Τα κριτήρια με βάση τα οποία μια “ήπια αναδιάρθρωση”, “αναδιάταξη” ή ένας “αναπρογραμματισμός” του χρέους αξιολογούνται τελικά ως κρατική χρεωκοπία, από τον ίδιο παραθέτει σε έκθεση του ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s. Στην έκθεση αυτή η S&P επαναλαμβάνει ότι η “χρεωκοπία” της Ελλάδας δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρείται βέβαιη.
Ο ορισμός της κρατικής χρεωκοπίας από την S&P.
Η S&P ορίζει την κρατική χρεωκοπία ως την αποτυχία να ικανοποιηθούν οι βασικές πληρωμές στις προκαθορισμένες συμφωνίες ή μέσα στην προκαθορισμένη “περίοδο χάριτος”, οι οποίες περιλαμβάνονται στους αρχικούς όρους των υποχρεώσεων όταν εκδόθηκε το χρέος.
Ο ορισμός αυτός περιλαμβάνει και τις προτάσεις ανταλλαγής νέου χρέους με λιγότερο ευνοϊκούς όρους από αυτούς της αρχικής έκδοσης, χωρίς να υπάρχει μια ικανοποιητική αποζημίωση. Οι “λιγότερο ευνοϊκοί όροι” μπορεί να περιλαμβάνουν σύμφωνα με την S&P μείωση της ονομαστικής αξίας, επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, χαμηλότερο κουπόνι, διαφορετική ισοτιμία πληρωμής ή αποτελεσματική αποκατάσταση.
Η “αναδιάταξη” συνιστά χρεωκοπία.
Η S&P υποστηρίζει ότι όσον αφορά τα κρατικά ομόλογα η “αναδιάταξη” συνεπάγεται μια επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής. Μια τέτοια επιμήκυνση σύμφωνα με την S&P αποτελεί χρεωκοπία καθώς το κράτος που εξέδωσε τα ομόλογα θα πληρώσει λιγότερα στους ομολογιούχους.
Η εθελοντική ανταλλαγή δεν συνιστά χρεωκοπία
Σύμφωνα με την S&P μια εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων, από τη στιγμή που οι όροι της ανταλλαγής ικανοποιηθούν, δεν αποτελεί χρεωκοπία.
Η περίπτωση της Ελλάδας.
Όσον αφορά την Ελλάδα η S&P σημειώνει ότι παρόλο που η πιθανότητα μιας χρεωκοπίας έχει αυξηθεί από το 2004, και ιδίως τους 12 τελευταίους μήνες, η χρεωκοπία είναι κάθε άλλο παρά βέβαιη.
http://www.euro2day.gr/news/economy/124/articles/643219/Article.aspx
______________________________________________________
χρεοκοπία η [xreokopía] O25 : 1.(νομ.) παράνομη ή γενικά σκόπιμη πτώχευση: Δόλια / απλή ~. || (επέκτ.) πτώχευση. 2. (μτφ.) ολοκληρωτική αποτυχία: ~ ενός πολιτικού / μιας κυβέρνησης / μιας ιδεολογίας. [λόγ.: 1: ελνστ. χρεοκοπία· 2: σημδ. ιταλ. bancarotta]
ΛΚΝ
χρεωκοπία κ. χρεοκοπίο (η) [μτγν.] |χρεωκοπιών| 1. η αδυναμία πληρωμής των χρεών (ατόμου ή εταιρείας), επειδή οι οφειλές προς τους πιστωτές υπερβαίνουν τα οικονομικά διαθέσιμα ΣΥΝ. πτώχευση 2. (μτφ.) η αποτυχία στην επίτευξη ενός στόχου: η εκπαιδευτική πολιτική οδηγείται σε - || η - των πολιτικών συστημάτων || η - μιας θεωρίας. — χρεωκόπος κ. χρεοκόπος (ο) [μτγν.].
ΛΝΕΓ
χρεωκοπώ κ. χρεοκοπώ ρ. αμετβ. χρεωκοπείς... | χρεωκόπησα, -μένος) 1. δεν είμαι σε θέση να πληρώσω τα χρέη μου: η εταιρεία τυυ χρεωκόπησε ΣΥΝ. φαλιρίζω. πτωχεύω 2. παύω να έχω πια το κύρος, το γόητρο, την αξιοπιστία που είχα: χρεωκόπησε από τη στιγμή που έμπλεξε μαζί τους || ως πολιτικός έχει πια χρεωκοπήσει ΣΥΝ. ξοφλάω, υποβαθμίζομαι 3. (γενικότ.) δεν μπορώ να αποδώσω καρπούς, δεν φέρνω τα προσδοκώμενα αποτελέσματα: η πολιτική τής κυβέρνησης έχει χρεωκοπήσει || χρεωκοπημένες επιλογές στην εκπαίδευση ΣΥΝ. αποτυγχάνω ΑΝΤ. επιτυγχάνω. - χρεωκοπικός, -ή. -ό 11886] κ. χρεοκοπικός.
[ΕΤΥΜ. < μτγν. χρεωκοπώ (-έω) < χρεω- + -κοπώ < κόπτω, πβ. κ. πλευ-ρο-κοπώ).
ΛΝΕΓ
χρεοκοπία (η) ουσ. αξιόποινη πτώχευση | (μτφ.) ηθική έκπτωση | (γεν.) αποτυχία
[<μτγν. χρεωκοπία < χρεωκοπέω -[ù]
ΜΕΛ
χρεοκοπία η, ΝΑ· βλ. χρεωκοπία.
ΠΑΠΥΡΟΣ
χρεωκοπία και χρεοκοπία, η, ΝΑ [χρεωκόπος]· (νεοελλ.) 1. αδυναμία εκπλήρωσης οικονομικών υποχρεώσεων, αδυναμία πληρωμής χρεών, κν. φαλίρισμα, φαλιμέντο· 2. (νομ.) η αξιόποινη πτώχευση, που διακρίνεται σε απλή και σε δόλια, ανάλογα με τον βαθμό υπαιτιότητας τού δράστη· 3. (μτφ.) απώλεια ισχύος και κύρους, αποτυχία («η χρεωκοπία τής οικονομικής πολιτικής είναι πλέον ολοφάνερη»)· 4. (φρ.) «κρατική χρεωκοπία»· (οικον.) η αδυναμία τού κράτους να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις τόσο προς το εσωτερικό, αλλά, κυρίως, προς το εξωτερικό· || (αρχ.) διαγραφή, απαλειφή χρεών χωρίς να έχει προηγηθεί η πληρωμή τους.
ΠΑΠΥΡΟΣ
Ο ορισμός της κρατικής χρεωκοπίας από την S&P.
Η S&P ορίζει την κρατική χρεωκοπία ως την αποτυχία να ικανοποιηθούν οι βασικές πληρωμές στις προκαθορισμένες συμφωνίες ή μέσα στην προκαθορισμένη “περίοδο χάριτος”, οι οποίες περιλαμβάνονται στους αρχικούς όρους των υποχρεώσεων όταν εκδόθηκε το χρέος.
Ο ορισμός αυτός περιλαμβάνει και τις προτάσεις ανταλλαγής νέου χρέους με λιγότερο ευνοϊκούς όρους από αυτούς της αρχικής έκδοσης, χωρίς να υπάρχει μια ικανοποιητική αποζημίωση. Οι “λιγότερο ευνοϊκοί όροι” μπορεί να περιλαμβάνουν σύμφωνα με την S&P μείωση της ονομαστικής αξίας, επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, χαμηλότερο κουπόνι, διαφορετική ισοτιμία πληρωμής ή αποτελεσματική αποκατάσταση.
Η “αναδιάταξη” συνιστά χρεωκοπία.
Η S&P υποστηρίζει ότι όσον αφορά τα κρατικά ομόλογα η “αναδιάταξη” συνεπάγεται μια επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής. Μια τέτοια επιμήκυνση σύμφωνα με την S&P αποτελεί χρεωκοπία καθώς το κράτος που εξέδωσε τα ομόλογα θα πληρώσει λιγότερα στους ομολογιούχους.
Η εθελοντική ανταλλαγή δεν συνιστά χρεωκοπία
Σύμφωνα με την S&P μια εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων, από τη στιγμή που οι όροι της ανταλλαγής ικανοποιηθούν, δεν αποτελεί χρεωκοπία.
Η περίπτωση της Ελλάδας.
Όσον αφορά την Ελλάδα η S&P σημειώνει ότι παρόλο που η πιθανότητα μιας χρεωκοπίας έχει αυξηθεί από το 2004, και ιδίως τους 12 τελευταίους μήνες, η χρεωκοπία είναι κάθε άλλο παρά βέβαιη.
http://www.euro2day.gr/news/economy/124/articles/643219/Article.aspx
______________________________________________________
χρεοκοπία η [xreokopía] O25 : 1.(νομ.) παράνομη ή γενικά σκόπιμη πτώχευση: Δόλια / απλή ~. || (επέκτ.) πτώχευση. 2. (μτφ.) ολοκληρωτική αποτυχία: ~ ενός πολιτικού / μιας κυβέρνησης / μιας ιδεολογίας. [λόγ.: 1: ελνστ. χρεοκοπία· 2: σημδ. ιταλ. bancarotta]
ΛΚΝ
χρεωκοπία κ. χρεοκοπίο (η) [μτγν.] |χρεωκοπιών| 1. η αδυναμία πληρωμής των χρεών (ατόμου ή εταιρείας), επειδή οι οφειλές προς τους πιστωτές υπερβαίνουν τα οικονομικά διαθέσιμα ΣΥΝ. πτώχευση 2. (μτφ.) η αποτυχία στην επίτευξη ενός στόχου: η εκπαιδευτική πολιτική οδηγείται σε - || η - των πολιτικών συστημάτων || η - μιας θεωρίας. — χρεωκόπος κ. χρεοκόπος (ο) [μτγν.].
ΛΝΕΓ
χρεωκοπώ κ. χρεοκοπώ ρ. αμετβ. χρεωκοπείς... | χρεωκόπησα, -μένος) 1. δεν είμαι σε θέση να πληρώσω τα χρέη μου: η εταιρεία τυυ χρεωκόπησε ΣΥΝ. φαλιρίζω. πτωχεύω 2. παύω να έχω πια το κύρος, το γόητρο, την αξιοπιστία που είχα: χρεωκόπησε από τη στιγμή που έμπλεξε μαζί τους || ως πολιτικός έχει πια χρεωκοπήσει ΣΥΝ. ξοφλάω, υποβαθμίζομαι 3. (γενικότ.) δεν μπορώ να αποδώσω καρπούς, δεν φέρνω τα προσδοκώμενα αποτελέσματα: η πολιτική τής κυβέρνησης έχει χρεωκοπήσει || χρεωκοπημένες επιλογές στην εκπαίδευση ΣΥΝ. αποτυγχάνω ΑΝΤ. επιτυγχάνω. - χρεωκοπικός, -ή. -ό 11886] κ. χρεοκοπικός.
[ΕΤΥΜ. < μτγν. χρεωκοπώ (-έω) < χρεω- + -κοπώ < κόπτω, πβ. κ. πλευ-ρο-κοπώ).
ΛΝΕΓ
χρεοκοπία (η) ουσ. αξιόποινη πτώχευση | (μτφ.) ηθική έκπτωση | (γεν.) αποτυχία
[<μτγν. χρεωκοπία < χρεωκοπέω -[ù]
ΜΕΛ
χρεοκοπία η, ΝΑ· βλ. χρεωκοπία.
ΠΑΠΥΡΟΣ
χρεωκοπία και χρεοκοπία, η, ΝΑ [χρεωκόπος]· (νεοελλ.) 1. αδυναμία εκπλήρωσης οικονομικών υποχρεώσεων, αδυναμία πληρωμής χρεών, κν. φαλίρισμα, φαλιμέντο· 2. (νομ.) η αξιόποινη πτώχευση, που διακρίνεται σε απλή και σε δόλια, ανάλογα με τον βαθμό υπαιτιότητας τού δράστη· 3. (μτφ.) απώλεια ισχύος και κύρους, αποτυχία («η χρεωκοπία τής οικονομικής πολιτικής είναι πλέον ολοφάνερη»)· 4. (φρ.) «κρατική χρεωκοπία»· (οικον.) η αδυναμία τού κράτους να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις τόσο προς το εσωτερικό, αλλά, κυρίως, προς το εξωτερικό· || (αρχ.) διαγραφή, απαλειφή χρεών χωρίς να έχει προηγηθεί η πληρωμή τους.
ΠΑΠΥΡΟΣ
No comments:
Post a Comment