By Editorial
Δημοσιεύθηκε: 10:25 - 17/06/11
Δημοσιεύθηκε: 10:25 - 17/06/11
Η διεθνής οικονομική στήριξη της Ελλάδας ήταν η πρώτη και μεγαλύτερη έκτακτη επιχείρηση για την αποτροπή κρατικής χρεοκοπίας, για τη διάσωση των τραπεζών της Ευρώπης και τη διάσωση του ευρώ. Η κρίση, όμως, ήταν παράλληλα μία μοναδική ευκαιρία για τους Έλληνες πολιτικούς, επιχειρηματικούς ηγέτες, επικεφαλής συνδικάτων και γενικότερα για τον λαό της χώρας να συνενωθούν στην προσπάθεια να καθαρίσει η κόπρος του Αυγεία του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Δεκατρείς μήνες αργότερα, η εντεινόμενη πολιτική κρίση στην Ελλάδα υποδεικνύει ότι αυτή η ευκαιρία χάνεται. Τα στενόμυαλα κατεστημένα συμφέροντα προσπαθούν να υπερασπιστούν τα αρχαϊκά τους προνόμια, που δεν είναι συμβατά με τη συμμετοχή της χώρας στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση μακροπρόθεσμα. Κοντόφθαλμοι πολιτικοί, τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην αντιπολίτευση, αλληλοκατηγορίες συνδικάτων για μικρότητες και κενές δεσμεύσεις για μεταρρυθμίσεις. Ο λαός υπομένει τον τρίτο συνεχή χρόνο οικονομικής ύφεσης, με αποτέλεσμα να είναι εξαγριωμένος, απελπισμένος και χωρίς ελπίδα.
Όλα αυτά δεν αποτελούν ευθύνη μόνο του κ. Γιώργου Παπανδρέου, του σοσιαλιστή πρωθυπουργού που ανέλαβε τον Οκτώβριο του 2009. Ήταν εκείνος που βρήκε το κουράγιο να παραδεχτεί στους εταίρους του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε σύνοδο στις Βρυξέλλες δύο μήνες μετά την εκλογική του νίκη, ότι η Ελλάδα είναι ένα διεφθαρμένο κράτος από άκρη σ’ άκρη. Σωστά είδε ότι το τριετές πρόγραμμα στήριξης των 110 δισ. ευρώ από το ΔΝΤ και την Ε.Ε. θα απαιτούσε εντυπωσιακή εθνική προσπάθεια όχι μόνο για να γίνουν αποδεκτές η μείωση της απασχόλησης και η περικοπή των μισθών αλλά και για να στηρίξουν μη δημοφιλείς αντιλήψεις όπως ο δίκαιος ανταγωνισμός, η διαφάνεια στην κυβέρνηση και η καταβολή των φόρων.
Δεκατρείς μήνες αργότερα, η εντεινόμενη πολιτική κρίση στην Ελλάδα υποδεικνύει ότι αυτή η ευκαιρία χάνεται. Τα στενόμυαλα κατεστημένα συμφέροντα προσπαθούν να υπερασπιστούν τα αρχαϊκά τους προνόμια, που δεν είναι συμβατά με τη συμμετοχή της χώρας στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση μακροπρόθεσμα. Κοντόφθαλμοι πολιτικοί, τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην αντιπολίτευση, αλληλοκατηγορίες συνδικάτων για μικρότητες και κενές δεσμεύσεις για μεταρρυθμίσεις. Ο λαός υπομένει τον τρίτο συνεχή χρόνο οικονομικής ύφεσης, με αποτέλεσμα να είναι εξαγριωμένος, απελπισμένος και χωρίς ελπίδα.
Όλα αυτά δεν αποτελούν ευθύνη μόνο του κ. Γιώργου Παπανδρέου, του σοσιαλιστή πρωθυπουργού που ανέλαβε τον Οκτώβριο του 2009. Ήταν εκείνος που βρήκε το κουράγιο να παραδεχτεί στους εταίρους του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε σύνοδο στις Βρυξέλλες δύο μήνες μετά την εκλογική του νίκη, ότι η Ελλάδα είναι ένα διεφθαρμένο κράτος από άκρη σ’ άκρη. Σωστά είδε ότι το τριετές πρόγραμμα στήριξης των 110 δισ. ευρώ από το ΔΝΤ και την Ε.Ε. θα απαιτούσε εντυπωσιακή εθνική προσπάθεια όχι μόνο για να γίνουν αποδεκτές η μείωση της απασχόλησης και η περικοπή των μισθών αλλά και για να στηρίξουν μη δημοφιλείς αντιλήψεις όπως ο δίκαιος ανταγωνισμός, η διαφάνεια στην κυβέρνηση και η καταβολή των φόρων.
Ο κ. Παπανδρέου κατέγραψε κάποια πρόοδο τους πρώτους 15 μήνες, αλλά έχει γίνει σαφές ότι τον τελευταίο χρόνο χάνει τον έλεγχο των καταστάσεων. Οι επικριτές του ΠΑΣΟΚ και των εργατικών συνδικάτων που συμμαχούν μαζί του αντιτίθενται ανοιχτά στα σχέδια για μεγαλύτερη λιτότητα και για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε αντάλλαγμα για ένα δεύτερο πακέτο στήριξης από το ΔΝΤ και την Ε.Ε. Η πλειοψηφία του στη Βουλή είναι πολύ εύθραυστη. Ακόμη κι αν περάσει η σχετική νομοθεσία για το νέο πρόγραμμα λιτότητας, είναι μάλλον ανέφικτο να μπορέσει ο κ. Παπανδρέου να υλοποιήσει τη δέσμευσή του για έσοδα 50 δισ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις μέχρι τα τέλη του 2015.
Η πρόταση του πρωθυπουργού για μείωση του μισθολογίου στον δημόσιο τομέα κατά 20%, που αντιστοιχεί σε απώλειες 150.000 θέσεων εργασίας μέσα στα επόμενα 4 χρόνια, αν και είναι τολμηρή, έπρεπε να είχε διατυπωθεί νωρίτερα. Μπορεί, όμως, να μην υλοποιηθεί ποτέ. Εάν εφαρμοστεί, θα οδηγήσει σε λιμοκτονία το παχύσαρκο τέρας του πελατειακού πολιτικού συστήματος που έχει επικρατήσει από τότε όπου ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο πατέρας του νυν πρωθυπουργού, συνέβαλε στην ανάκτηση της δημοκρατίας μετά το 1974. Για να κερδίσει όμως -έστω και υπό προϋποθέσεις- στήριξη σε αυτά τα αντιλαϊκά μέτρα ο νεότερος Παπανδρέου θα έπρεπε να είναι πιο αδίστακτος στην αντιμετώπιση των εσωκομματικών του αντιπάλων και πιο έξυπνος στο να πείσει τον λαό για την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων.
Αντί αυτού, ο κ. Παπανδρέου έχασε πολύτιμο χρόνο αυτήν την εβδομάδα, σε μία άκαρπη προσπάθεια να δημιουργήσει κυβέρνηση εθνικής ενότητας με τη συντηρητική αντιπολίτευση της Νέας Δημοκρατίας. Υπονοώντας κατ’ επανάληψη ότι μπορεί να παραιτηθεί ώστε να ανοίξει τον δρόμο για έναν πρωθυπουργό κοινής αποδοχής, αποξένωσε τους συντρόφους του στο ΠΑΣΟΚ και φάνηκε αδύναμος. Για πρώτη φορά από το 2009, υπάρχει πιθανότητα πρόωρων εκλογών.
Τίποτα από όλα αυτά δεν σημαίνει ότι ο κ. Παπανδρέου δεν αντιμετώπισε μεγάλα εμπόδια. Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας υπερβαίνει το 150% του ΑΕΠ. Τα σκληρά μέτρα λιτότητας που απαιτούνται για να συρρικνωθεί το έλλειμμα του προϋπολογισμού εξαρχής θα επέφεραν αύξηση της ανεργίας -που τώρα υπερβαίνει το 16% του εργατικού δυναμικού- και θα επιδείνωναν το λαϊκό αίσθημα.
Η κατάσταση του χρηματοοικονομικού κλάδου είναι επίσης βαθιά ανησυχητική. Από τα τέλη του 2009, οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά απέσυραν από τις εγχώριες τράπεζες περισσότερα από 40 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί περίπου στο 17% της συνολικής βάσης καταθέσεων.
Η εμπιστοσύνη του λαού στην ικανότητα της κυβέρνησης να προστατεύσει τις αποταμιεύσεις και να σταθεροποιήσει την οικονομία εξανεμίζεται ταχύτατα. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι ελληνικές τράπεζες εξαρτώνται ολοκληρωτικά από τα κεφάλαια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία από την πλευρά της πρέπει να αποδεχτεί ως collateral για την παροχή ρευστότητας στις τράπεζες τα αμφιβόλου αξιοπιστίας ελληνικά κρατικά ομόλογα.
Εντός της ευρωζώνης των 17 μελών, η Ελλάδα ανήκει σε μία κατηγορία από μόνη της: στη χαμηλότερη. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο πολιτικός κόσμος αλλά και η ευρύτερη ελληνική κοινωνία έχουν τη θέληση και τους πόρους για να κάνουν μία ακόμη προσπάθεια ώστε να αποφύγουν την καταστροφή.
Οι διασυνδέσεις μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, όμως, όπως και μεταξύ των τραπεζικών τους συστημάτων και της ΕΚΤ, καθιστούν ουσιώδες ότι η Ελλάδα θα πρέπει τουλάχιστον να προσπαθήσει.
Υπάρχει ακόμη η ευκαιρία.
ΠΗΓΗ: FT.com
Η πρόταση του πρωθυπουργού για μείωση του μισθολογίου στον δημόσιο τομέα κατά 20%, που αντιστοιχεί σε απώλειες 150.000 θέσεων εργασίας μέσα στα επόμενα 4 χρόνια, αν και είναι τολμηρή, έπρεπε να είχε διατυπωθεί νωρίτερα. Μπορεί, όμως, να μην υλοποιηθεί ποτέ. Εάν εφαρμοστεί, θα οδηγήσει σε λιμοκτονία το παχύσαρκο τέρας του πελατειακού πολιτικού συστήματος που έχει επικρατήσει από τότε όπου ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο πατέρας του νυν πρωθυπουργού, συνέβαλε στην ανάκτηση της δημοκρατίας μετά το 1974. Για να κερδίσει όμως -έστω και υπό προϋποθέσεις- στήριξη σε αυτά τα αντιλαϊκά μέτρα ο νεότερος Παπανδρέου θα έπρεπε να είναι πιο αδίστακτος στην αντιμετώπιση των εσωκομματικών του αντιπάλων και πιο έξυπνος στο να πείσει τον λαό για την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων.
Αντί αυτού, ο κ. Παπανδρέου έχασε πολύτιμο χρόνο αυτήν την εβδομάδα, σε μία άκαρπη προσπάθεια να δημιουργήσει κυβέρνηση εθνικής ενότητας με τη συντηρητική αντιπολίτευση της Νέας Δημοκρατίας. Υπονοώντας κατ’ επανάληψη ότι μπορεί να παραιτηθεί ώστε να ανοίξει τον δρόμο για έναν πρωθυπουργό κοινής αποδοχής, αποξένωσε τους συντρόφους του στο ΠΑΣΟΚ και φάνηκε αδύναμος. Για πρώτη φορά από το 2009, υπάρχει πιθανότητα πρόωρων εκλογών.
Τίποτα από όλα αυτά δεν σημαίνει ότι ο κ. Παπανδρέου δεν αντιμετώπισε μεγάλα εμπόδια. Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας υπερβαίνει το 150% του ΑΕΠ. Τα σκληρά μέτρα λιτότητας που απαιτούνται για να συρρικνωθεί το έλλειμμα του προϋπολογισμού εξαρχής θα επέφεραν αύξηση της ανεργίας -που τώρα υπερβαίνει το 16% του εργατικού δυναμικού- και θα επιδείνωναν το λαϊκό αίσθημα.
Η κατάσταση του χρηματοοικονομικού κλάδου είναι επίσης βαθιά ανησυχητική. Από τα τέλη του 2009, οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά απέσυραν από τις εγχώριες τράπεζες περισσότερα από 40 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί περίπου στο 17% της συνολικής βάσης καταθέσεων.
Η εμπιστοσύνη του λαού στην ικανότητα της κυβέρνησης να προστατεύσει τις αποταμιεύσεις και να σταθεροποιήσει την οικονομία εξανεμίζεται ταχύτατα. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι ελληνικές τράπεζες εξαρτώνται ολοκληρωτικά από τα κεφάλαια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία από την πλευρά της πρέπει να αποδεχτεί ως collateral για την παροχή ρευστότητας στις τράπεζες τα αμφιβόλου αξιοπιστίας ελληνικά κρατικά ομόλογα.
Εντός της ευρωζώνης των 17 μελών, η Ελλάδα ανήκει σε μία κατηγορία από μόνη της: στη χαμηλότερη. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο πολιτικός κόσμος αλλά και η ευρύτερη ελληνική κοινωνία έχουν τη θέληση και τους πόρους για να κάνουν μία ακόμη προσπάθεια ώστε να αποφύγουν την καταστροφή.
Οι διασυνδέσεις μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, όμως, όπως και μεταξύ των τραπεζικών τους συστημάτων και της ΕΚΤ, καθιστούν ουσιώδες ότι η Ελλάδα θα πρέπει τουλάχιστον να προσπαθήσει.
Υπάρχει ακόμη η ευκαιρία.
ΠΗΓΗ: FT.com
No comments:
Post a Comment