ZZ
Στην 1η θέση των πιο «επικίνδυνων» χωρών για επενδύσεις κατέταξε τη χώρα μας η ελβετική τράπεζα Credit Suisse. Σύμφωνα με την έκθεση που κατήρτισε η CS, η Ελλάδα παίρνει 56 βαθμούς και ακολουθούν η Πορτογαλία με 54,5 βαθμούς, η Ισλανδία με 53,8 βαθμούς, η Ιρλανδία με 49,6 βαθμούς, η Ισπανία με 43,8 βαθμούς, ενώ η Ιταλία «έπιασε» 41,6 βαθμούς.
Εξετάζοντας τα στοιχεία από 50 χώρες ανά τον κόσμο, η ελβετική τράπεζα έθεσε ως βασικό κριτήριο τις επενδύσεις και την πορεία των αποδόσεων, λαμβάνοντας υπόψη τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών, τον κρατικό προϋπολογισμό, το χρέος και άλλους παράγοντες, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ιστοσελίδα της.
Στην ένατη θέση βρίσκεται η Αίγυπτος (40 βαθμοί), στην 11η η Πολωνία (39 βαθμοί) και ακολουθούν η Ουκρανία (38,9 βαθμοί), η Λιθουανία (37,5 βαθμοί), η Ινδία (37,5 βαθμοί) και στη 15η θέση βρίσκεται η Τουρκία με 36,7 βαθμούς!
Απελπισία. Είναι πλέον ζήτημα επιβίωσης να δοθεί στην Ελλάδα το περιθώριο να ανασάνει. Ο ελληνικός λαός κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες και ατέλειωτες θυσίες, σε αντίθεση με την 50μελή κυβέρνηση που πελαγοδρομεί και θέτει ως στόχο τις επικουρικές συντάξεις...
Η κοινωνία ασφυκτιά επειδή η οικονομική πολιτική που επελέγη για να τη σώσει, τη βουλιάζει ακόμη περισσότερο. Μια χώρα θα έπρεπε να οργανώνει ορθολογικά τα δημόσια οικονομικά είτε τελεί σε κατάσταση πτώχευσης είτε όχι. Το κάναμε; Δεν το κάναμε. Μας το επιβάλλουν πλέον οι περιστάσεις. Δεν τρέφω αυταπάτες ότι τέτοια ζητήματα μπορούν να συζητηθούν στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και στην ιθύνουσα τάξη. Θα ήλπιζα, όμως, ότι αυτή ακριβώς η συγκυρία θα επέβαλλε σε όσους κόπτονται πραγματικά για το καλό του τόπου να προχωρήσουν σε ένα συντεταγμένο δημόσιο διάλογο που θα υπερβαίνει τα αφοριστικά «ναι!» και τα αφοριστικά «όχι!». Να δούμε τι θέλουμε, τι μπορούμε και πού πάμε. Πολύ φοβάμαι, όμως, πως ούτε αυτό μπορεί να γίνει. Εκτός κι αν η συγκυρία αποδειχτεί τελικά ακόμη πιο δραματική και τους παρασύρει μην περιμένοντας άλλη φορά...
Αλλά και οι Ευρωπαίοι πολιτικοί προσπαθούν να αρνηθούν σκοπίμως δύο γεγονότα: πρώτον, ότι η Ελλάδα έχει πτωχεύσει στον κρατικό τομέα και, δεύτερον, ότι οι εταίροι της του Βορρά θα χρειαστεί να πληρώσουν τουλάχιστον μέρος του λογαριασμού, είτε μεταφέροντας κεφάλαια στον Νότο είτε διοχετεύοντάς τα στις δικές τους τράπεζες, για να τις στηρίξουν.
Απέτυχαν να αναδιαρθρώσουν σωτήρια και αποτελεσματικά το ελληνικό χρέος και η χώρα συνεχίζει να μην έχει ουσιαστική ευκαιρία ανάκαμψης.
Κανένας δεν εξηγεί καλύτερα τις συνέπειες αυτών που συμβαίνουν απ’ ό, τι ο Κένεθ Ρογκόφ, καθηγητής Οικονομικών στο Χάρβαρντ, ο οποίος πρόσφατα υποστήριξε σε ένα δοκίμιο ότι δεν βρισκόμαστε σε μια Μεγάλη Υφεση, αλλά σε μια Μεγάλη Πιστωτική Συρρίκνωση. «Γιατί όλοι αναφέρονται στην πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση μιλώντας για Μεγάλη Υφεση;», ρωτούσε ο Ρογκόφ. «Η φράση Μεγάλη Υφεση δημιουργεί την εντύπωση ότι η οικονομία ακολουθεί το περίγραμμα μιας τυπικής ύφεσης, η οποία είναι μόνο πιο σοβαρή - κάτι σαν ένα πραγματικά κακό κρυολόγημα. Ωστόσο, το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι η παγκόσμια οικονομία πάσχει από σοβαρή ανισορροπία και δεν υπάρχει γρήγορη διαφυγή χωρίς ένα πρόγραμμα για τη μεταφορά πλούτου από πιστωτές σε οφειλέτες μέσω χρεοκοπιών, χρηματοπιστωτικής καταπίεσης ή πληθωρισμού».
«Σε μια συμβατική ύφεση, η επαναφορά της ανάπτυξης σημαίνει μια ευλόγως ταχεία επιστροφή στην ομαλότητα. Η οικονομία όχι μόνον ανακτά το χαμένο έδαφος, αλλά μέσα σε ένα χρόνο συνήθως αποκαθιστά την ανοδική μακροπρόθεσμη τάση της. Επειτα από μια βαθιά χρηματοπιστωτική κρίση, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Συνήθως μια οικονομία χρειάζεται περισσότερα από τέσσερα χρόνια, μόνο για να φτάσει στο ίδιο επίπεδο κατά κεφαλήν εισοδήματος που υπήρχε πριν από την κρίση. Πολλοί σχολιαστές έχουν επιχειρηματολογήσει πως τα χρηματοπιστωτικά κίνητρα απέτυχαν, όχι επειδή δεν ήταν ορθά, αλλά επειδή δεν ήταν αρκετά μεγάλα για να καταπολεμήσουν τη Μεγάλη Υφεση. Σε μια Μεγάλη Συρρίκνωση, όμως, το υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα είναι το υπερβολικά μεγάλο χρέος».
Μέχρι να βρούμε τρόπους για να αναδιαρθρώσουμε και να διαγράψουμε κάποια από αυτά τα χρέη για καταναλωτές, εταιρείες, τράπεζες και κυβερνήσεις, οι δαπάνες για να κινηθεί η ανάπτυξη δεν πρόκειται να επιστρέψουν στην κλίμακα που χρειαζόμαστε.
Στην 1η θέση των πιο «επικίνδυνων» χωρών για επενδύσεις κατέταξε τη χώρα μας η ελβετική τράπεζα Credit Suisse. Σύμφωνα με την έκθεση που κατήρτισε η CS, η Ελλάδα παίρνει 56 βαθμούς και ακολουθούν η Πορτογαλία με 54,5 βαθμούς, η Ισλανδία με 53,8 βαθμούς, η Ιρλανδία με 49,6 βαθμούς, η Ισπανία με 43,8 βαθμούς, ενώ η Ιταλία «έπιασε» 41,6 βαθμούς.
Εξετάζοντας τα στοιχεία από 50 χώρες ανά τον κόσμο, η ελβετική τράπεζα έθεσε ως βασικό κριτήριο τις επενδύσεις και την πορεία των αποδόσεων, λαμβάνοντας υπόψη τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών, τον κρατικό προϋπολογισμό, το χρέος και άλλους παράγοντες, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ιστοσελίδα της.
Στην ένατη θέση βρίσκεται η Αίγυπτος (40 βαθμοί), στην 11η η Πολωνία (39 βαθμοί) και ακολουθούν η Ουκρανία (38,9 βαθμοί), η Λιθουανία (37,5 βαθμοί), η Ινδία (37,5 βαθμοί) και στη 15η θέση βρίσκεται η Τουρκία με 36,7 βαθμούς!
Απελπισία. Είναι πλέον ζήτημα επιβίωσης να δοθεί στην Ελλάδα το περιθώριο να ανασάνει. Ο ελληνικός λαός κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες και ατέλειωτες θυσίες, σε αντίθεση με την 50μελή κυβέρνηση που πελαγοδρομεί και θέτει ως στόχο τις επικουρικές συντάξεις...
Η κοινωνία ασφυκτιά επειδή η οικονομική πολιτική που επελέγη για να τη σώσει, τη βουλιάζει ακόμη περισσότερο. Μια χώρα θα έπρεπε να οργανώνει ορθολογικά τα δημόσια οικονομικά είτε τελεί σε κατάσταση πτώχευσης είτε όχι. Το κάναμε; Δεν το κάναμε. Μας το επιβάλλουν πλέον οι περιστάσεις. Δεν τρέφω αυταπάτες ότι τέτοια ζητήματα μπορούν να συζητηθούν στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και στην ιθύνουσα τάξη. Θα ήλπιζα, όμως, ότι αυτή ακριβώς η συγκυρία θα επέβαλλε σε όσους κόπτονται πραγματικά για το καλό του τόπου να προχωρήσουν σε ένα συντεταγμένο δημόσιο διάλογο που θα υπερβαίνει τα αφοριστικά «ναι!» και τα αφοριστικά «όχι!». Να δούμε τι θέλουμε, τι μπορούμε και πού πάμε. Πολύ φοβάμαι, όμως, πως ούτε αυτό μπορεί να γίνει. Εκτός κι αν η συγκυρία αποδειχτεί τελικά ακόμη πιο δραματική και τους παρασύρει μην περιμένοντας άλλη φορά...
Αλλά και οι Ευρωπαίοι πολιτικοί προσπαθούν να αρνηθούν σκοπίμως δύο γεγονότα: πρώτον, ότι η Ελλάδα έχει πτωχεύσει στον κρατικό τομέα και, δεύτερον, ότι οι εταίροι της του Βορρά θα χρειαστεί να πληρώσουν τουλάχιστον μέρος του λογαριασμού, είτε μεταφέροντας κεφάλαια στον Νότο είτε διοχετεύοντάς τα στις δικές τους τράπεζες, για να τις στηρίξουν.
Απέτυχαν να αναδιαρθρώσουν σωτήρια και αποτελεσματικά το ελληνικό χρέος και η χώρα συνεχίζει να μην έχει ουσιαστική ευκαιρία ανάκαμψης.
Κανένας δεν εξηγεί καλύτερα τις συνέπειες αυτών που συμβαίνουν απ’ ό, τι ο Κένεθ Ρογκόφ, καθηγητής Οικονομικών στο Χάρβαρντ, ο οποίος πρόσφατα υποστήριξε σε ένα δοκίμιο ότι δεν βρισκόμαστε σε μια Μεγάλη Υφεση, αλλά σε μια Μεγάλη Πιστωτική Συρρίκνωση. «Γιατί όλοι αναφέρονται στην πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση μιλώντας για Μεγάλη Υφεση;», ρωτούσε ο Ρογκόφ. «Η φράση Μεγάλη Υφεση δημιουργεί την εντύπωση ότι η οικονομία ακολουθεί το περίγραμμα μιας τυπικής ύφεσης, η οποία είναι μόνο πιο σοβαρή - κάτι σαν ένα πραγματικά κακό κρυολόγημα. Ωστόσο, το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι η παγκόσμια οικονομία πάσχει από σοβαρή ανισορροπία και δεν υπάρχει γρήγορη διαφυγή χωρίς ένα πρόγραμμα για τη μεταφορά πλούτου από πιστωτές σε οφειλέτες μέσω χρεοκοπιών, χρηματοπιστωτικής καταπίεσης ή πληθωρισμού».
«Σε μια συμβατική ύφεση, η επαναφορά της ανάπτυξης σημαίνει μια ευλόγως ταχεία επιστροφή στην ομαλότητα. Η οικονομία όχι μόνον ανακτά το χαμένο έδαφος, αλλά μέσα σε ένα χρόνο συνήθως αποκαθιστά την ανοδική μακροπρόθεσμη τάση της. Επειτα από μια βαθιά χρηματοπιστωτική κρίση, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Συνήθως μια οικονομία χρειάζεται περισσότερα από τέσσερα χρόνια, μόνο για να φτάσει στο ίδιο επίπεδο κατά κεφαλήν εισοδήματος που υπήρχε πριν από την κρίση. Πολλοί σχολιαστές έχουν επιχειρηματολογήσει πως τα χρηματοπιστωτικά κίνητρα απέτυχαν, όχι επειδή δεν ήταν ορθά, αλλά επειδή δεν ήταν αρκετά μεγάλα για να καταπολεμήσουν τη Μεγάλη Υφεση. Σε μια Μεγάλη Συρρίκνωση, όμως, το υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα είναι το υπερβολικά μεγάλο χρέος».
Μέχρι να βρούμε τρόπους για να αναδιαρθρώσουμε και να διαγράψουμε κάποια από αυτά τα χρέη για καταναλωτές, εταιρείες, τράπεζες και κυβερνήσεις, οι δαπάνες για να κινηθεί η ανάπτυξη δεν πρόκειται να επιστρέψουν στην κλίμακα που χρειαζόμαστε.
No comments:
Post a Comment