Καθώς η ευρωπαϊκή κρίση χρέους συνεχίζεται, μπορούμε πλέον να εξάγουμε ορισμένα αναμφισβήτητα συμπεράσματα:
Πρώτον, η Ελλάδα δεν έχει καμία ελπίδα για την αποπληρωμή των χρεών της, υπό την τρέχουσα μορφή τους. Συνεπώς, το πολυσυζητημένο σχέδιο διάσωσης ύψους 110 δισ. ευρώ και ο μετέπειτα μηχανισμός διάσωσης περίπου ενός τρισ. δολ. που προωθήθηκαν από τις χώρες της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι καταδικασμένες να αποτύχουν, για τον απλούστατο λόγο ότι προσφέρουν απλώς περισσότερο δανεισμό σε χώρες που είναι ήδη «πνιγμένες» στα χρέη. Η Ελλάδα παρουσιάζει ένα πρωτογενές έλλειμμα (δηλαδή έλλειμμα που θα διατηρηθεί για πολλά χρόνια εκτός αν η χώρα σημειώσει μία θεαματική οικονομική ανάπτυξη) που ξεπερνά το 6% του ΑΕΠ, και ένα δημοσιονομικό έλλειμμα, που προορίζεται για τη χρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους, το οποίο προσθέτει τουλάχιστον τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες ακόμα. Επιπλέον, βρίσκεται αντιμέτωπη με τουλάχιστον τρία έτη συρρίκνωσης του ΑΕΠ. Με απλά μαθηματικά, βλέπουμε ότι για την επίτευξη ενός σταθερού ποσοστού χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, η Ελλάδα θα πρέπει να δημιουργήσει ένα πλεόνασμα προϋπολογισμού τουλάχιστον 10%, το οποίο είναι βασικά αδύνατο για οποιαδήποτε κυβέρνηση. Ενα αυξανόμενο ποσοστό χρέους σε συνάρτηση με μία οικονομία που συρρικνώνεται, θα καθιστούσε, μετά τρία χρόνια, τη χρηματοδότηση από ιδιώτες επενδυτές πολύ αμφίβολη.
Δεύτερον, μολονότι η Ελλάδα μπορεί να αθετήσει τις υποχρεώσεις πληρωμών της επί της πλειοψηφίας του δημόσιου χρέους της με μία μονομερή απόφαση του Κοινοβουλίου της -και οι πολιτικές και οικονομικές πραγματικότητες που θα οδηγήσουν σε αυτό μπορεί να αποδειχθούν ακαταμάχητες- θα ήταν πολύ καλύτερα για την Ελλάδα, το ΔΝΤ και την υπόλοιπη Ευρωζώνη, εάν το απέφευγε. Το σενάριο χρεοκοπίας θα σηματοδοτούσε όχι απλώς έναν τρομακτικό πόνο για τους Ελληνες πολίτες, αλλά και μία απειλή χρηματοοικονομικής αναταραχής σε όλη την Ευρώπη και ενδεχομένως στον κόσμο, δεδομένης της εμπλοκής αρκετών μεγάλων τραπεζών. Επιπλέον, τα χρέη της Ισπανίας, Πορτογαλίας, Ιρλανδίας, πιθανότατα της Ιταλίας και ακόμα και της Βρετανίας, θα εξετίθεντο σε μεγάλο κίνδυνο. Αυτές οι κυβερνήσεις στην καλύτερη περίπτωση θα αντιμετώπιζαν χαμηλότερη πιστοληπτική αξιολόγηση και υψηλότερο κόστος δανεισμού, καθιστώντας πολύ πιο πιθανή μία δική τους χρεοκοπία. Εφόσον οι επενδυτές γνωρίζουν αυτό το ενδεχόμενο, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί η πιθανότητα μιας ευρύτερης απόσυρσης καταθέσεων από τις τράπεζες.
Οπότε, τι μπορεί να γίνει; Η Ελλάδα δεν μπορεί να αθετήσει τις υποχρεώσεις πληρωμών της, αλλά μπορεί να τις «αναδιαρθρώσει». Σε αρκετούς αυτό μπορεί να μοιάζει με χρεοκοπία, αλλά πολλοί άνθρωποι είναι σε θέση να αντιληφθούν τη διαφορά όταν είναι προς το συμφέρον τους, όπως συνέβη με την πόλη της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του ’70. Στην ουσία, η Ελλάδα χρειάζεται ευνοϊκότερους όρους δανεισμού - χαμηλότερο επιτόκιο και μεγαλύτερο διάστημα αποπληρωμής. Οι ισολογισμοί των ευρωπαϊκών και άλλων τραπεζών που έχουν στην κατοχή τους αναδιαρθρωμένα ελληνικά ομόλογα μέχρι τη λήξη τους, δεν θα κλονιστούν εφόσον η αποτίμηση των εν λόγω ομολόγων δεν γίνει σε τρέχουσες τιμές αγοράς, έναν λογιστικό κανόνα που φαίνεται πως οδεύει προς κατάργηση. Με αυτόν τον τρόπο, οι τράπεζες μπορούν να διατηρήσουν τον ωφέλιμο μύθο ότι παραμένουν φερέγγυες, ωσότου καταφέρουν να γίνουν με τη βοήθεια του φθηνού χρήματος της ΕΚΤ. Πολλοί κάτοχοι ελληνικών ομολόγων πιθανότατα να μη συμφωνούν με το συγκεκριμένο σχέδιο, αλλά ο κίνδυνος αθέτησης των υποχρεώσεων πληρωμών τους θα είναι πολύ χαμηλότερος στην περίπτωση του αναδιαρθρωμένου χρέους σε σχέση με το αρχικό. Ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s υπολόγισε προσφάτως ότι στην περίπτωση μιας αθέτησης των υποχρεώσεων πληρωμών, οι επενδυτές μπορεί να χάσουν έως και το 50% των κεφαλαίων.
Οποιαδήποτε τέτοιου είδους αναδιάρθρωση θα πρέπει να γίνει σε συνεργασία με το ΔΝΤ και την Ε.Ε. Ο αντίκτυπος ενός τέτοιου σχεδίου θα ήταν μεγάλος. Ο Καρλ Ουάινμπεργκ της High Frequency Economics υπολογίζει ότι η Ελλάδα χρειάζεται 240 δισ. ευρώ την επόμενη πενταετία, 90 από τα οποία για τόκους. Μία αναδιάρθρωση των ελληνικών ομολόγων που λήγουν από σήμερα έως και το 2019 σε ένα ενιαίο 25ετές ομόλογο αυτο-απόσβεσης με επιτόκιο 4,5% θα εξοικονομούσε στη χώρα τουλάχιστον 140 δισ. ευρώ τα επόμενα πεντέμισι χρόνια. Η βελτίωση των ταμειακών ροών της χώρας σε συνάρτηση με την εν εξελίξει εξισορρόπηση των δημοσίων οικονομικών της, θα αυξήσει το πιστωτικό της προφίλ και θα της επιτρέψει την πρόσβαση σε δάνεια από τις ιδιωτικές αγορές.
Μήπως όλα αυτά ακούγονται κάπως εξεζητημένα; Δεν θα έπρεπε. Ολες οι πλευρές έχουν συμφέρον να συνεργαστούν γι’ αυτό, δεδομένου μάλιστα ότι δεν υπάρχει άλλη ευπρόσδεκτη εναλλακτική λύση. Μία τέτοια αναδιάρθρωση έχει επιτύχει αλλού, συμπεριλαμβανομένης της Νέας Υόρκης.
* Καθηγητής Οικονομικών και πρόεδρος του Levy Economics Institute, στο Bard College της Νέας Υόρκης.
No comments:
Post a Comment