Η αυστηροποίηση του πλαισίου διαπραγμάτευσης στα CDS θα αποδειχθεί περισσότερο επιζήμια παρά επωφελής και δεν θα προσφέρει καμία βοήθεια στα κράτη που προσφεύγουν σε δανεισμό, υποστηρίζει η Deutsche Bank σε έκθεσή της με ημερομηνία 30 Μαρτίου 2010.
«Λέγεται ότι οι κερδοσκόποι έχουν ανάμιξη στην κλιμάκωση της ελληνικής κρίσης. Για το λόγο αυτό οι πολιτικοί θέλουν να απαγορεύσουν τις αγορές ‘γυμνών’ CDS», σημειώνει ο Christian Weistroffer που υπογράφει την έκθεση.
«Αυτά τα παράγωγα, που δημιουργήθηκαν μεταξύ άλλων για την ασφάλιση του πιστωτικού ρίσκου, λέγεται ότι έχουν χρησιμοποιηθεί από κερδοσκόπους και ότι έχουν υπάρξει από τους κύριους παράγοντες για την άνοδο του risk premium των ελληνικών ομολόγων», αναφέρει ο Weistroffer.
«Η κριτική έχει επικεντρωθεί στο γεγονός ότι γίνονται συναλλαγές σε CDS από συναλλασσόμενους που δεν έχουν στην κατοχή τους τα ομόλογα, έναντι των οποίων αυτά τα παράγωγα προσφέρουν δυνατότητα προστασίας έναντι του ρίσκου.
Με μία πρώτη ματιά, ίσως είναι πράγματι δύσκολο να διακρίνει κανείς τα οικονομικά οφέλη σε αυτές τις συναλλαγές. Αλλά είναι ακόμη πιο δύσκολο να διακρίνει κανείς αναλογικά τα πλεονεκτήματα από την πλευρά της κριτικής που ασκείται. Η λογική της είναι, ότι η αγορά CDS από αγοραστές που δεν έχουν στην κατοχή τους ένα ‘ασφαλίσιμο’ συμφέρον, είναι σαν να αγοράζει κάποιος ασφάλεια πυρός για το σπίτι του γείτονα. Σε αυτή την περίπτωση, ο ασφαλισμένος θα είχε συμφέρον από την ατυχία του γείτονα ή -ακόμα χειρότερα- θα έμπαινε στον πειρασμό να βάλει ο ίδιος φωτιά στο σπίτι του γείτονα».
«Στο βαθμό που η παραπάνω σύγκριση είναι ενδεικτική, περιγράφει την πραγματική λειτουργία των αγορών παραγώγων», αναφέρει ο Weistroffer. «Τα πιστωτικά παράγωγα είναι μία άλλη ιστορία, πολύ πιο σημαντική από το παραπάνω παράδειγμα. Είναι εργαλεία που επιτρέπουν στους συμμετέχοντες της αγοράς να διαπραγματεύονται το ρίσκο και να το αξιολογούν σε καθημερινή βάση. Τα συμβόλαια CDS είναι ένα εργαλείο hedging όχι μόνο έναντι του κινδύνου πτώχευσης του δανειζόμενου, αλλά και έναντι των προσωρινών διακυμάνσεων στην αξιολόγηση της ικανότητας του τελευταίου να αποπληρώσει το χρέος του».
«Αυτή ακριβώς η ύπαρξη ευρύτερων επιλογών hedging είναι επωφελής και για τους δανειζόμενους. Στην περίπτωση της Ελλάδας, κυρίως τράπεζες αλλά και άλλοι κάτοχοι ομολόγων χρησιμοποίησαν CDS για να προστατευτούν έναντι της επιδείνωσης της βιωσιμότητας του χρέους της χώρας και τη συνακόλουθη πτώση των τιμών των ελληνικών ομολόγων.
Χωρίς αυτή τη δυνατότητα, πολλοί επενδυτές -ενόψει μίας ραγδαία επιδεινούμενης κατάστασης- θα απείχαν από την αγορά ελληνικών ομολόγων ή θα είχαν μειώσει τις υπάρχουσες θέσεις τους. Και εδώ, τα CDS συνέβαλαν στη σταθεροποίηση και όχι στην επιδείνωση της κατάστασης.
Μάλιστα, οι θετικές επιπτώσεις δεν περιορίστηκαν μόνο στο κομμάτι που αφορά το κράτος. Τα CDS στο ελληνικό χρέος βοήθησαν στο hedging των πιστώσεων προς ελληνικές επιχειρήσεις και άλλων οικονομικών επενδύσεων για τις οποίες δεν υπάρχουν ανάλογα εργαλεία. Εδώ, οι αγοραστές CDS είχαν ένα γνήσιο και θεμιτό συμφέρον προστασίας έναντι του κινδύνου, παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι δεν ήταν κάτοχοι ελληνικών ομολόγων.
Σε αυτή τη βάση, μία απαγόρευση των λεγόμενων ‘γυμνών’ CDS όπως σήμερα συζητείται από πολλούς Ευρωπαίους πολιτικούς θα ήταν αντιπαραγωγική. Κάθε πωλητής CDS θα ήταν υποχρεωμένος να βρει έναν αγοραστή, ο οποίος να μπορεί να αποδείξει ότι έχει θεμιτό συμφέρον για hedging. Πέρα από τη δυσκολία μίας ομοιόμορφης εφαρμογής της απαγόρευσης σε διεθνές επίπεδο, ένα τέτοιο μέτρο θα συνδεόταν και με μία σοβαρή μείωση της ρευστότητας αλλά και της αποτελεσματικότητας της αγοράς. Και αυτό θα έπληττε κυρίως όσους πράγματι διαθέτουν ένα ‘ασφαλίσιμο’ συμφέρον, διότι θα ήταν πιο δύσκολο πλέον να βρουν έναν συναλλασσόμενο και θα ήταν υποχρεωμένοι να αποδεχτούν υψηλότερα κόστη».
«Το ερώτημα παραμένει ως προς το πώς πρέπει να γίνει ο χειρισμός των καθαρά κερδοσκοπικών συναλλαγών, οι οποίες δεν εκπορεύονται από την ανάγκη προστασίας έναντι του κινδύνου», επισημαίνει ο συντάκτης της έκθεσης. «Σε αυτό το σημείο πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός ανάμεσα στην κερδοσκοπία με μία πιο στενή έννοια, από τη μία, και την χειραγώγηση της αγοράς από την άλλη.
Ενώ η κερδοσκοπία έχει χωρίς αμφιβολία κάποια οικονομική λειτουργία, η χειραγώγηση απαγορεύεται και πρέπει να τιμωρείται. Επανερχόμενοι στο παραπάνω παράδειγμα: όποιος καίει το σπίτι του γείτονα πρέπει να γνωρίζει ότι θα διωχθεί ποινικά. Συμπτωματικά, οι εποπτικές αρχές της Γερμανίας (η BaFin) ανακοίνωσε πρόσφατα ότι δεν διέκρινε ενδείξεις χειραγώγησης στην αγορά των CDS.
Η BaFin είναι της άποψης ότι τα premia των ελληνικών ομολόγων κυριαρχήθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες από την ανησυχία για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, το πρόβλημα αξιοπιστίας της χώρας και την αβεβαιότητα γύρω από τα μελλοντικά πολιτικά μέτρα σε πανευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Η άνοδος στα premia των CDS αποδίδονται στην αυξημένες ανάγκες hedging και όχι σε κερδοσκοπία. Με άλλα λόγια, ο λόγος για τη δυσκολία αναχρηματοδότησης του ελληνικού ελλείμματος είναι ακριβώς οι αμφιβολίες για τη μελλοντική ικανότητα της χώρας να λαμβάνει χρηματοδότηση, αμφιβολίες που θα υπήρχαν ακόμη και αν δεν υπήρχε η αγορά των CDS, των οποίων οι τιμές είναι μία αντανάκλαση του προβλήματος και όχι η αιτία.
Μία απαγόρευση των ‘γυμνών’ CDS θα είχε ως αποτέλεσμα τον μονόπλευρο ακρωτηριασμό της αγοράς. Και ενώ θα ήταν ακόμη δυνατό το ‘ποντάρισμα’ σε μία άνοδο των τιμών, θα εξέλιπε η αντίρροπη διορθωτική δύναμη απέναντι στις υπερβολές. Οι επενδυτές θα αποτρέπονταν από το να κερδοσκοπήσουν απέναντι σε μία τάση και να χτίσουν τις αντίστοιχες θέσεις. Αυτό όμως, δίνει στην αγορά ρευστότητα και διασφαλίζει ότι οι τιμές δεν μπορούν να ‘ξεφύγουν’ τελείως από την πραγματικότητα. Τέλος, μία τέτοια απαγόρευση δεν θα απέτρεπε τις αναγκαίες διορθώσεις στην αγορά, καθώς θα υπήρχε ακόμη η δυνατότητα της πώλησης των υποκείμενων τίτλων.
Με ή χωρίς κερδοσκόπους, οι αγορές δεν λειτουργούν χωρίς τριβές. Και σε τομείς που οι αδυναμίες είναι εμφανείς, απαιτείται η ύπαρξη ενός συνεκτικού ρυθμιστικού πλαισίου. Ήδη πριν την οικονομική κρίση, τέτοιες αδυναμίες στην αγορά των CDS ήταν εμφανείς στους τομείς της διαφάνειας και της υποδομής της αγοράς. Οι προσπάθειες που έχουν γίνει έκτοτε –και οι οποίες ενδυναμώθηκαν από το ξέσπασμα της κρίσης και έπειτα- από ιδιωτικούς και κρατικούς φορείς για την αντιμετώπιση αυτών των αδυναμιών υποδεικνύουν ότι τα προβλήματα έχουν ήδη εντοπιστεί και αντιμετωπιστεί. Για το ίδιο τους το συμφέρον, οι συμμετέχοντες στην αγορά διάκεινται ευνοϊκά απέναντι στη μείωση του λειτουργικού κινδύνου και στην ενίσχυση της συστημικής σταθερότητας.
Με το να υπεισέρχονται συναισθηματισμοί σε όλη αυτή τη συζήτηση, όπως και μέσα από τη δαιμονοποίηση συγκεκριμένων συναλλαγών, σαφώς και δεν επιλύεται το πρόβλημα».
http://www.capital.gr/News.asp?id=937621
_____________________
Εννοείται πως η άποψη αυτή θα κυριαρχήσει. Και είναι πάρα πολύ δύσκολο να μην την αποδεχτείς. Και σοβαρολογώ.
Και όποιος ενδιαφέρεται μπορούμε να την κάνουμε τη συζήτηση.
No comments:
Post a Comment