήματος που μπορεί να οδηγηθεί σε αλλεπάλληλες κρίσεις και τελικά στην κατάρευση λόγω άρσης της εμπιστοσύνης του κοινού."
αυτό συνέβη το '97, με τη κρίση του LTCM, αλλά και το 2001-2004 (επιτόκιο μηδέν-πόλεμοι-κόψιμο χρήματος) που μας έφερε το 2007-2011
εάν ισχύσει αυτό που γράφεις, κοντέυει ένα ακόμα μεγαλύτερο σκάσιμο...
Post a Comment