13.5.10

ΕΚΤ: Βασικός στόχος η ισορροπία σε δημοσιονομικά

στο εισαγωγικό σημείωμα του Μηνιαίου Δελτίου, αναφέρονται τα ακόλουθα:

"Κατά τη συνεδρίαση της 6ης Μαΐου 2010 το Διοικητικό Συμβούλιο, βασιζόμενο στην οικονομική και νομισματική ανάλυση που διενεργεί τακτικά, αποφάσισε να διατηρήσει αμετάβλητα τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ.

Τα ισχύοντα επιτόκια εξακολουθούν να κρίνονται ενδεδειγμένα. Έχοντας λάβει υπόψη όλες τις νέες πληροφορίες που έγιναν διαθέσιμες μετά τη συνεδρίαση της 8ης Απριλίου 2010, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι η εξέλιξη των τιμών θα παραμείνει συγκρατημένη στον ορίζοντα που ενδιαφέρει τη νομισματική πολιτική.

Οι παγκόσμιες πληθωριστικές πιέσεις – οι οποίες τροφοδοτούνται κυρίως από την εξέλιξη των τιμών στις αγορές βασικών εμπορευμάτων και στις ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομικές περιοχές του κόσμου – εξακολουθούν να αντισταθμίζονται από χαμηλές πιέσεις στις εγχώριες τιμές.

Οι πιο πρόσφατες πληροφορίες επιβεβαιώνουν επίσης ότι η οικονομική ανάκαμψη στη ζώνη του ευρώ συνεχίστηκε τους πρώτους μήνες του 2010. Το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι η οικονομία της ζώνης του ευρώ θα αναπτυχθεί με μέτριο ρυθμό το 2010, αλλά ενδέχεται οι εξελίξεις να είναι ανομοιόμορφες σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από ασυνήθιστα υψηλή αβεβαιότητα.

Το αποτέλεσμα της νομισματικής ανάλυσης επιβεβαιώνει ότι οι πληθωριστικές πιέσεις εξακολουθούν να είναι συγκρατημένες μεσοπρόθεσμα, όπως υποδηλώνει η χαμηλή νομισματική και πιστωτική επέκταση. Συνολικά, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι θα διατηρηθεί η σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα, στηρίζοντας έτσι την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών στη ζώνη του ευρώ.

Οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό εξακολουθούν να είναι σταθεροποιημένες σε επίπεδα συμβατά με την επιδίωξη να διατηρούνται οι ρυθμοί πληθωρισμού κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα. Η σταθεροποίηση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό εξακολουθεί να είναι ουσιώδους σημασίας. Η νομισματική πολιτική θα πράξει τα δέοντα για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών στη ζώνη του ευρώ μεσοπρόθεσμα. Ως εκ τούτου, το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να παρακολουθεί πολύ προσεκτικά όλες τις εξελίξεις κατά την προσεχή περίοδο.

Όσον αφορά την οικονομική ανάλυση, η οικονομική δραστηριότητα στη ζώνη του ευρώ επεκτείνεται από τα μέσα του 2009 και μετά, έπειτα από μια περίοδο έντονης μείωσης. Συγκεκριμένα, η οικονομία ωφελήθηκε από τη συνεχιζόμενη ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας, από τα σημαντικά μακροοικονομικά μέτρα τόνωσης που εφαρμόζονται και από τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την αποκατάσταση της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος.

Πρόσφατα οικονομικά στοιχεία – μεταξύ άλλων, ευνοϊκοί δείκτες ερευνών – στηρίζουν την άποψη ότι η οικονομική ανάκαμψη στη ζώνη του ευρώ συνεχίζεται και το 2010. Αν και οι αντίξοες καιρικές συνθήκες συγκεκριμένα μετρίασαν την ανάπτυξη στις αρχές του έτους, φαίνεται ότι σημειώνεται κάποια επιτάχυνση την άνοιξη.

Σε ό,τι αφορά τις πιο μακροπρόθεσμες εξελίξεις, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει συγκρατημένο ρυθμό αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ. Η συνεχιζόμενη ανάκαμψη σε παγκόσμιο επίπεδο και η επίδρασή της στη ζήτηση για εξαγωγές της ζώνης του ευρώ θα πρέπει να στηρίξουν την οικονομία της ζώνης του ευρώ.

Ταυτόχρονα, η χρηματοπιστωτική κρίση αναμένεται να επιδράσει ανασταλτικά στην οικονομική ανάπτυξη λόγω της συνεχιζόμενης προσαρμογής των ισολογισμών σε διάφορους τομείς της οικονομίας, της προσδοκίας ότι ο βαθμός χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού θα είναι χαμηλός και των υποτονικών προοπτικών για την αγορά εργασίας.

Το Διοικητικό Συμβούλιο εξακολουθεί να θεωρεί ότι οι κίνδυνοι που περιβάλλουν αυτές τις προοπτικές είναι σε γενικές γραμμές ισορροπημένοι, σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από ασυνήθιστα υψηλή αβεβαιότητα. Όσον αφορά τους ανοδικούς κινδύνους, η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας και του εξωτερικού εμπορίου ενδέχεται να είναι εντονότερη από την προβλεπόμενη και η εμπιστοσύνη να ενισχυθεί περισσότερο από ό,τι αναμένεται, με αποτέλεσμα η ανάκαμψη να γίνει αυτοτροφοδοτούμενη.

Όσον αφορά τους καθοδικούς κινδύνους, εξακολουθούν να υφίστανται ανησυχίες οι οποίες σχετίζονται με την επανεμφάνιση εντάσεων σε ορισμένα τμήματα των χρηματοπιστωτικών αγορών. Επιπλέον, πηγή καθοδικών κινδύνων μπορεί επίσης να αποτελούν τυχόν εντονότερες ή πιο παρατεταμένες από τις αναμενόμενες αρνητικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ της πραγματικής οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού τομέα, νέες αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου και άλλων βασικών εμπορευμάτων, τυχόν κλιμάκωση των πιέσεων προστατευτισμού, καθώς και το ενδεχόμενο μη ομαλής διόρθωσης των παγκόσμιων ανισορροπιών.

Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη των τιμών, σύμφωνα με την προκαταρκτική εκτίμηση της Eurostat, ο ετήσιος πληθωρισμός (βάσει του ΕνΔΤΚ) της ζώνης του ευρώ ήταν 1,5% τον Απρίλιο 2010, έναντι 1,4% το Μάρτιο.

Το ποσοστό αυτό είναι ελαφρώς υψηλότερο από ό,τι αναμενόταν πριν από μερικούς μήνες και φαίνεται να σχετίζεται ιδίως με ανοδικές πιέσεις στις τιμές της ενέργειας. Όσον αφορά τις πιο μακροπρόθεσμες εξελίξεις, οι παγκόσμιες πληθωριστικές πιέσεις ενδέχεται να αυξηθούν, τροφοδοτούμενες κυρίως από την εξέλιξη των τιμών στις αγορές βασικών εμπορευμάτων και στις ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομικές περιοχές του κόσμου, ενώ εξακολουθεί να αναμένεται ότι οι πιέσεις στις εγχώριες τιμές εντός της ζώνης του ευρώ θα παραμείνουν συγκρατημένες.

Ως αποτέλεσμα, οι ρυθμοί του συνολικού πληθωρισμού αναμένεται να είναι μέτριοι στον ορίζοντα που ενδιαφέρει τη νομισματική πολιτική. Οι μεσομακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό εξακολουθούν να είναι σταθεροποιημένες σε επίπεδα συμβατά με την επιδίωξη του Διοικητικού Συμβουλίου να διατηρεί τους ρυθμούς πληθωρισμού κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα.

Βραχυπρόθεσμα, δεδομένης της εξέλιξης των τιμών της ενέργειας, οι κίνδυνοι που αφορούν τις προηγούμενες προβολές για τον πληθωρισμό (βάσει του ΕνΔΤΚ) κλίνουν ελαφρώς προς τα άνω, ενώ οι κίνδυνοι διατάραξης της σταθερότητας των τιμών μεσοπρόθεσμα θεωρείται ότι εξακολουθούν να είναι σε γενικές γραμμές ισορροπημένοι.

Οι ανοδικοί κίνδυνοι μεσοπρόθεσμα σχετίζονται, ιδίως, με την πορεία των τιμών των βασικών εμπορευμάτων. Επιπλέον, οι αυξήσεις των έμμεσων φόρων και των διοικητικά καθοριζόμενων τιμών ενδέχεται να είναι μεγαλύτερες από αυτές που αναμένονται επί του παρόντος, λόγω της ανάγκης για δημοσιονομική εξυγίανση τα προσεχή έτη. Ταυτόχρονα, οι κίνδυνοι για την εξέλιξη των εγχώριων τιμών και του κόστους είναι συγκρατημένοι.

Συνολικά, το Διοικητικό Συμβούλιο θα παρακολουθεί προσεκτικά τη μελλοντική πορεία όλων των διαθέσιμων δεικτών τιμών.

Όσον αφορά τη νομισματική ανάλυση, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του Μ3 παρέμεινε ελαφρώς αρνητικός στο -0,1% το Μάρτιο του 2010. Σε συνδυασμό με τον συνεχιζόμενο αρνητικό ετήσιο ρυθμό αύξησης των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος διαμορφώθηκε στο -0,2% το Μάρτιο, τα πιο πρόσφατα στοιχεία στηρίζουν περαιτέρω την εκτίμηση για μέτριο υποκείμενο ρυθμό νομισματικής επέκτασης και χαμηλές πληθωριστικές πιέσεις μεσοπρόθεσμα. Η πιο βραχυχρόνια εξέλιξη του Μ3 και των δανείων παρέμεινε επίσης συγκρατημένη.

Ο καταγραφόμενος ρυθμός αύξησης του Μ3 φαίνεται να είναι πιο υποτονικός σε σχέση με τον υποκείμενο ρυθμό νομισματικής επέκτασης, καθώς η μάλλον έντονα ανοδική κλίση της καμπύλης αποδόσεων εξακολουθεί να ευνοεί τη μετατόπιση κεφαλαίων προς πιο μακροπρόθεσμες καταθέσεις και τίτλους εκτός Μ3. Ταυτόχρονα, οι διαφορές επιτοκίων μεταξύ των διαφόρων χρηματοδοτικών μέσων του Μ3, που εξακολουθούν να είναι μικρές, υποδηλώνουν χαμηλό κόστος ευκαιρίας για τις τοποθετήσεις σε καταθέσεις διάρκειας μίας ημέρας αντί σε άλλα χρηματοδοτικά μέσα του Μ3.

Αυτό αντανακλάται στη συνεχιζόμενη έντονη διαφορά μεταξύ του χαμηλού ετήσιου ρυθμού αύξησης του Μ3 και του υψηλού ετήσιου ρυθμού αύξησης του Μ1, ο οποίος ήταν 10,9% το Μάρτιο. Ωστόσο, καθώς η σημερινή διάρθρωση των επιτοκίων εξακολουθεί να είναι ίδια για κάποιο χρονικό διάστημα, τα πιο πρόσφατα στοιχεία υποδηλώνουν ότι οι μεγάλες μετατοπίσεις στην κατανομή κεφαλαίων παρουσιάζουν κάμψη.

Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των τραπεζικών δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα παρέμεινε αρνητικός το Μάρτιο, υποκρύπτοντας όμως μια περαιτέρω θετική μηνιαία ροή. Επίσης, υποκρύπτει συνεχιζόμενες αντίρροπες εξελίξεις σε επίπεδο τομέων, δηλ., αφενός, παρουσιάζεται θετικός, επιταχυνόμενος ετήσιος ρυθμός αύξησης των δανείων προς τα νοικοκυριά και, αφετέρου, αρνητικός ετήσιος ρυθμός αύξησης των δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.

Μολονότι αποτελεί φυσιολογικό χαρακτηριστικό του οικονομικού κύκλου τα δάνεια προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις να παρουσιάζουν χρονική υστέρηση σε σχέση με την εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας, τα στοιχεία των τελευταίων μηνών υποδεικνύουν πιθανή διακοπή της προηγούμενης καθοδικής τάσης του ετήσιου ρυθμού αύξησης των εν λόγω δανείων.

Τα πιο πρόσφατα στοιχεία επιβεβαιώνουν επίσης ότι η μείωση του μεγέθους των συνολικών ισολογισμών των τραπεζών δεν συνεχίστηκε μετά την αλλαγή του έτους. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να αποκλειστούν περαιτέρω προσαρμογές και εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση για τις τράπεζες η επέκταση της διαθεσιμότητας πιστώσεων προς το μη χρηματοπιστωτικό τομέα όταν ανακάμψει η ζήτηση.

Για να αντιμετωπίσουν αυτή την πρόκληση, οι τράπεζες θα πρέπει να στραφούν στην αγορά και να αξιοποιήσουν τις τρέχουσες συνθήκες άντλησης ρευστότητας για να ενισχύσουν περαιτέρω την κεφαλαιακή τους βάση.

Συνοπτικά, τα ισχύοντα επιτόκια της ΕΚΤ εξακολουθούν να κρίνονται ενδεδειγμένα. Έχοντας λάβει υπόψη όλες τις νέες πληροφορίες που έγιναν διαθέσιμες μετά τη συνεδρίαση της 8ης Απριλίου 2010, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι η εξέλιξη των τιμών θα παραμείνει συγκρατημένη στον ορίζοντα που ενδιαφέρει τη νομισματική πολιτική.

Οι παγκόσμιες πληθωριστικές πιέσεις – οι οποίες τροφοδοτούνται κυρίως από την εξέλιξη των τιμών στις αγορές βασικών εμπορευμάτων και στις ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομικές περιοχές του κόσμου – εξακολουθούν να αντισταθμίζονται από χαμηλές πιέσεις στις εγχώριες τιμές.

Οι πιο πρόσφατες πληροφορίες επιβεβαιώνουν επίσης ότι η οικονομική ανάκαμψη στη ζώνη του ευρώ συνεχίστηκε τους πρώτους μήνες του 2010. Το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι η οικονομία της ζώνης του ευρώ θα αναπτυχθεί με μέτριο ρυθμό το 2010, αλλά ενδέχεται οι εξελίξεις να είναι ανομοιόμορφες σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από ασυνήθιστα υψηλή αβεβαιότητα.

Η διασταύρωση του αποτελέσματος της οικονομικής ανάλυσης με το αποτέλεσμα της νομισματικής ανάλυσης επιβεβαιώνει ότι οι πληθωριστικές πιέσεις εξακολουθούν να είναι συγκρατημένες μεσοπρόθεσμα, όπως υποδηλώνει η χαμηλή νομισματική και πιστωτική επέκταση.

Συνολικά, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι θα διατηρηθεί η σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα, στηρίζοντας έτσι την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών στη ζώνη του ευρώ. Οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό εξακολουθούν να είναι σταθεροποιημένες σε επίπεδα συμβατά με την επιδίωξη να διατηρούνται οι ρυθμοί πληθωρισμού κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα.

Η σταθεροποίηση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό εξακολουθεί να είναι ουσιώδους σημασίας. Η νομισματική πολιτική θα πράξει τα δέοντα για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών στη ζώνη του ευρώ μεσοπρόθεσμα. Ως εκ τούτου, το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να παρακολουθεί πολύ προσεκτικά όλες τις εξελίξεις κατά την προσεχή περίοδο.

Σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, το Διοικητικό Συμβούλιο ζητεί από τις κυβερνήσεις να αναλάβουν αποφασιστικές ενέργειες για να επιτύχουν διαρκή και αξιόπιστη εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών.

Τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι, προκειμένου να διορθωθούν οι μεγάλες δημοσιονομικές ανισορροπίες, θα πρέπει γενικά να ενταθούν οι προσπάθειες που καταβάλλονται σήμερα.

Η δημοσιονομική εξυγίανση θα πρέπει να υπερβεί σημαντικά το ετήσιο ποσοστό διαρθρωτικής προσαρμογής (0,5% του ΑΕΠ) το οποίο ορίζεται ως ελάχιστη απαίτηση από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Όσο περισσότερο αναβάλλεται η διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών τόσο θα αυξάνονται οι ανάγκες προσαρμογής και ο κίνδυνος υπονόμευσης της αξιοπιστίας και της εμπιστοσύνης.

Αντιθέτως, η ταχεία υλοποίηση εμπροσθοβαρών και ολοκληρωμένων σχεδίων εξυγίανσης, που θα επικεντρώνονται στην πλευρά των δαπανών και θα συνδυάζονται με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην ικανότητα των κυβερνήσεων να αποκαταστήσουν τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, θα μειώσει τα ασφάλιστρα κινδύνου που ενσωματώνονται στα επιτόκια και έτσι θα στηρίξει τη διατηρήσιμη ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα.

Στο πλαίσιο αυτό, το Διοικητικό Συμβούλιο εκφράζει την ικανοποίησή του για το πρόγραμμα οικονομικής και χρηματοπιστωτικής προσαρμογής που ενέκρινε η ελληνική κυβέρνηση έπειτα από την επιτυχημένη ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΚΤ, και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με σκοπό τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στο σύνολο της ζώνης του ευρώ.

Όσον αφορά όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ, η υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που οδηγούν σε υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης και αύξηση της απασχόλησης είναι καίριας σημασίας για τη στήριξη διατηρήσιμης ανάκαμψης.

Στο πλαίσιο της πρόσφατης ανόδου της ανεργίας, απαιτούνται φορολογικά συστήματα και συστήματα παροχών που να δημιουργούν αποτελεσματικά κίνητρα για εργασία, βελτιωμένα προγράμματα κατάρτισης και επαρκής ευελιξία στις συμβάσεις εργασίας, προκειμένου να αποτραπεί η αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας.

Ταυτόχρονα, οι θιγόμενες χώρες πρέπει να επιλύσουν επειγόντως τα υφιστάμενα προβλήματα ανταγωνιστικότητας και να αντιμετωπίσουν τις εγχώριες και τις εξωτερικές ανισορροπίες. Για το σκοπό αυτό, κρίνεται απαραίτητο το θεσμικό πλαίσιο των μισθολογικών διαπραγματεύσεων να επιτρέπει την κατάλληλη προσαρμογή των μισθών σε τυχόν μείωση της ανταγωνιστικότητας και στο επίπεδο της ανεργίας.

Επίσης, κρίνονται ουσιώδη τα μέτρα που αυξάνουν την ευελιξία των τιμών και την ανταγωνιστικότητα ως προς άλλους παράγοντες πέραν των τιμών. Τέλος, η κατάλληλη αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα θα πρέπει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Υγιείς ισολογισμοί, αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων και επιχειρηματικά μοντέλα χαρακτηριζόμενα από διαφάνεια και αξιοπιστία αποτελούν βασικούς παράγοντες προκειμένου να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα των τραπεζών στις διαταραχές και να εξασφαλιστεί επαρκής πρόσβαση σε χρηματοδότηση, και να τεθούν έτσι τα θεμέλια για διατηρήσιμη ανάπτυξη και χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

- Πρόσθετα μέτρα που αποφάσισε το Διοικητικό Συμβούλιο

Στις 10 Μαΐου 2010 το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε μια σειρά μέτρων με σκοπό την αντιμετώπιση των σοβαρών εντάσεων που εκδηλώθηκαν σε ορισμένα τμήματα των αγορών και που παρεμποδίζουν τη μετάδοση των επιδράσεων της νομισματικής πολιτικής και κατ’ επέκταση την αποτελεσματική άσκηση νομισματικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα. Τα μέτρα δεν θα επηρεάσουν την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής.

Πιο συγκεκριμένα, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να διενεργήσει παρεμβάσεις στις αγορές χρεογράφων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα της ζώνης του ευρώ, στο πλαίσιο Προγράμματος για τις Αγορές Τίτλων, ώστε να διασφαλίσει την ύπαρξη επαρκούς βάθους και ρευστότητας στα τμήματα εκείνα της αγοράς τα οποία είναι δυσλειτουργικά.

Ο σκοπός αυτού του προγράμματος είναι να αντιμετωπιστεί η δυσλειτουργία των αγορών τίτλων και να αποκατασταθεί καταλλήλως ο μηχανισμός μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Η έκταση των παρεμβάσεων θα καθοριστεί από το Διοικητικό Συμβούλιο.

Πριν καταλήξει σε αυτήν την απόφαση, το Διοικητικό Συμβούλιο συνεκτίμησε τη δήλωση των κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ ότι «θα λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξη των δημοσιονομικών [τους] στόχων εφέτος και τα προσεχή έτη σύμφωνα με τη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος», καθώς και τις επακριβώς προσδιορισμένες πρόσθετες δεσμεύσεις που ανέλαβαν ορισμένες κυβερνήσεις της ζώνης του ευρώ να επιταχύνουν τη δημοσιονομική εξυγίανση και να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών τους.

Προκειμένου να εξουδετερωθούν οι επιδράσεις των ανωτέρω παρεμβάσεων, θα διενεργηθούν συγκεκριμένες πράξεις ώστε να απορροφηθεί εκ νέου η ρευστότητα που θα χορηγηθεί μέσω του Προγράμματος για τις Αγορές Τίτλων.

Επίσης, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να υιοθετήσει διαδικασία δημοπρασίας σταθερού επιτοκίου με πλήρη κατανομή στις τακτικές πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΠΠΜΑ) διάρκειας τριών μηνών με ημερομηνίες κατανομής τις 26 Μαΐου και τις 30 Ιουνίου 2010.

Επιπλέον, στις 12 Μαΐου 2010 διενεργήθηκε μία ΠΠΜΑ διάρκειας 6 μηνών με πλήρη κατανομή, με σταθερό επιτόκιο που θα καθοριστεί ίσο προς το ελάχιστο επιτόκιο προσφοράς των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης, όπως θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στη διάρκεια της εν λόγω πράξης.

Τέλος, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να επανενεργοποιήσει, σε συνεννόηση με άλλες κεντρικές τράπεζες, τις προσωρινές συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και να επαναλάβει τις πράξεις παροχής ρευστότητας σε δολάρια ΗΠΑ με διάρκεια 7 και 84 ημερών.

Αυτές οι πράξεις θα έχουν τη μορφή συμφωνιών επαναγοράς έναντι ασφαλειών αποδεκτών από την ΕΚΤ και θα διενεργούνται ως δημοπρασίες σταθερού επιτοκίου με πλήρη κατανομή. Η πρώτη από αυτές τις πράξεις διενεργήθηκε στις 11 Μαΐου 2010.

Το Διοικητικό Συμβούλιο θεωρεί τα παραπάνω μέτρα απαραίτητα προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική μετάδοση των επιδράσεων της νομισματικής πολιτικής. Πιο συγκεκριμένα, τα μέτρα αυτά θα συμβάλουν στον περιορισμό των επιπτώσεων που έχουν η αυξημένη μεταβλητότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι κίνδυνοι ρευστότητας και οι δυσλειτουργίες των αγορών στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση εντός της οικονομίας.

Η εξουδετέρωση των επιδράσεων των εν λόγω παρεμβάσεων στις αγορές χρεογράφων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα της ζώνης του ευρώ θα διασφαλίσει ότι το Πρόγραμμα για τις Αγορές Τίτλων δεν θα επηρεάσει τα τρέχοντα επίπεδα της ρευστότητας και των επιτοκίων της αγοράς χρήματος. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα εν λόγω μέτρα δεν επηρεάζουν την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής".

http://www.euro2day.gr/news/world/125/articles/583223/ArticleNewsWorld.aspx

No comments: