Μαζικές ενισχύσεις στις αυτοκινητοβιομηχανίες και αύξηση των τελωνειακών δασμών. Εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, το ζήτημα του προστατευτισμού επανέρχεται στο προσκήνιο, αν και οι υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς δεν παραδίδουν τα όπλα.
Οι επικριτές της αντιτείνουν ότι η θέσπιση ποσοστώσεων και η αύξηση των τελωνειακών δασμών στα προϊόντα που προέρχονται από τις αναδυόμενες χώρες (κυρίως την Κίνα και τα γειτονικά της κράτη) αποτελούν το πλέον ενδεδειγμένο μέσο για την προστασία της εγχώριας ευρωπαϊκής αγοράς, αλλά και για τις αυξήσεις στους μισθούς.
Η έκταση και το βάθος της κρίσης αναθέρμαναν τον δημόσιο διάλογο περί προστατευτισμού. Αν κρίνουμε από τη σφοδρότητα των αντιδράσεων που εκδήλωσαν οι υποστηρικτές της ελευθερίας των συναλλαγών, αυτό το ευαίσθητο ζήτημα έχει αναχθεί σε φετίχ.
Δεδομένου ότι -λόγω άγνοιας ή σκοπίμως- ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται τα τεκταινόμενα παραμορφώνει την αλήθεια, ο προστατευτισμός εμφανίζεται ως πραγματικό ταμπού. Η άρνηση του γεγονότος ότι η ελεύθερη αγορά είναι η αιτία των σημερινών προβλημάτων αποδεικνύει ότι οι οπαδοί της έχουν εγκαταλείψει τον κόσμο της λογικής και έχουν περάσει στη σφαίρα της φαντασίας.
Η ελεύθερη αγορά παίζει διπλό ρόλο στην ύφεση, άμεσο όσον αφορά τους μισθούς και έμμεσο όσον αφορά τον φορολογικό ανταγωνισμό, τον οποίο καθιστά εφικτό.
Πράγματι, για να διατηρηθεί η απασχόληση, οι κυβερνήσεις των χωρών των οποίων οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν άμεσο ανταγωνισμό από χώρες με χαμηλό επίπεδο εργατικού κόστους και κοινωνικής προστασίας προσπαθούν να διατηρήσουν το ύψος της κερδοφορίας στην επικράτειά τους, αναγκαία προϋπόθεση για την αποφυγή της μεταφοράς της παραγωγής σε φτηνότερες χώρες και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τη μεταφορά των κοινωνικών δαπανών των επιχειρήσεων στις πλάτες των εργαζομένων.
Ετσι, στην πίεση που ασκείται στους μισθούς έρχεται να προστεθεί μια πιο σκληρή φορολογία και ο περιορισμός των κοινωνικών παροχών (ο έμμεσος μισθός). Εύλογα, λοιπόν, το εισόδημα των μέσων νοικοκυριών συρρικνώνεται και ως μοναδική διέξοδος επιβίωσης προβάλλει η προσφυγή στον δανεισμό, ακριβώς τη στιγμή που οι οικονομικοί πόροι απειλούνται.
Συνεπώς, αν κάτι βρίσκεται στην καρδιά της κρίσης, δεν είναι οι τράπεζες, των οποίων οι ατασθαλίες αποτελούν απλώς ένα σύμπτωμα: η πραγματική αιτία είναι η λειτουργία της ελεύθερης αγοράς, της οποίας οι επιπτώσεις συνδυάστηκαν με εκείνες που προκάλεσε ο απελευθερωμένος από κάθε έλεγχο χρηματοοικονομικός τομέας.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το μερίδιο της αμοιβής της εργασίας στο εθνικό εισόδημα μειώθηκε στο 51,6% το 2006 -ιστορικά το χαμηλότερο επίπεδό του από το 1929- έναντι 54,9% το 2000 (1). Την οκταετία 2000-2007 η αύξηση του μέσου (2) πραγματικού μισθού ήταν μονάχα 0,1%, τη στιγμή που το μέσο εισόδημα ανά νοικοκυριό μειωνόταν κατά 0,3% σε πραγματικούς όρους.
Από τις ΗΠΑ στην Ε.Ε.
Η μείωση υπήρξε μεγαλύτερη για τους φτωχότερους. Κατά την ίδια περίοδο, το εισόδημα του 20% των φτωχότερων Αμερικανών μειωνόταν με ρυθμό 0,7% ετησίως (3). Επίσης από το 2000, η αύξηση του ωρομίσθιου δεν ακολουθεί πλέον την αύξηση της παραγωγικότητας.
Επιπροσθέτως, η ελεύθερη αγορά ωθεί τις κυβερνήσεις να χρηματοδοτούν τις κοινωνικές παροχές των επιχειρήσεων εις βάρος των εργαζομένων. Μεταξύ 2000 και 2007 στις Ηνωμένες Πολιτείες το κόστος της ασφάλισης για την παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης αυξήθηκε σημαντικά (+68%), όπως εξάλλου κι εκείνο των σπουδών (+46%) (4).
Την ίδια περίοδο, το ποσοστό των πολιτών που δεν διέθεταν πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη πέρασε από το 13,9% στο 15,6% (5).
Ακόμα κι ο Αμερικανός νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν, ο οποίος για μεγάλο διάστημα υποστήριζε ότι «η παγκοσμιοποίηση δεν είναι ο υπαίτιος», αναγκάστηκε να αναγνωρίσει ότι ο αποπληθωρισμός των μισθών που εισάγεται μέσω της ελεύθερης αγοράς έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία (6).
Κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η υπερχρέωση των αμερικανικών νοικοκυριών έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις. Ενώ το 1998 αντιστοιχούσε στο 63% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος των Ηνωμένων Πολιτειών, το 2007 έφτασε στο 100%.
Το φαινόμενο παρατηρείται και στην Ευρώπη, όπου συνδυάζεται, στη ζώνη του ευρώ, με την πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η οποία ενισχύει ακόμα περισσότερο τις εισαγόμενες πιέσεις για υποτίμηση των μισθών.
Ορισμένες χώρες όπως η Ισπανία, η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο ακολούθησαν το αμερικανικό μοντέλο, στο οποίο παρατηρείται μια σχετική -και μερικές φορές απόλυτη- εκπτώχευση του πληθυσμού (7). Ο εισαγόμενος αποπληθωρισμός των μισθών προκάλεσε την έκρηξη της υπερχρέωσης των νοικοκυριών, ένα φαινόμενο αφερεγγυότητας παρόμοιο με εκείνο που καταγράφηκε στις ΗΠΑ.
Ακόμα και σε χώρες που δεν υιοθέτησαν το αμερικανικό μοντέλο, ο αποπληθωρισμός των μισθών είναι προφανής. Η Γερμανία εφάρμοσε μαζική πολιτική ανάθεσης υπεργολαβιών σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος. Ετσι, χάρη στο άνοιγμα της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην κεντρική και στην ανατολική Ευρώπη, περάσαμε από τη λογική του Made in Germany σε εκείνη του Made by Germany.
Ταυτόχρονα, η γερμανική κυβέρνηση μετέφερε (μέσω του ΦΠΑ) στις πλάτες των νοικοκυριών ένα μέρος από τα βάρη που έπρεπε να επωμισθούν οι επιχειρήσεις.
Δομικός εκβιασμός
Η πολιτική αυτή της επέτρεψε να εξασφαλίσει υψηλό εμπορικό πλεόνασμα εις βάρος των εταίρων της στη ζώνη του ευρώ, στην οποία η Γερμανία επανεξάγει τον αποπληθωρισμό των μισθών.
Ωστόσο, το τίμημα όλων αυτών είναι οι ασθενείς ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης εξαιτίας της πτώσης της εσωτερικής ζήτησης, παρά την ανησυχητική αύξηση του χρέους των νοικοκυριών (68% του ΑΕΠ).
Οσον αφορά τη Γαλλία, οι κυβερνήσεις της τελευταίας δεκαετίας επιχείρησαν να αντιδράσουν στην παγκοσμιοποίηση υιοθετώντας πολιτικές τις οποίες αποκάλεσαν «δομικές μεταρρυθμίσεις».
Καθώς οι μεταρρυθμίσεις αυτές επιμήκυναν τη συνολική διάρκεια του χρόνου εργασίας και αμφισβητούσαν τις κοινωνικές παροχές, το μοναδικό τους αποτέλεσμα ήταν να ενισχυθούν ακόμα περισσότερο οι συνέπειες του εισαγόμενου αποπληθωρισμού των μισθών.
Οπως παρατηρεί το Κέντρο Ερευνας για τη Μελέτη και την Παρατήρηση των Συνθηκών Ζωής (Credoc), «η κατάσταση της «μεσαίας τάξης» μοιάζει περισσότερο με εκείνη των χαμηλών εισοδημάτων και λιγότερο με των υψηλών (8)».
Η θεαματικότερη μορφή αυτής της πολιτικής συνίσταται στη μεταφορά της παραγωγικής διαδικασίας σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος και αδύναμο κοινωνικό και περιβαλλοντικό νομοθετικό ρυθμιστικό πλαίσιο. Η σημαντικότερη επίπτωσή της όμως συνίσταται στον εκβιασμό που ασκείται στους εργαζόμενους και στα συνδικάτα τους να παραιτηθούν από τα κεκτημένα κοινωνικά τους δικαιώματα και από τις μισθολογικές αυξήσεις.
Κοινωνικό έλλειμμα
Οι διευθύνσεις των επιχειρήσεων χρησιμοποιούν την απειλή της μεταφοράς της παραγωγής για να αμφισβητήσουν τόσο τα συμφωνηθέντα όσο και το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο για τα κοινωνικά ζητήματα. Επηρεάζεται μάλιστα και η υγεία των μισθωτών, όπως προκύπτει από την αύξηση των παθολογιών που οφείλονται στο στρες στον χώρο εργασίας (9).
Δεδομένου ότι σύμφωνα με σφαιρικές επιδημιολογικές μελέτες (10) οι παθολογίες συνεπάγονται ιατρικό κόστος που αντιστοιχεί στο 3% του ΑΕΠ, αποδεικνύεται η σχέση ανάμεσα στον αποπληθωρισμό των μισθών και στην επιδείνωση των ελλειμμάτων των φορέων της κοινωνικής ασφάλισης, τόσο στη Γαλλία όσο και στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες.
Ομως, είναι ακριβώς η επιδείνωση των ελλειμμάτων της κοινωνικής ασφάλισης που χρησίμευσε ως πρόσχημα στις κυβερνήσεις για να αμφισβητήσουν έναν αρκετά μεγάλο αριθμό δικαιωμάτων, μεταφέροντας κατ' αυτόν τον τρόπο το κόστος στην πλάτη των μισθωτών.
Συνεπώς, οι «δομικές μεταρρυθμίσεις» συμβάλλουν, άμεσα ή έμμεσα, στη δημιουργία συνθηκών που προκαλούν την αφερεγγυότητα της πλειονότητας των νοικοκυριών, αφερεγγυότητα η οποία βρίσκεται στο κέντρο της κρίσης των ενυπόθηκων δανείων που έχει ξεσπάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ισπανία. Σε άλλες χώρες, η κατάσταση καθιστά περισσότερο ευάλωτη την οικονομική θέση των νοικοκυριών και αναδεικνύει κυρίαρχο ζήτημα την «αγοραστική δύναμη».
Ακόμα και στη Γαλλία, στην οποία οι τράπεζες αποδείχθηκαν πολύ πιο συνετές, ο δανεισμός των νοικοκυριών, ο οποίος ήταν σταθερός μέχρι το 2000, αυξήθηκε εντυπωσιακά και απότομα: από το 34% του ΑΕΠ, το 2007 έφτασε στο 47,6%. Τα τελευταία δέκα χρόνια, η εμφάνιση του φαινομένου των «φτωχών εργαζομένων (11)» και στις δύο όχθες του Ρήνου συνδέεται άμεσα με αυτές τις πολιτικές.
Ο αποπληθωρισμός των μισθών οφείλεται στις εξαιρετικά επιθετικές πολιτικές που έχουν υιοθετήσει στα ζητήματα του διεθνούς εμπορίου οι χώρες της Απω Ανατολής μετά την τριετία 1998-2000, επωφελούμενες από τη γενικευμένη ελευθερία των συναλλαγών που προώθησε τότε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ). Ωστόσο, οι πολιτικές αυτού του τύπου οφείλονται κατά κύριο λόγο στις αντιδράσεις των χωρών αυτών απέναντι στο σοκ που τους προκάλεσε η χρηματοπιστωτική κρίση της περιόδου 1997-1999.
Κάτι τέτοιο συνέβη στην περίπτωση της Κίνας, η οποία αναγκάστηκε να απορροφήσει -εξαιτίας της ανικανότητας και της αδράνειας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ)- ένα μεγάλο μέρος της ασιατικής κρίσης, αφήνοντας τις γειτονικές της χώρες να ανασυγκροτήσουν εις βάρος της εμπορικά και χρηματοοικονομικά πλεονάσματα.
Τότε, η Κίνα και οι γείτονές της θεώρησαν ότι η πιθανότητα επανάληψης παρόμοιας κρίσης τους επέβαλε να δημιουργήσουν σημαντικά συναλλαγματικά αποθέματα. Ωθήθηκαν να εφαρμόσουν επιθετικές πολιτικές στο διεθνές εμπόριο, πολιτικές που υλοποιήθηκαν με την εντονότατη υποτίμηση των νομισμάτων τους, τον ανταγωνιστικό αποπληθωρισμό και τον περιορισμό της εσωτερικής κατανάλωσης.
Αυτά ακριβώς τα μέτρα οδήγησαν, στις ανεπτυγμένες χώρες, σε μείωση του μεριδίου των μισθών στον παραγόμενο πλούτο. Μάλιστα, εάν κρίνουμε από την τεράστια συσσώρευση συναλλαγματικών αποθεμάτων που πέτυχαν οι αναδυόμενες χώρες της Απω Ανατολής -1,884 τρισεκατομμύρια δολάρια για την Κίνα (12)- οι μειώσεις των αποδοχών αποδείχθηκαν όπως φαίνεται εξαιρετικά αποτελεσματικές.
Κινέζικο μοντέλο
Η κινεζική οικονομία συνεχίζει εδώ και τριάντα χρόνια την προσπάθειά της να καλύψει την τεχνολογική της υστέρηση. Ταυτόχρονα, το -άμεσο και έμμεσο- μισθολογικό κόστος της δεν αυξάνεται. Μακροπρόθεσμα, η βελτίωση της ποιότητας των εξαγωγών της απειλεί το σύνολο των θέσεων εργασίας στη βιομηχανία.
Ο «δείκτης ομοιότητας», ο οποίος συγκρίνει τις εξαγωγές μιας χώρας με εκείνες των χωρών του ΟΟΣΑ, αυξάνεται διαρκώς, τόσο στην περίπτωση της Κίνας όσο και των υπόλοιπων αναδυόμενων χωρών (13).
Ετσι, καταρρέει ο μύθος της διεθνούς εξειδίκευσης σύμφωνα με τον οποίο υποτίθεται ότι αυτές οι χώρες θα επικεντρώνονταν στην παραγωγή απλών προϊόντων, ενώ οι ανεπτυγμένες χώρες θα διατηρούσαν τον έλεγχο των πιο εξελιγμένων προϊόντων. Εξάλλου, ο εισαγόμενος αποπληθωρισμός των μισθών έκανε την εμφάνισή του στην Ευρωπαϊκή Ενωση και εξαιτίας της διεύρυνσης και των στρατηγικών που υιοθέτησαν τα νεοεισελθόντα μέλη.
Χώρες όπως η Δημοκρατία της Τσεχίας, η Σλοβακία, η Ρουμανία, αλλά και, σε μικρότερο βαθμό, η Ουγγαρία ή η Πολωνία, έπαιξαν μελετημένα το χαρτί του φορολογικού ντάμπινγκ, των πλεονεκτικών γι' αυτές συναλλαγματικών ισοτιμιών, των χαμηλών εισφορών στην κοινωνική ασφάλιση και των εξαιρέσεων από τους κανόνες της παγκόσμιας περιβαλλοντικής νομοθεσίας.
Με αυτό τον τρόπο κατόρθωσαν να προσελκύσουν επενδύσεις από επιχειρήσεις που επιθυμούσαν να μεταφέρουν την παραγωγική τους δραστηριότητα σε χώρα με χαμηλό κόστος παραγωγής. Δεδομένου του μεγέθους αυτών των χωρών, είναι προφανές ότι οι επενδυτές δεν εγκαθίστανται εκεί αποβλέποντας στην εσωτερική τους αγορά, αλλά για να τις χρησιμοποιήσουν προσωρινά ως πλατφόρμες επανεξαγωγής των προϊόντων προς τις χώρες που αποτελούν τον ιστορικό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης (14).
Οσο για την ιδέα ότι ο αποπληθωρισμός των μισθών είναι το τίμημα που πρέπει να καταβάλλουμε έτσι ώστε να αναπτυχθούν και άλλες χώρες... αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα ψεύδη. Οι επιπτώσεις της ελευθερίας των συναλλαγών που προώθησε ο ΠΟΕ υπήρξαν ολέθριες για τις φτωχότερες χώρες.
Παρ' όλο που τα πρώτα αποτελέσματα που δόθηκαν στη δημοσιότητα το 2003 προκάλεσαν πανηγυρισμούς για τα κέρδη των 800 δισ. δολαρίων που είχαν επιτευχθεί, οι μεταγενέστερες αναθεωρήσεις τους οδήγησαν στην κατάρρευση τέτοιων εκτιμήσεων (15). Ομως, τα μοντέλα που χρησιμοποιήθηκαν για την εξαγωγή των συμπερασμάτων, ήταν -ηθελημένα ή μη- σχεδιασμένα κατά τρόπον ώστε να μεγιστοποιούν τα οφέλη που συνεπάγεται η απελευθέρωση των συναλλαγών.
Για παράδειγμα, δεν λάμβαναν υπόψη την απώλεια εσόδων από την κατάργηση των τελωνειακών δασμών (16), οι οποίοι κάθε άλλο παρά αμελητέοι είναι. Επιπλέον, η Παγκόσμια Τράπεζα και ο ΠΟΕ εντάσσουν την Κίνα στην κατηγορία των φτωχών χωρών, πράγμα εξαιρετικά συζητήσιμο. Εάν αφαιρέσουμε την Κίνα από το δείγμα της έρευνας που χρησίμευσε ως βάση, το αποτέλεσμα είναι αρνητικό, όποια μεθοδολογία κι αν χρησιμοποιηθεί (17).
Το εισόδημα που χάνουν οι εργαζόμενοι των ανεπτυγμένων χωρών δεν καταλήγει στους συναδέλφους τους των αναδυόμενων χωρών: με αυτό πλουτίζει ακόμα περισσότερο μια πολύ μικρή ελίτ, της οποίας η περιουσία γνώρισε εκρηκτικούς ρυθμούς αύξησης κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 0,1% των πλουσιότερων Αμερικανών συγκέντρωνε το 7,5% του εθνικού εισοδήματος το 2005, έναντι 5% το 1995 και 2,9% το 1985. Το επίπεδο του 2005 αντιστοιχούσε σε εκείνο του 1929 (7,6%). Οι ίδιες αιτίες παράγουν τα ίδια αποτελέσματα.
Παρ' όλο που σε πρώτη φάση επιταχύνεται η ανάπτυξη των χωρών που υποδέχονται τις επενδύσεις των επιχειρήσεων που αποβλέπουν στο χαμηλό κόστος παραγωγής, οι ίδιες χώρες σκάβουν τον λάκκο τους, με τη βοήθεια των μεγάλων αμερικανικών και ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Αποτέλεσμα, η σημερινή κρίση προκλήθηκε από τη σχετική -ακόμα και την απόλυτη- πτώχευση των εργαζομένων των ανεπτυγμένων χωρών, εξαιτίας της απότομης συμπίεσης της κατανάλωσης, η οποία με τη σειρά της δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στις εξαγωγικές χώρες.
Το μήνυμα του '29
Στο παιχνίδι της ελεύθερης αγοράς, της μεταφοράς της παραγωγής σε χώρες με χαμηλότερο κόστος και του αποπληθωρισμού των μισθών, κανένας δεν βγαίνει κερδισμένος, με μοναδική εξαίρεση εκείνους που έχουν τσεπώσει τα κέρδη και τα έχουν τοποθετήσει σε σίγουρο μέρος.
Υπάρχει ωστόσο κι ένας δεύτερος μύθος, ο οποίος χρησιμοποιείται για να βυθιστεί στην ανυποληψία ο προστατευτισμός: υποστηρίζεται ότι τα προστατευτικά μέτρα που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια της κρίσης του 1929 την επιδείνωσαν, προκαλώντας την κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου (18). Στην πράξη, οι καθοριστικοί παράγοντες της κρίσης υπήρξαν η νομισματική αστάθεια, η αύξηση του κόστους των μεταφορών και η συρρίκνωση της διεθνούς ρευστότητας.
Οι οπαδοί της ελεύθερης αγοράς ξεχνούν συνεχώς τη μεταστροφή του Τζον Μέιναρντ Κέινς, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ήταν ένθερμος οπαδός της ελεύθερης αγοράς, ενώ, μετά το 1933, στράφηκε στον προστατευτισμό (19). Μέχρι τον θάνατό του, το 1946, δεν εγκατέλειψε τις απόψεις του. Επιπλέον, στα σχέδιά του για την αναδιοργάνωση του διεθνούς εμπορικού και νομισματικού συστήματος, ο προστατευτισμός κατείχε σημαντική θέση, παρ' όλο που καταδίκαζε την επιδίωξη της αυτάρκειας.
Συνεπώς, αυτό που επιβάλλεται είναι η λήψη προστατευτικών μέτρων που θα μας επιτρέψουν να ρυθμίσουμε τις συναλλαγές μας με το εξωτερικό και όχι η επιδίωξη της αυτάρκειας. Μάλιστα, πρόκειται για τη σημαντικότερη προϋπόθεση στην οποία θα στηριχθεί κάθε πολιτική για την αναβάθμιση των μισθών, αναβάθμιση που θα επιτρέψει να καταστούν τα νοικοκυριά φερέγγυα και να αυξηθεί η ζήτηση.
Η αύξηση των μισθών, αν δεν συνοδεύεται από περιορισμό της ελευθερίας συναλλαγών, αποτελεί είτε υποκρισία, είτε ηλιθιότητα. Εξάλλου, μονάχα ο προστατευτισμός μπορεί να σταματήσει τον κύκλο της φορολογικής και της κοινωνικής μειοδοσίας που έχει δρομολογηθεί σήμερα στις χώρες της Ευρώπης.
Μπορεί κανείς να αντιτάξει ότι η εγκαθίδρυση του προστατευτισμού δεν θα οδηγήσει αυτόματα στην τροποποίηση της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων. Είναι επίσης πιθανόν ότι, όταν η εργοδοσία θα διαπιστώσει ότι προστατεύεται καλύτερα από τον ξένο ανταγωνισμό, θα επιχειρήσει να διατηρήσει την πλεονεκτική θέση της. Ωστόσο, θα έχει χάσει το κυριότερο από τα προσχήματα που προβάλλει σε περίοδο κρίσης.
Είναι αλήθεια ότι σήμερα -τόσο στη Γαλλία όσο και στις σημαντικότερες από τις ανεπτυγμένες χώρες- η πίεση των εισαγωγών από χώρες με χαμηλό κόστος παραγωγής δεν αφήνει άλλη επιλογή από τον άμεσο και έμμεσο αποπληθωρισμό των μισθών ή τη μεταφορά της παραγωγής σε χώρες με χαμηλό κόστος. Αφαιρώντας από τους εργοδότες το συγκεκριμένο επιχείρημα, ξαναδίνουμε στους εργαζόμενους τη δυνατότητα να επιβάλλουν, μέσα από τους αγώνες τους, μια καλύτερη κατανομή του παραγόμενου πλούτου.
Ο προστατευτισμός δεν αποτελεί πανάκεια -εξάλλου, στην οικονομία δεν μπορεί να υπάρξει πανάκεια- αλλά μια αναγκαία προϋπόθεση. Οι στόχοι του πρέπει να προσδιοριστούν με μεγάλη σαφήνεια.
Η άλλη φορολογία
Το ζητούμενο δεν είναι η ακόμα μεγαλύτερη αύξηση των κερδών, αλλά η διαφύλαξη -και στη συνέχεια η επέκταση- των κοινωνικών και των περιβαλλοντικών κεκτημένων. Συνεπώς, δεν πρέπει να επιβαρυνθούν οι εισαγωγές όλων των χωρών στις οποίες οι μισθοί είναι χαμηλοί, αλλά εκείνων στις οποίες η παραγωγικότητα προσεγγίζει το δικό μας επίπεδο, χωρίς ωστόσο να εφαρμόζουν κοινωνικές και περιβαλλοντικές πολιτικές αντίστοιχες με τις δικές μας.
Με λίγα λόγια, πρέπει να εμποδίσουμε το παγκόσμιο εμπόριο να οδηγήσει στην ισοπέδωση τον κόσμο.
Το πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι ατελές για μια επιστροφή τέτοιου τύπου. Αν και επιβάλλεται η επαναφορά ενός υψηλού κοινοτικού δασμού, είναι προφανές ότι ο σημερινός ευρωπαϊκός οικονομικός χώρος είναι τόσο ετερογενής που επιτρέπει τη διαιώνιση των πολιτικών που προωθούν το φορολογικό, κοινωνικό και οικολογικό ντάμπινγκ.
Συνεπώς, εκτός των κοινοτικών δασμών, πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο της επιστροφής στα αντισταθμιστικά νομισματικά ποσά (20) που ίσχυαν τη δεκαετία του 1960.
Οι δασμοί προσωρινού χαρακτήρα θα αποσκοπούν στην αντιστάθμιση των αποκλίσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών, αλλά και των κοινωνικών και οικολογικών προδιαγραφών ανάμεσα στις χώρες της ζώνης του ευρώ και στα υπόλοιπα μέλη της Ενωσης. Παρόμοια αλλαγή θα πυροδοτήσει σίγουρα σύγκρουση στο εσωτερικό της.
Αν και, μακροπρόθεσμα, η καλύτερη λύση συνίσταται στην υιοθέτηση μέτρων που θα ληφθούν μέσα από τον συντονισμό των χωρών, μονάχα η απειλή λήψης μονόπλευρων μέτρων από τη Γαλλία μπορεί να επιβάλει την έναρξη του διαλόγου γι' αυτό το ζήτημα.
Ο διάλογος θα οδηγήσει στη δημιουργία ομόκεντρων κύκλων στο εσωτερικό της Ενωσης, οι οποίοι θα επιτρέψουν τον σεβασμό των δομικών διαφορών που υπάρχουν ανάμεσα στα κράτη-μέλη.
Τα ποσά που θα προκύψουν από τον κοινοτικό δασμό θα μπορούσαν να διατεθούν αφ' ενός για τη χρηματοδότηση ενός ευρωπαϊκού κοινωνικού ταμείου και, αφ' ετέρου, για τη χορήγηση στοχευμένης βοήθειας προς τρίτες χώρες οι οποίες θα δεσμευθούν -μέσα από συμφωνίες μεσοπρόθεσμου χαρακτήρα- να βελτιώσουν το επίπεδο της κοινωνικής και της περιβαλλοντικής τους προστασίας. Οσο για τα έσοδα από τα αντισταθμιστικά ποσά, πρέπει να διατεθούν για τη χρηματοδότηση ενός ταμείου κοινωνικής και οικολογικής σύγκλισης (21).
Η εναλλακτική λύση στον προστατευτισμό και στα αντισταθμιστικά ποσά είναι απλή: είτε θα αφήσουμε τους άλλους να μας επιβάλλουν τις επιλογές τους στα κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα, είτε θα επιβάλλουμε τις δικές μας.
Η ελεύθερη αγορά, λοιπόν, επιφέρει τον θάνατο της ελευθερίας των επιλογών μέσα στα κοινωνικά και στα οικονομικά συστήματα.
Βιώσιμη έξοδος
Αυτό αποδεικνύεται από την αποτυχία όλων των προσπαθειών για την οικοδόμηση της «κοινωνικής Ευρώπης», τη μεγάλη αυταπάτη των σοσιαλιστών και των οικολόγων, αλλά και την -πολύ απλούστερη- φορολογική εναρμόνιση.
Χωρίς τη λήψη μέτρων που θα επιβάλλουν ποινές στις στρατηγικές του φορολογικού, του κοινωνικού και του οικολογικού ντάμπινγκ, θα υπερισχύσει ο νόμος της μειοδοσίας σε αυτούς τους τομείς.
Για τους επιχειρηματίες, ο συνδυασμός της ελεύθερης αγοράς και της νομισματικής ακαμψίας του ευρώ καθιστά αναγκαία την παράνομη μετανάστευση.
Οι μετανάστες χωρίς χαρτιά δεν καλύπτονται από το υπάρχον κοινωνικό δίκαιο. Ετσι, απέναντι στις πιέσεις που ασκεί ο εισαγόμενος ανταγωνισμός, η μετανάστευση μετατρέπεται σε μια ντε φάκτο υποτίμηση και κατάργηση των κοινωνικών κεκτημένων.
Ο,τι και να λένε οι κυβερνήσεις, η επιστροφή στον προστατευτισμό καθίσταται αναπόφευκτη (22).
Θα μπορούσε δε να επιτρέψει την ανασυγκρότηση της εσωτερικής αγοράς σε στέρεες βάσεις, καθώς και τη βελτίωση της φερεγγυότητας, τόσο των νοικοκυριών όσο και των επιχειρήσεων.
Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο θα αποτελέσει σημαντικό στοιχείο για μια βιώσιμη έξοδο από τη σημερινή κρίση και πρέπει να βρίσκεται στην καρδιά ενός δημόσιου διάλογου χωρίς τοτέμ και δίχως ταμπού.
1. Αριθμοί του αμερικανικού υπουργείου Εμπορίου. Βλέπε επίσης Aviva Aron-Dine και Isaac Shapiro, «Share of national income going to wages and salaries at record low in 2006», Center on Budget and Policy Priorities, Ουάσιγκτον, 29 Μαρτίου 2007.
2. Ο μισθός ο οποίος βρίσκεται σε τέτοιο ύψος ώστε το ήμισυ των εργαζομένων να κερδίζει μισθό υψηλότερο από αυτόν, και οι υπόλοιποι χαμηλότερο. U.S. Congress, Joint Economic Committee, Ουάσιγκτον, 26 Αυγούστου 2008.
3. Census Bureau, αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου.
4. U.S. Congress, «Joint Economic Committee Memo», Ουάσιγκτον, Ιούνιος 2008.
5. U.S. Congress, Joint Economic Committee, Ουάσιγκτον, 26 Αυγούστου 2008.
6. Paul Krugman, «Trade and inequality, revisited», «Vox», 15 Ιουνίου 2007, www.voxeu.org
7. Mike Brewer, Alissa Goodman, Jonathan Shaw και Luke Sibieta, «Poverty and inequality in Britain 2006», Institute for Fiscal Studies, Λονδίνο, 2005.
8. Regis Bigot, «Hauts revenus, bas revenus, et «classes moyennes». Une approche de l' evolution des conditions de vie en France depuis vingt-cinq ans», συνέδριο του Κέντρου Στρατηγικής Ανάλυσης, Παρίσι, 10 Δεκεμβρίου 2007.
9. Διεύθυνση έρευνας, μελετών και στατιστικών (Dares), «Efforts, risques, et charge mentale au travail. Resultat des enquetes conditions de travail, 1984, 1991 et 1998», Les Dossiers de la Dares, n° 99, la Documentation francaise, Παρίσι, 2000. Patrick Legeron, «Le Stress au travail», Odile Jacob, Παρίσι, 2001.
10. Αριθμοί που αφορούν τη Σουηδία και την Ελβετία. Βλέπε Isabelle Niedhammer και Marcel Goldberg (υπό τη διεύθυνση των) «Psychosocial factors and subsequent depressive symptoms in the Gazel cohort», «Scandinavian Journal of Work, Environment & Health», τ. 24, n°3, Ελσίνκι, 1998. Για τη Γαλλία, βλέπε Sophie Bejean, Helene Sultan-Taieb και Christian Trontin, «Conditions de travail et cout du stress: une evaluation economique», «Revue francaise des affaires sociales», n°2, Παρίσι, 2004.
11. (Στμ): Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα, έως πρόσφατα, χάρη στους υψηλότερους μισθούς και στις υψηλές κοινωνικές παροχές, ακόμα και οι πλέον χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι με πλήρη απασχόληση δεν περιλαμβάνονταν στην ομάδα των φτωχών: σε αυτήν συγκαταλέγονται κυρίως οι άνεργοι και οι άποροι.
12. Συναλλαγματικά αποθέματα, την 31η Αυγούστου 2008, σύμφωνα με το ΔΝΤ: Ιαπωνία 1,2 τρισ. δολάρια, ζώνη του ευρώ 555 δισ. ευρώ.
13. Ο δείκτης ομοιότητας των εξαγωγών με εκείνες του ΟΟΣΑ για την Κίνα, πέρασε από το 0,05 το 1972 στο 0,21 το 2005. Για την Κορέα, από το 0,011 στο 0,33. Για το Μεξικό, από το 0,18 στο 0,33. Για τη Βραζιλία, από το 0,15 στο 0,20. Βλέπε Peter Κ. Schott, «The relative sophistication of Chinese exports», «Economic Policy», n° 53, Λονδίνο, 20 Δεκεμβρίου 2007.
14. Στη Ρωσία, οι επενδύσεις αποβλέπουν κυρίως στην εγχώρια αγορά, καθώς η χώρα προστατεύεται από διόλου αμελητέους δασμούς.
15. Frank Ackerman, «The shrinking gains from trade : Α critical assessment of Doha round projections», Global Development and Environment Institute, Working Paper, n°05-01, Tufts University, Μασαχουσέτη, Οκτώβριος 2005.
16. Drusilla Κ. Brown, Alan V. Deardoff και Robert Μ. Stern, «Computational analysis of multilateral trade liberalization in the Uruguay round and Doha development round», RSIE Discussion Paper, n° 489, University of Michigan, Ann Arbor, 2002.
17. «Libre-echange, croissance et developpement. Quelques mythes de l'economie vulgaire», «Revue du Mauss», n° 30, β' εξάμηνο 2007, La Decouverte, Παρίσι.
18. Charles Ρ. Kindleberger, «Commercial Policy between the wars», στο Peter Mathias και Sidney Pollard (υπό τη διεύθυνση των) The Cambridge Economic History of Europe, τ. 8, Cambridge University Press, 1989.
19. John Maynard Keynes, «National self-sufficiency», «The Yale Review», τ. 22, n°4, Νιου Χέιβεν (Κονέκτικατ), 1933.
20. Κατά τη δεκαετία του 1960 θεσπίστηκαν δασμοί και επιδοτήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο για να επιτευχθεί η σύγκλιση των εθνικών τιμών.
21. Βλέπε Bernard Cassen, «Inventer ensemble un «protectionnisme altruiste»», «Le Monde diplomatique», Φεβρουάριος 2000.
22. Βλέπε Frederic Lordon, «La «menace protectionniste», ce concept vide de sens» («La pompe a phynance», ιστοσελίδα της «Monde diplomatique»).
* Διευθυντής σπουδών στη Σχολή Ανώτατων Σπουδών Κοινωνικών Επιστημών (EHESS), διευθυντής του Κέντρου Μελετών των Τρόπων Εκβιομηχάνισης (CEMI), συγγραφέας του «Le Nouveau XXIe siecle. Du siecle «americain» au retour des nations», «Seuil», Παρίσι, 2008.
2 comments:
Είναι απίστευτο κάποιος να υποστηρίζει με τέτοιο πάθος τον προστατευτισμό. Με άλλα λόγια ο συγγραφέας μας προτείνει να πάμε πίσω στις σπηλιές και να ανεβούμε στα δέντρα. Γιατί μια χώρα όπως η Ελλάδα που είναι αδύνατον για μια σειρά από λόγους (με κυριότερο την αδυναμία οικονομιών κλίμακας λόγω της μικρής αγοράς) να παράγει μια σειρά από προϊόντα εκεί θα οδηγηθεί. Βέβαια χώρες όπως η Κίνα εφαρμόζουν και εφάρμοζαν προστατευτισμό μέσω των συναλλαγματικών ισοτιμιών κτλ. Έναντι αυτών των χωρών σαφώς και θα έπρεπε να υπάρχουν μεγάλοι φόροι εισαγωγής ώστε να εξουδετερωθούν τα φαινόμενα προστατευτισμού.
Αλλά αυτό που μου κάνει εντύπωση και που δεν έχω δει να αναφέρεται με έμφαση είναι ο καταστροφικός ρόλος των κεντρικών τραπεζών. Πως μπορεί κάποιος να κατηγορεί την ελεύθερη αγορά για την κρίση όταν ελεύθερη αγορά δεν υπήρξε ποτέ. Και αυτό γιατί η αξία και η κυκλοφορία του ισχυρότερου όπλου της οικονομίας, του χρήματος καθορίζεται κεντρικά και η σημασία της αγοράς στον καθορισμό του είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Με άλλα λόγια η δημιουργία φούσκας σε ακίνητα μετοχές κτλ. θα γινόταν εξαιρετικά δυσκολότερη αν η αξία του χρήματος (που δημιουργεί τις φούσκες) καθορίζονταν από την αγορά...
στο ίδιο σημείο καταλήγετε!
κάθε τράπεζα κάποτε έβγαζε το δικό της νόμισμα
Post a Comment