WSJ
Οι κρίσεις χρέους πάντοτε πυροδοτούν διαμάχες μεταξύ των πιστωτών και των δανειοληπτών αναφορικά με το ποιος θα πρέπει να υποστεί τις απώλειες.
Από τότε που εξερράγη η ελληνική κρίση, πριν από περίπου τρία χρόνια, αυτές οι διαμάχες έχουν απασχολήσει τις ευρωσυνόδους και τις συνεδριάσεις των υπουργών Οικονομικών και έχουν καλυφθεί κατά κόρον από τα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης. Λόγω του μεγάλου αριθμού των εμπλεκόμενων μερών -της Ελλάδας και των άλλων 16 κρατών μελών της ευρωζώνης, των ευρωπαϊκών αρχών και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου-, οι διαμάχες αυτές είναι πιο περίπλοκες απ’ ό,τι είναι το σύνηθες.
Παρά τις επιπλοκές, το deal αυτής της εβδομάδας για το χρέος της Ελλάδας δείχνει τον (σχεδόν) απαράβατο κανόνα των κρίσεων κρατικού χρέους: οι φορολογούμενοι των πιστωτριών χωρών επωμίζονται σημαντικές απώλειες διότι τα δάνεια που χορηγούν οι ιδιώτες πιστωτές με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο καταλήγουν στον ισολογισμό του δημόσιου τομέα.
Οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης δεν έχουν παραδεχθεί δημόσια ότι αναμένουν να υποστούν απώλειες, όμως αυτό είναι το σχεδόν αναπόφευκτο αποτέλεσμα της συμφωνίας για την Ελλάδα, που επιτεύχθηκε από τους υπουργούς Οικονομικών τα ξημερώματα της Τρίτης. Ακόμα και αν οι υπουργοί δεν το παραδέχονται τώρα, θα πρέπει να το παραδεχθούν κάποια στιγμή που θα είναι πιο... βολική πολιτικά.
Οι κρατικοί πιστωτές συνήθως προτιμούν να αναλάβουν τον λογαριασμό μέσω της παμπάλαιας τακτικής της «παράτασης και προσποίησης»: μειώνοντας τα επιτόκια κάτω του κόστους τους και παρατείνοντας τις λήξεις στο μακρινό μέλλον.
Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι οι κανόνες της δημόσιας λογιστικής σε πολλές χώρες καθιστούν δύσκολη την περικοπή υπερβολικών χρεών μέσω της πιο διαφανούς οδού της διαγραφής κεφαλαίων. Ωστόσο, υπάρχουν όρια στο τι μπορεί να πετύχει η στάση της «παράτασης και προσποίησης».
Αν η ελληνική οικονομία συρρικνωθεί περαιτέρω, όπως πιστεύουν πολλοί οικονομολόγοι, η κυβέρνηση της χώρας θα έχει ακόμα πιο περιορισμένη δυνατότητα να αποπληρώσει τα χρέη της και οι ξεκάθαρες διαγραφές κεφαλαίων από τις κυβερνήσεις θα είναι αναπόφευκτες.
«Αν και οι ξεκάθαρες διαγραφές δεν βρίσκονται στο τραπέζι προς το παρόν, αυτό δεν θα ισχύσει επ’ αόριστον», σύμφωνα με τον Mujtaba Rahman, αναλυτή της Eurasia Group. Αν γίνει κάτι τέτοιο τώρα, θα είναι πολιτική αυτοκτονία στις βόρειες χώρες, ενώ οι νότιες δεν βλέπουν λόγο να συμφωνήσουν σε μια τέτοια κίνηση, προσθέτει ο ίδιος.
Η συμφωνία αυτής της εβδομάδας είναι απίθανο ότι θα είναι η τελευταία που θα ακούσουμε για την Ελλάδα, όμως τώρα είναι μια καλή στιγμή για να θυμηθούμε πώς φτάσαμε ως εδώ.
Οι δανειοδότες καθώς και οι δανειολήπτες δημιούργησαν την κρίση. Για μία δεκαετία μετά τη δημιουργία του ευρώ, οι επενδυτές της βόρειας Ευρώπης χρηματοδοτούσαν έμμεσα ή άμεσα τα ελλείμματα κυβερνήσεων όπως της Ελλάδας, ή τα στεγαστικά και τα κατασκευαστικά δάνεια των ισπανικών νοικοκυριών και των κατασκευαστικών εταιρειών, με πολύ χαμηλά επιτόκια. Ο υπολογισμός τους ότι αυτές οι επενδύσεις ήταν πολύ υψηλού ρίσκου για να συνεχιστούν δημιούργησε την κρίση.
Και για όλη την «αγωνία» που έχουν εκφράσει η Γερμανία και άλλες χώρες του Βορρά αναφορικά με τη χορήγηση δανείων του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα και σε άλλες προβληματικές χώρες, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών έχουν μπει σε χωράφια όπου κάποτε ήθελαν να περπατούν τα ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά τους ιδρύματα (και για πολλά χρόνια), αλλά τώρα φοβούνται να περάσουν.
Πράγματι, η αρχική αντίδραση στα προβλήματα χρέους της Ελλάδας οδηγήθηκε από δύο λίγο ως πολύ αναγκαιότητες: Η πρώτη ήταν να αναγκαστεί η Ελλάδα να επανορθώσει τα υπερβολικά της χρέη (και για τα ψέματα που είπε) και να διασφαλιστεί -μέσω της επιβολής τιμωρητικών επιτοκίων στα δάνεια διάσωσης- ότι η χώρα ή άλλες χώρες δεν θα μπουν στον πειρασμό να ξανακάνουν τα ίδια.
Η δεύτερη ήταν να αποφευχθεί μια αναδιάρθρωση χρέους, που θα έπληττε τους ισολογισμούς των τραπεζών της Βόρειας Ευρώπης, και ιδιαίτερα της Γερμανίας και της Γαλλίας, που είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους τεράστια ποσά ελληνικών ομολόγων και άλλων assets, των οποίων οι αξίες θα πλήττονταν σοβαρά από έναν πανικό. Αυτό θα ανάγκαζε τις κυβερνήσεις να παρέμβουν με δημόσιους πόρους για να σώσουν κάποιες από αυτές τις τράπεζες από την κατάρρευση.
Έτσι, οι βόρειες χώρες ανησυχούσαν αρχικά μήπως η διάσωση φέρει κίνητρα για κακή συμπεριφορά από την πλευρά των δανειοληπτών, αλλά δεν ανησυχούσαν τόσο για τον ηθικό κίνδυνο μεταξύ των πιστωτών.
Αυτές οι ανησυχίες άλλαξαν. Οι βόρειες κυβερνήσεις εξακολούθησαν να ψάχνουν τρόπους για να προστατευθούν από τις απώλειες, όμως αργότερα εξέφρασαν την άποψη ότι τα ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματά τους είχαν τον χρόνο να προσαρμοστούν στις απώλειες από την Ελλάδα, ιδιαίτερα με δεδομένο ότι είχαν συστήσει ένα ταμείο διάσωσης για να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις της μετάδοσης του προβήματος σε άλλες χώρες.
Ακολούθησε η συμφωνία στην Ντοβίλ της Γαλλίας, τον Οκτώβριο του 2010, μεταξύ της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ και του Γάλλου προέδρου Νικολά Σαρκοζί, η οποία προανήγγειλε το PSI - τον ευφημισμό για τις απώλειες που θα έπρεπε να υποστούν οι ιδιώτες δανειστές.
Παρά την εξέλιξη αυτή, το χρέος της Ελλάδας συνέχισε να αυξάνεται, σε μεγάλο βαθμό διότι η οικονομία της κατέρρεε. Οι επίσημοι πιστωτές προσάρμοσαν περισσότερο την προσέγγισή τους, μειώνοντας σταδιακά τα τιμωρητικά επιτόκια των δανείων διάσωσης, αναγνωρίζοντας στην πραγματικότητα ότι άρχισαν να γίνονται μέρος του προβλήματος, αντί για λύση.
Τώρα όμως, ιδιαίτερα μετά την προτεινόμενη επαναγορά ορισμένων από τα εναπομείναντα ομόλογα που κατέχουν ιδιώτες, η ευρεία πλειονότητα του ελληνικού χρέους θα βρίσκεται στα χέρια του δημόσιου τομέα - στις κυβερνήσεις της ευρωζώνης και στο ταμείο διάσωσής τους, το EFSF, καθώς και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ.
Έτσι, εκεί θα πέσει το βάρος ώστε να διασφαλιστεί ότι το χρέος είναι διαχειρίσιμο. Τα κόστη θα πέσουν στους ώμους των φορολογούμενων της βόρειας Ευρώπης, παρά τις προηγούμενες προσπάθειες των κυβερνήσεών τους να αποφύγουν την εξέλιξη αυτή.
Το «ταξίδι» για να φτάσουμε ως εδώ ήταν βασανιστικό και πολύ επώδυνο για τους Έλληνες πολίτες. Και δεν έχει τελειώσει ακόμα…
http://www.euro2day.gr/specials/opinions/132/articles/742460/Article.aspx
_____________________________________________
πολύ καλό άρθρο, εφάμιλλο της πρακτικότητας των Αμερικάνων
κοιτώντας λίγο πιο μπροστά, μετά από το buy back, η χώρα έχει δύο επιλογές:
α. να πτωχεύσει με κούρεμα
β. να πτωχεύσει χωρίς κούρεμα
(δεν εξετάζω τη περίπτωση grexit)
"να πτωχευσει": να κατηγοριοποιηθεί από τους ξένους οίκους ως χρεοκοπία, όπως τον περασμένο Φλεβάρη
και
β. (λινκ) Μία τέτοια εξέλιξη θα ήταν μία δεύτερη αθέτηση πληρωμών μετά το Μάρτιο 2012, ενώ δεν θα αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα του χρέους. Αυτό το σενάριο ως εκ τούτου
θα άφηνε σαφώς στην Ελλάδα ένα άκρως μη βιώσιμο δημόσιο χρέος, εντείνοντας τις πιέσεις για περισσότερα μέτρα λιτότητας και μεταρρυθμίσεις
είναι η καθαρή περίπτωση πίεσης για επιπλέον μεταρρυθμίσεις
πρόκειται για μια ιδιαίτερη δυσάρεστη περίπτωση, το διάστημα του Φλεβάρη θα είναι "καλοκαιρινές διακοπές"
α. η περίπτωση του κουρέματος έχει δύο δρόμους
1. ένα OSI που θα επηρεάσει την μόνο την Ελλάδα, θα πρέπει όμως να ανέλθει σε επίπεδα πολύ μεγάλα (να απομείνει περίπου το 60%ΑΕΠ ήτοι περί τα €100-110δισ)
2. το OSI δεν θα συνεχίσει να θεωρεί την Ελλάδα "μοναδική περίπτωση" αλλά θα εμπλέξει την ΟΝΕ στη διαδικασία της δημοσιονομικής και τραπεζικής ένωσης, όπου θα έχουμε λογικά "μπλε" και "κόκκινο" χρέος, έτσι ώστε να φτάσουμε κάποια στιγμή σε πλήρη αμοιβαιοποίηση του χρέους.
Είναι βέβαιο ότι ο μέσος ευρωπαϊος (όπως και ο Έλληνας) δεν βλέπει κανένα όραμα σε όλα αυτά, μια βασική διαφορά σε σχέση με το 1999 όταν η κατοχή ενός νέου νομίσματος είχε κάποια έλξη. Και τους επόμενους μήνες [έως το ..2016 για κάμποσους λαούς] είναι βέβαιο ότι στο άκουσμα ενός τέτοιου οράματος το μόνο που θα κάνει θα είναι να ξερνάει...