Του Γιαννη Στουρναρα*
H ελληνική οικονομία, παρά τα εκάστοτε, και βεβαίως τα σημερινά, σοβαρά προβλήματά της, θεωρείται μια κλασική περίπτωση διαχρονικής επιτυχίας. Το 1830, όταν η Eλλάδα απέκτησε την εθνική της ανεξαρτησία, ήταν μια φτωχή, μικρή επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σήμερα συγκαταλέγεται στις 25 πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Αν η χρονική περίοδος φαίνεται πολύ μεγάλη, το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει αν ξεκινήσουμε από το 1950, δηλαδή αμέσως μετά τον Β ΄Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο, ή το 1960, που διαθέτουμε συγκρίσιμα στοιχεία με τις λοιπές χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε. Ε.). Από τότε μέχρι σήμερα, η Ελλάδα παρουσιάζει τον δεύτερο υψηλότερο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρώπη. Αν και αυτή η περίοδος φαίνεται μεγάλη, το ίδιο προκύπτει από το 1995 και μετά: Την περίοδο αυτή, η Ελλάδα παρουσιάζει το δεύτερο υψηλότερο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης στην Ε. Ε. των «παραδοσιακών» 15 κρατών-μελών, και τον δεύτερο υψηλότερο ρυθμό αύξησης της «ολικής παραγωγικότητας». Ως αποτέλεσμα, το κατά κεφαλήν προϊόν της σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης φθάνει σήμερα το 90% του αντίστοιχου της Ευρωζώνης.
Η παγκόσμια, αλλά και η ελληνική, οικονομική ιστορία διδάσκουν ότι οι μεγάλες επιδόσεις σε όρους οικονομικής ανάπτυξης συνδέονται με μεγάλες μεταρρυθμίσεις, που συνήθως έχουν ένα, ή περισσότερα, από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: Βελτιώνουν την υλική και άυλη υποδομή της χώρας, διευκολύνουν τη δημιουργία πλούτου και προστιθέμενης αξίας, επιβραβεύουν τους δημιουργούς τους, εμποδίζουν τους σφετεριστές να τα οικειοποιηθούν, μειώνουν την κάθε είδους αβεβαιότητα που αντιμετωπίζουν τα άτομα και οι επιχειρήσεις, ενισχύουν την κοινωνική αλληλεγγύη και την εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτών.
Η τελευταία μεγάλη μεταρρυθμιστική περίοδος στην Ελλάδα ήταν αυτή που ξεκίνησε το 1995 και τελείωσε με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Η προσπάθεια επίτευξης των κριτηρίων σύγκλισης και τελικά η υιοθέτηση του ευρώ ήταν μια μεγάλη μεταρρύθμιση διότι αύξησε τη δημοσιονομική και νομισματική πειθαρχία, αλλάζοντας το status quo της οικονομικής πολιτικής της μεταπολιτευτικής περιόδου, μειώνοντας την αβεβαιότητα και τα κάθε είδους «ασφάλιστρα κινδύνου», και τελικά, τα επιτόκια. Συνέπεσε μάλιστα με την περίοδο εκσυγχρονισμού και ιδιωτικοποίησης πολλών κρατικών τραπεζών, τα βελτιωμένα αποτελέσματα των οποίων δημιούργησαν θετικές συνέργειες με τη μακροοικονομική σταθεροποίηση και, τελικά, συνέβαλαν στους υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Η διαδικασία αυτή εξηγεί επακριβώς γιατί σημειώθηκαν τόσο υψηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης αυτήν την περίοδο, παρά το γεγονός ότι το έλλειμμα του δημόσιου τομέα μειώθηκε από περίπου 15% του ΑΕΠ το 1993 σε περίπου 3% του ΑΕΠ (και μάλιστα μετά την απογραφή!) το 1999.
Η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν επίσης μια σημαντική μεταρρύθμιση, διότι ανάγκασε μία ράθυμη και αναποτελεσματική κρατική μηχανή να ανασκουμπωθεί, να προγραμματίσει, να εκπαιδευτεί, να συντονίσει, να φέρει τελικά σε αίσιο πέρας όλα τα υλικά και άυλα έργα τη συγκεκριμένη ημερομηνία.
Μετά την ένταξη στην Ευρωζώνη και τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, η αναπτυξιακή δυναμική συνεχίστηκε λόγω της δύναμης της αδράνειας. Ομως η μεταρρυθμιστική προσπάθεια αυτής της περιόδου ουσιαστικά δεν υποκαταστάθηκε από άλλη, παρά τη σχετική ρητορική και τις κάποιες σποραδικές επιτυχείς προσπάθειες. Το αναπτυξιακό πρότυπο της σύγκλισης έφτασε στα όριά του και δεν υποκαταστάθηκε από άλλο. Στα (αναμφιβόλως) ήδη υπάρχοντα προβλήματα προστέθηκαν κι άλλα, σημαντικότερα, και επί πλέον, η διεθνής οικονομική κρίση.
Τα σημαντικότερα σήμερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι η δημοσιονομική εκτροπή, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, το αναποτελεσματικό κράτος και η θεσμική ανεπάρκεια. Υπάρχει ελπίδα; Υπάρχει σήμερα μεταρρυθμιστικό αντικείμενο που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αναπτυξιακό κύμα ούτως ώστε να είναι εφικτός ο συνδυασμός δημοσιονομικής εξυγίανσης και υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης;
Η απάντηση είναι ναι. Ο καταλύτης μπορεί να προέλθει από τη θεραπεία του μεγάλου ασθενούς, του κράτους. Η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις του ΟΟΣΑ όσον αφορά τα διοικητικά εμπόδια στην επιχειρηματική δραστηριότητα (κοστολογούνται σε 7% του ΑΕΠ!), το κόστος των κλειστών επαγγελμάτων (1% του ΑΕΠ ετησίως), τη χαμηλή αποτελεσματικότητα της δημόσιας παιδείας (προτελευταίοι στην αξιολόγηση PISA του ΟΟΣΑ, το οποίο μεταφράζεται σε όρους απώλειας ανθρώπινου κεφαλαίου περίπου 1% του ΑΕΠ ετησίως), τα διοικητικά εμπόδια στη λειτουργία του ανταγωνισμού (κοστολογούνται σε 3% του ΑΕΠ - μέχρι και στα ξενοδοχεία επιβάλλονται ακόμα κατώτατες τιμές!), τη χαμηλή αποτελεσματικότητα του φορολογικού συστήματος.
Στο ΙΟΒΕ έχουμε ασχοληθεί αρκετά τον τελευταίο καιρό με την εξειδίκευση του νέου, επιθυμητού, αναπτυξιακού προτύπου για την Ελλάδα, με τους στόχους και τα μέσα επίτευξής του. Σε συνδυασμό με τις εκθέσεις των διεθνών οργανισμών, της Τραπέζης της Ελλάδος, και άλλων ανεξάρτητων ερευνητών ή δεξαμενών σκέψης, υπάρχει ήδη μία εκτεταμένη βιβλιογραφία με σχετικές αναλύσεις και προτάσεις. Το ερώτημα όμως παραμένει: Γιατί ο μεγάλος ασθενής, το κράτος, δεν θεραπεύεται; Η απάντηση βρίσκεται στην πολιτική οικονομία των μεταρρυθμίσεων.
Δεν θεραπεύεται διότι, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις στο διάβα της ιστορίας, το πολιτικό κόμμα που βρίσκεται κάθε φορά στην εξουσία χρησιμοποιεί το κράτος ως όμηρο και μέσο αναπαραγωγής σχέσεων εξάρτησης με ένα τμήμα της οικονομικής και συνδικαλιστικής ελίτ της χώρας. Δεν ενδιαφέρεται πρωτίστως για την αξιοκρατία και την προώθηση των αρίστων διότι πρυτανεύει η προώθηση, σε θέσεις-κλειδιά της κρατικής μηχανής, «ημετέρων» που διαδραματίζουν ρόλο ενδιάμεσου στις σχέσεις αυτές. Δεν προχωρά στην άρση των αναχρονιστικών εμποδίων στον ανταγωνισμό, στην κατάργηση των ποικίλων υπουργικών συναρμοδιοτήτων και επικαλύψεων που δημιουργούν κόστος (σε χρόνο και σε χρήμα), στην κατάργηση εκείνων των δημοσίων οργανισμών που σήμερα δεν έχουν λόγο ύπαρξης, διότι αυτές ακριβώς οι ρυθμίσεις αποτελούν μηχανισμό μεταφοράς προστιθέμενης αξίας και πλούτου από τους πραγματικούς παραγωγούς στους σφετεριστές.
Εν κατακλείδι, το επόμενο μεγάλο μεταρρυθμιστικό κύμα θα έρθει όταν αποκοπεί ο ομφάλιος λώρος των πολιτικών κομμάτων από την κρατική μηχανή. Ενας άμεσος και πρακτικός τρόπος είναι να θεσπιστούν ορισμένες θέσεις με θητεία (π. χ. πενταετή) σε επίπεδο υφυπουργών, μετά από ευρύτατη διακομματική συναίνεση μεταξύ προσώπων εγνωσμένου κύρους και ανεξαρτησίας, οι οποίοι θα αναλάβουν το έργο της εφαρμογής μεταρρυθμιστικών προτάσεων χωρίς το άγχος της εκλογής τους σε μια δύσκολη εκλογική περιφέρεια. Σίγουρα υπάρχουν κι άλλοι τρόποι που θεραπεύουν, μέσα σε κάποιο χρονικό διάστημα, το πρόβλημα. Το ζήτημα είναι ποιος ηγέτης ή πολιτικός σχηματισμός έχει πρώτον την ικανότητα να αντιληφθεί τη σημασία και το επείγον του χαρακτήρα αυτών των προτάσεων, και δεύτερον τη βούληση και την ομάδα υλοποίησής τους.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment