Αγωνιούμε όλοι, σήμερα, για το πώς η Ελλάδα, σε ένα δύσκολο και αβέβαιο διεθνές περιβάλλον, θα κατορθώσει μέσα από ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις και διεργασίες να χαράξει και να υλοποιήσει μια επιτυχή στρατηγική εξόδου από την κρίση.
Να ανακτήσει, δηλαδή, ξανά την εμπιστοσύνη των πολιτών και των αγορών, να επιστρέψει σε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, σε μια σταθερή πορεία οικονομικής ευημερίας, δημοσιονομικής σταθερότητας, διεθνούς ανταγωνιστικότητας και κοινωνικής ισορροπίας.
Σήμερα, εκτιμώ, ιδιαίτερα μετά την έγκριση της νέας αρχιτεκτονικής στην ευρωζώνη, ότι υπάρχουν πέντε βασικές αλληλένδετες προϋποθέσεις για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση:
α) Πολιτική και κοινωνική δέσμευση στο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, μεταρρυθμίσεων και ανταγωνιστικότητας.
β) Πειστική δημοσιονομική προσαρμογή και οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας, κυρίως, ριζική αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα και δημιουργία μικρότερου και αποτελεσματικότερου κράτους.
γ) Αποκατάσταση ικανοποιητικών συνθηκών ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα και πρόσβαση στις διεθνείς χρηματαγορές.
δ) Βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας.
Να ανακτήσει, δηλαδή, ξανά την εμπιστοσύνη των πολιτών και των αγορών, να επιστρέψει σε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, σε μια σταθερή πορεία οικονομικής ευημερίας, δημοσιονομικής σταθερότητας, διεθνούς ανταγωνιστικότητας και κοινωνικής ισορροπίας.
Σήμερα, εκτιμώ, ιδιαίτερα μετά την έγκριση της νέας αρχιτεκτονικής στην ευρωζώνη, ότι υπάρχουν πέντε βασικές αλληλένδετες προϋποθέσεις για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση:
α) Πολιτική και κοινωνική δέσμευση στο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, μεταρρυθμίσεων και ανταγωνιστικότητας.
β) Πειστική δημοσιονομική προσαρμογή και οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας, κυρίως, ριζική αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα και δημιουργία μικρότερου και αποτελεσματικότερου κράτους.
γ) Αποκατάσταση ικανοποιητικών συνθηκών ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα και πρόσβαση στις διεθνείς χρηματαγορές.
δ) Βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας.
ε) Αποκατάσταση σταθερών και υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας, στη βάση μιας εξωστρεφούς παραγωγικής οικονομίας.
Όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι η επιστροφή της χώρας σε αναπτυξιακή τροχιά αποτελεί την καθοριστική παράμετρο επιτυχίας, με στόχους τη δραστική μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, την ομαλοποίηση της οικονομίας και τη βελτίωση τελικά της κοινωνικής ευημερίας.
Αν η χώρα επανέλθει σε πραγματικούς ρυθμούς ανάπτυξης γύρω στο 3% ετησίως τα επόμενα 10 χρόνια, σε συνδυασμό με πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα (γύρω στο 5% ετησίως) και λογικό κόστος δανεισμού (κάτω του 6%), ο λόγος δημόσιου χρέους/ΑΕΠ θα μειωθεί δραματικά, από περίπου 159% το 2012 στο 110% - 115% του ΑΕΠ στο τέλος του 2020, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται στους παραπάνω υπολογισμούς η επίπτωση των εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις. Ο στόχος δεν είναι εύκολος, αλλά είναι, υπό προϋποθέσεις, επιτεύξιμος.
Η αξιοποίηση της μεγάλης κινητής και ακίνητης δημόσιας περιουσίας ενισχύει την επίτευξη των παραπάνω στόχων διότι: α) μειώνει το χρέος, β) βελτιώνει το διεθνές κλίμα αναφορικά με την Ελλάδα και γ) προσελκύει ξένα και εγχώρια επενδυτικά κεφάλαια.
Να τονίσω στο σημείο αυτό, χωρίς περιστροφές, ότι οι συζητήσεις - προτάσεις για επιστροφή της χώρας στη δραχμή, ή για μονομερή διαγραφή χρέους, δεν αποτελούν εναλλακτικές λύσεις του ελληνικού προβλήματος, αλλά συνταγή οικονομικής, κοινωνικής και εθνικής οπισθοδρόμησης δεκαετίες πίσω.
Εκτιμώ, δε, ότι κατά πάσα πιθανότητα ο "ασθενής" θα αποθάνει πριν από την εφαρμογή της υποτιθέμενης θεραπείας, με χαμένους κυρίως τους εργαζομένους της χώρας.
Φυγή προς τα εμπρός αποτελεί η δυναμική επιστροφή της χώρας σε αναπτυξιακή τροχιά, η διαμόρφωση δηλαδή ενός νέου, εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου, που θα στηρίζεται στις επενδύσεις, στην επιχειρηματικότητα, στην εμπιστοσύνη και στον δυναμικό εξαγωγικό προσανατολισμό της οικονομίας, μακριά από τον κρατισμό και την εσωστρέφεια.
Χρειάζεται να πνεύσει στη χώρα ένα νέο μεγάλο ρεύμα οικονομικής ελευθερίας, που θα βελτιώνει την παραγωγικότητα της οικονομίας μέσω των ιδιωτικών επενδύσεων και των επενδύσεων στις υποδομές, της αναβάθμισης της παιδείας, του ανοίγματος των αγορών και των κλειστών επαγγελμάτων στον ανταγωνισμό, της μεγαλύτερης ευελιξίας στην αγορά εργασίας, της ριζοσπαστικής αναδιοργάνωσης του κράτους, της άρσης των αντικινήτρων για επενδύσεις, της δημιουργίας ενός σταθερού και ανταγωνιστικού θεσμικού, φορολογικού, χωροταξικού και νομικού περιβάλλοντος, φιλικού προς το επιχειρείν.
Η ανάπτυξη θα δαμάσει τελικά το χρέος και θα οδηγήσει την Ελλάδα στην ομαλοποίηση και στην προοπτική.
Το παγκόσμιο περιβάλλον δεν θα είναι μάλλον ευνοϊκό τα επόμενα χρόνια, τα διεθνή επιτόκια και τα ασφάλιστρα κινδύνου θα είναι υψηλότερα, οι ρυθμοί ανάπτυξης χαμηλότεροι και οι αβεβαιότητες και οι κίνδυνοι μεγαλύτεροι. Αυτό καθιστά το έργο της επανεκκίνησης της οικονομίας δυσκολότερο και απαιτητικότερο και την ανάγκη αρραγούς εσωτερικού μετώπου
ισχυρότερη.
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, παρά τη σκληρή και έντονη κριτική που δέχθηκε τα τελευταία χρόνια, ακολούθησε την τελευταία δεκαετία εξωστρεφή, αναπτυξιακή πολιτική, επικεντρωμένη όμως στις παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες. Δεν επένδυσε σε τοξικά χρεόγραφα και δεν παρασύρθηκε σε υψηλό βαθμό μόχλευσης, με αποτέλεσμα να έχει ελάχιστες επιπτώσεις από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση. Υφίσταται όμως σήμερα τις σημαντικές αρνητικές συνέπειες της ελληνικής δημοσιονομικής εκτροπής, της αναξιοπιστίας του κράτους, που απώλεσε την εμπιστοσύνη των αγορών, των πολιτών και των εταίρων μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Βρισκόμαστε, σήμερα, σε θέση άμυνας, με την ελληνική οικονομία σε βαθιά ύφεση, τη ζήτηση δανείων σε κάθετη πτώση, με σημαντική μείωση των εγχώριων καταθέσεων, με περιορισμένη πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, με ταχύτατα φθίνουσα εγχώρια κερδοφορία, κυρίως λόγω του υψηλού κόστους των καταθέσεων και των μη εξυπηρετούμενων δανείων και με σημαντική εξάρτηση από την ΕΚΤ και το Δημόσιο για ρευστότητα, που πρέπει σταδιακά να μειωθεί.
Η αύξηση της εξάρτησης για ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ μέσω και των εγγυήσεων του Δημοσίου στα τραπεζικά ομόλογα, που προσεγγίζει συνολικά τα 95 δισ., έναντι 190 δισ. ευρώ της Ιρλανδίας, αντανακλά:
α) Τη μείωση των καταθέσεων κατά 40 δισ. ευρώ ευρώ τους τελευταίους δεκαπέντε μήνες.
β) Τη σημαντική απομείωση της αξίας σε μετρητά των χρεογράφων και των ομολόγων του Δημοσίου στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, ύψους περίπου 25 - 30 δισ., λόγω της δραματικής μείωσης των τιμών, των υποβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης και της αυστηρότερης πολιτικής από την ΕΚΤ.
γ) Την ανάγκη χρηματοδότησης του χαρτοφυλακίου ελληνικών ομολόγων ύψους 50 δισ. ευρώ περίπου, μετά τον περιορισμό πρόσβασης στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Αν δεν αυξάναμε την εξάρτηση από την ΕΚΤ, θα έπρεπε να μειώσουμε ισόποσα τα δάνεια πελατείας στην Ελλάδα, με καταστρεπτικές συνέπειες για την ελληνική οικονομία.
Παρά ταύτα, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει επιδείξει σημαντικές αντοχές και κινείται δυναμικά: α) προχωρώντας στην ενίσχυση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, β) βελτιώνοντας τη ρευστότητα και την πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, γ) μειώνοντας το κόστος λειτουργίας, δ) στηρίζοντας τις επενδύσεις του εκτός Ελλάδας, ε) διατηρώντας ανοιχτές τις προοπτικές ανασυγκρότησής του, στ) διαχειριζόμενο δυναμικά την περιουσία του και τους κινδύνους, με σεβασμό στις ανάγκες των πελατών μας στην τρέχουσα δύσκολη συγκυρία.
Εκτιμώ ότι η έξοδος του ελληνικού τραπεζικού συστήματος από την κρίση θα γίνει σε βάθος χρόνου, με σημαντικό κόστος και, παράλληλα, με α). την άρση της αβεβαιότητας για το μέλλον και την προοπτική της ευρωζώνης, β). την αποκατάσταση της πρόσβασης του ελληνικού δημοσίου στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, εξέλιξη που συνδέεται κυρίως με τη συνεπή υλοποίηση του μνημονίου, γ). την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο κράτος, στους θεσμούς, στην πολιτική και στις τράπεζες καθώς και δ) τη διεθνή αναβάθμιση της χώρας από τους οίκους αξιολόγησης. Το τραπεζικό σύστημα μπορεί και προσπαθεί να βηματίσει γρηγορότερα του Δημοσίου, αλλά δεν μπορεί να τρέξει πολύ πιο μπροστά από αυτό στις αγορές και στις εξελίξεις.
Θα αναφερθώ σε τρεις επιπρόσθετες μη στενά οικονομικές προϋποθέσεις, που επίσης θα συμβάλουν στην έξοδο της χώρας από την κρίση:
Πρώτον, απαιτείται να κερδίσουμε ξανά την εμπιστοσύνη των πολιτών και των αγορών. Όσο οι διεθνείς κεφαλαιαγορές παραμένουν κλειστές και όσο οι πολίτες και οι επιχειρηματίες δεν εμπιστεύονται τους θεσμούς και με το πρώτο ανώνυμο e-mail τρέχουν να αποσύρουν τα χρήματά τους από τις τράπεζες, επενδύσεις, ανάκαμψη και ομαλοποίηση δεν θα υπάρξουν.
Δεύτερον, η πολιτική, το κράτος και η κοινωνία πρέπει να γίνουν πιο φιλικά προς την επιχειρηματικότητα, να ξεπεράσουν το πνεύμα καχυποψίας, επιφυλακτικότητας και ίσως και εχθρικότητας που χαρακτηρίζει τη στάση μας έναντι του ιδιωτικού επιχειρείν. Ας αποδεχθούμε τελικά ως κοινωνία ότι στην οικονομία και το ιδιωτικό μπορεί να είναι εθνικό και χρήσιμο.
Τρίτον, να πείσουμε τους πολίτες της χώρας για τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων και τη δίκαιη κατανομή τους, δείχνοντας, δηλαδή, ότι υπάρχει ελπίδα, μέλλον και κοινωνική ανέλιξη γι’ αυτούς. Με τους πολίτες και την κοινωνία απέναντι στις μεταρρυθμίσεις είναι βέβαιο ότι η πρόοδος θα είναι περιορισμένη.
Για πολλά χρόνια δεν τολμήσαμε να αντιμετωπίσουμε με ειλικρίνεια και ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες τις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Παραμείναμε δέσμιοι νοοτροπιών, αντιλήψεων και πρακτικών, που δεν είναι φιλικές προς την αλλαγή, το καινούργιο, τη μεταρρύθμιση, την κοινωνική και οικονομική αποτελεσματικότητα.
Όλοι γνωρίζουμε ότι ιδιαίτερα μεγάλες τομές απαιτούνται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, που είναι και ο μεγάλος ασθενής. Το ζήτημα δεν είναι να επιδιώξουμε να επιλύσουμε τη δημοσιονομική κρίση με συνεχείς μειώσεις μισθών, με υπέρμετρες φορολογικές επιβαρύνσεις, υποβαθμίζοντας σημαντικά την κοινωνική πολιτική. Τέτοιες επιλογές ενέχουν, τελικά, τον σοβαρό κίνδυνο να καταλήξουμε σε οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα.
Το ζήτημα είναι να στοχεύσουμε μέσω των μεταρρυθμίσεων στη δραστική περιστολή της σπατάλης και της αναποτελεσματικότητας στον δημόσιο τομέα, στον σημαντικό περιορισμό της φοροδιαφυγής, στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, στη συνεργασία δημόσιου - ιδιωτικού τομέα, στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών και στην ενσωμάτωση και κινητοποίηση της ιδιωτικής αλληλεγγύης στην κοινωνική πολιτική, ώστε να πιάσουν τόπο και να διευρυνθούν οι διαθέσιμοι πόροι.
Οι μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα δεν πρέπει να είναι δέσμιες ιδεολογικών προσεγγίσεων, αλλά να κατευθύνονται από τα κριτήρια της αποτελεσματικότητας, της ποιότητας υπηρεσιών, της προστιθέμενης αξίας, της μείωσης του κόστους λειτουργίας και της εξυπηρέτησης των πολιτών.
Τα δύσκολα χρόνια που έχουμε μπροστά μας οφείλουμε να κάνουμε τις μεγάλες υπερβάσεις, προσωπικές και συλλογικές και να παραδεχθούμε ότι μόνο μέσα από ευρύτερες συναινετικές διεργασίες, με όραμα, σχέδιο, δέσμευση, συνέπεια, διάθεση προσφοράς και σκληρή δουλειά θα βγούμε από την κρίση.
Από το κάλεσμα αυτό δεν πρέπει να λείψει κανείς, και ιδιαίτερα ο επιχειρηματικός κόσμος της χώρας. Επιδίωξη λύσεων εκτός του πλαισίου και των θεσμών της ευρωζώνης οδηγούν μόνο σε αδιέξοδο και σε διεύρυνση της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, με μεγάλο τελικό κόστος για τους εργαζομένους.
Έχουμε τη δυνατότητα και την ευκαιρία να δημιουργήσουμε τα επόμενα χρόνια μια σύγχρονη, ανοιχτή και ανταγωνιστική οικονομία. Να ανακτήσουμε τη διεθνή μας αξιοπιστία και το κύρος μας. Να ανοίξουμε ξανά τις αγορές, για να βελτιωθεί η ρευστότητα και να χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη.
Ας στηριχτούμε στα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, στη συμμετοχή μας στην ευρωζώνη, στο πλούσιο επιχειρηματικό ταλέντο, στις σημαντικές παραγωγικές δυνατότητες, στο ικανό και εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό, στις δημοκρατικές και κοινωνικές μας παραδόσεις, στη μοναδική ιστορία και στον πολιτισμό, στον πλούσιο και ευλογημένο τόπο όπου ζούμε.
Οι προκλήσεις είναι μπροστά μας και αυτή η μεγάλη ευκαιρία αλλαγής δεν πρέπει να πάει χαμένη.
Όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι η επιστροφή της χώρας σε αναπτυξιακή τροχιά αποτελεί την καθοριστική παράμετρο επιτυχίας, με στόχους τη δραστική μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, την ομαλοποίηση της οικονομίας και τη βελτίωση τελικά της κοινωνικής ευημερίας.
Αν η χώρα επανέλθει σε πραγματικούς ρυθμούς ανάπτυξης γύρω στο 3% ετησίως τα επόμενα 10 χρόνια, σε συνδυασμό με πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα (γύρω στο 5% ετησίως) και λογικό κόστος δανεισμού (κάτω του 6%), ο λόγος δημόσιου χρέους/ΑΕΠ θα μειωθεί δραματικά, από περίπου 159% το 2012 στο 110% - 115% του ΑΕΠ στο τέλος του 2020, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται στους παραπάνω υπολογισμούς η επίπτωση των εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις. Ο στόχος δεν είναι εύκολος, αλλά είναι, υπό προϋποθέσεις, επιτεύξιμος.
Η αξιοποίηση της μεγάλης κινητής και ακίνητης δημόσιας περιουσίας ενισχύει την επίτευξη των παραπάνω στόχων διότι: α) μειώνει το χρέος, β) βελτιώνει το διεθνές κλίμα αναφορικά με την Ελλάδα και γ) προσελκύει ξένα και εγχώρια επενδυτικά κεφάλαια.
Να τονίσω στο σημείο αυτό, χωρίς περιστροφές, ότι οι συζητήσεις - προτάσεις για επιστροφή της χώρας στη δραχμή, ή για μονομερή διαγραφή χρέους, δεν αποτελούν εναλλακτικές λύσεις του ελληνικού προβλήματος, αλλά συνταγή οικονομικής, κοινωνικής και εθνικής οπισθοδρόμησης δεκαετίες πίσω.
Εκτιμώ, δε, ότι κατά πάσα πιθανότητα ο "ασθενής" θα αποθάνει πριν από την εφαρμογή της υποτιθέμενης θεραπείας, με χαμένους κυρίως τους εργαζομένους της χώρας.
Φυγή προς τα εμπρός αποτελεί η δυναμική επιστροφή της χώρας σε αναπτυξιακή τροχιά, η διαμόρφωση δηλαδή ενός νέου, εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου, που θα στηρίζεται στις επενδύσεις, στην επιχειρηματικότητα, στην εμπιστοσύνη και στον δυναμικό εξαγωγικό προσανατολισμό της οικονομίας, μακριά από τον κρατισμό και την εσωστρέφεια.
Χρειάζεται να πνεύσει στη χώρα ένα νέο μεγάλο ρεύμα οικονομικής ελευθερίας, που θα βελτιώνει την παραγωγικότητα της οικονομίας μέσω των ιδιωτικών επενδύσεων και των επενδύσεων στις υποδομές, της αναβάθμισης της παιδείας, του ανοίγματος των αγορών και των κλειστών επαγγελμάτων στον ανταγωνισμό, της μεγαλύτερης ευελιξίας στην αγορά εργασίας, της ριζοσπαστικής αναδιοργάνωσης του κράτους, της άρσης των αντικινήτρων για επενδύσεις, της δημιουργίας ενός σταθερού και ανταγωνιστικού θεσμικού, φορολογικού, χωροταξικού και νομικού περιβάλλοντος, φιλικού προς το επιχειρείν.
Η ανάπτυξη θα δαμάσει τελικά το χρέος και θα οδηγήσει την Ελλάδα στην ομαλοποίηση και στην προοπτική.
Το παγκόσμιο περιβάλλον δεν θα είναι μάλλον ευνοϊκό τα επόμενα χρόνια, τα διεθνή επιτόκια και τα ασφάλιστρα κινδύνου θα είναι υψηλότερα, οι ρυθμοί ανάπτυξης χαμηλότεροι και οι αβεβαιότητες και οι κίνδυνοι μεγαλύτεροι. Αυτό καθιστά το έργο της επανεκκίνησης της οικονομίας δυσκολότερο και απαιτητικότερο και την ανάγκη αρραγούς εσωτερικού μετώπου
ισχυρότερη.
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, παρά τη σκληρή και έντονη κριτική που δέχθηκε τα τελευταία χρόνια, ακολούθησε την τελευταία δεκαετία εξωστρεφή, αναπτυξιακή πολιτική, επικεντρωμένη όμως στις παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες. Δεν επένδυσε σε τοξικά χρεόγραφα και δεν παρασύρθηκε σε υψηλό βαθμό μόχλευσης, με αποτέλεσμα να έχει ελάχιστες επιπτώσεις από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση. Υφίσταται όμως σήμερα τις σημαντικές αρνητικές συνέπειες της ελληνικής δημοσιονομικής εκτροπής, της αναξιοπιστίας του κράτους, που απώλεσε την εμπιστοσύνη των αγορών, των πολιτών και των εταίρων μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Βρισκόμαστε, σήμερα, σε θέση άμυνας, με την ελληνική οικονομία σε βαθιά ύφεση, τη ζήτηση δανείων σε κάθετη πτώση, με σημαντική μείωση των εγχώριων καταθέσεων, με περιορισμένη πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, με ταχύτατα φθίνουσα εγχώρια κερδοφορία, κυρίως λόγω του υψηλού κόστους των καταθέσεων και των μη εξυπηρετούμενων δανείων και με σημαντική εξάρτηση από την ΕΚΤ και το Δημόσιο για ρευστότητα, που πρέπει σταδιακά να μειωθεί.
Η αύξηση της εξάρτησης για ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ μέσω και των εγγυήσεων του Δημοσίου στα τραπεζικά ομόλογα, που προσεγγίζει συνολικά τα 95 δισ., έναντι 190 δισ. ευρώ της Ιρλανδίας, αντανακλά:
α) Τη μείωση των καταθέσεων κατά 40 δισ. ευρώ ευρώ τους τελευταίους δεκαπέντε μήνες.
β) Τη σημαντική απομείωση της αξίας σε μετρητά των χρεογράφων και των ομολόγων του Δημοσίου στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, ύψους περίπου 25 - 30 δισ., λόγω της δραματικής μείωσης των τιμών, των υποβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης και της αυστηρότερης πολιτικής από την ΕΚΤ.
γ) Την ανάγκη χρηματοδότησης του χαρτοφυλακίου ελληνικών ομολόγων ύψους 50 δισ. ευρώ περίπου, μετά τον περιορισμό πρόσβασης στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Αν δεν αυξάναμε την εξάρτηση από την ΕΚΤ, θα έπρεπε να μειώσουμε ισόποσα τα δάνεια πελατείας στην Ελλάδα, με καταστρεπτικές συνέπειες για την ελληνική οικονομία.
Παρά ταύτα, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει επιδείξει σημαντικές αντοχές και κινείται δυναμικά: α) προχωρώντας στην ενίσχυση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, β) βελτιώνοντας τη ρευστότητα και την πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, γ) μειώνοντας το κόστος λειτουργίας, δ) στηρίζοντας τις επενδύσεις του εκτός Ελλάδας, ε) διατηρώντας ανοιχτές τις προοπτικές ανασυγκρότησής του, στ) διαχειριζόμενο δυναμικά την περιουσία του και τους κινδύνους, με σεβασμό στις ανάγκες των πελατών μας στην τρέχουσα δύσκολη συγκυρία.
Εκτιμώ ότι η έξοδος του ελληνικού τραπεζικού συστήματος από την κρίση θα γίνει σε βάθος χρόνου, με σημαντικό κόστος και, παράλληλα, με α). την άρση της αβεβαιότητας για το μέλλον και την προοπτική της ευρωζώνης, β). την αποκατάσταση της πρόσβασης του ελληνικού δημοσίου στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, εξέλιξη που συνδέεται κυρίως με τη συνεπή υλοποίηση του μνημονίου, γ). την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο κράτος, στους θεσμούς, στην πολιτική και στις τράπεζες καθώς και δ) τη διεθνή αναβάθμιση της χώρας από τους οίκους αξιολόγησης. Το τραπεζικό σύστημα μπορεί και προσπαθεί να βηματίσει γρηγορότερα του Δημοσίου, αλλά δεν μπορεί να τρέξει πολύ πιο μπροστά από αυτό στις αγορές και στις εξελίξεις.
Θα αναφερθώ σε τρεις επιπρόσθετες μη στενά οικονομικές προϋποθέσεις, που επίσης θα συμβάλουν στην έξοδο της χώρας από την κρίση:
Πρώτον, απαιτείται να κερδίσουμε ξανά την εμπιστοσύνη των πολιτών και των αγορών. Όσο οι διεθνείς κεφαλαιαγορές παραμένουν κλειστές και όσο οι πολίτες και οι επιχειρηματίες δεν εμπιστεύονται τους θεσμούς και με το πρώτο ανώνυμο e-mail τρέχουν να αποσύρουν τα χρήματά τους από τις τράπεζες, επενδύσεις, ανάκαμψη και ομαλοποίηση δεν θα υπάρξουν.
Δεύτερον, η πολιτική, το κράτος και η κοινωνία πρέπει να γίνουν πιο φιλικά προς την επιχειρηματικότητα, να ξεπεράσουν το πνεύμα καχυποψίας, επιφυλακτικότητας και ίσως και εχθρικότητας που χαρακτηρίζει τη στάση μας έναντι του ιδιωτικού επιχειρείν. Ας αποδεχθούμε τελικά ως κοινωνία ότι στην οικονομία και το ιδιωτικό μπορεί να είναι εθνικό και χρήσιμο.
Τρίτον, να πείσουμε τους πολίτες της χώρας για τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων και τη δίκαιη κατανομή τους, δείχνοντας, δηλαδή, ότι υπάρχει ελπίδα, μέλλον και κοινωνική ανέλιξη γι’ αυτούς. Με τους πολίτες και την κοινωνία απέναντι στις μεταρρυθμίσεις είναι βέβαιο ότι η πρόοδος θα είναι περιορισμένη.
Για πολλά χρόνια δεν τολμήσαμε να αντιμετωπίσουμε με ειλικρίνεια και ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες τις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Παραμείναμε δέσμιοι νοοτροπιών, αντιλήψεων και πρακτικών, που δεν είναι φιλικές προς την αλλαγή, το καινούργιο, τη μεταρρύθμιση, την κοινωνική και οικονομική αποτελεσματικότητα.
Όλοι γνωρίζουμε ότι ιδιαίτερα μεγάλες τομές απαιτούνται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, που είναι και ο μεγάλος ασθενής. Το ζήτημα δεν είναι να επιδιώξουμε να επιλύσουμε τη δημοσιονομική κρίση με συνεχείς μειώσεις μισθών, με υπέρμετρες φορολογικές επιβαρύνσεις, υποβαθμίζοντας σημαντικά την κοινωνική πολιτική. Τέτοιες επιλογές ενέχουν, τελικά, τον σοβαρό κίνδυνο να καταλήξουμε σε οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα.
Το ζήτημα είναι να στοχεύσουμε μέσω των μεταρρυθμίσεων στη δραστική περιστολή της σπατάλης και της αναποτελεσματικότητας στον δημόσιο τομέα, στον σημαντικό περιορισμό της φοροδιαφυγής, στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, στη συνεργασία δημόσιου - ιδιωτικού τομέα, στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών και στην ενσωμάτωση και κινητοποίηση της ιδιωτικής αλληλεγγύης στην κοινωνική πολιτική, ώστε να πιάσουν τόπο και να διευρυνθούν οι διαθέσιμοι πόροι.
Οι μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα δεν πρέπει να είναι δέσμιες ιδεολογικών προσεγγίσεων, αλλά να κατευθύνονται από τα κριτήρια της αποτελεσματικότητας, της ποιότητας υπηρεσιών, της προστιθέμενης αξίας, της μείωσης του κόστους λειτουργίας και της εξυπηρέτησης των πολιτών.
Τα δύσκολα χρόνια που έχουμε μπροστά μας οφείλουμε να κάνουμε τις μεγάλες υπερβάσεις, προσωπικές και συλλογικές και να παραδεχθούμε ότι μόνο μέσα από ευρύτερες συναινετικές διεργασίες, με όραμα, σχέδιο, δέσμευση, συνέπεια, διάθεση προσφοράς και σκληρή δουλειά θα βγούμε από την κρίση.
Από το κάλεσμα αυτό δεν πρέπει να λείψει κανείς, και ιδιαίτερα ο επιχειρηματικός κόσμος της χώρας. Επιδίωξη λύσεων εκτός του πλαισίου και των θεσμών της ευρωζώνης οδηγούν μόνο σε αδιέξοδο και σε διεύρυνση της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, με μεγάλο τελικό κόστος για τους εργαζομένους.
Έχουμε τη δυνατότητα και την ευκαιρία να δημιουργήσουμε τα επόμενα χρόνια μια σύγχρονη, ανοιχτή και ανταγωνιστική οικονομία. Να ανακτήσουμε τη διεθνή μας αξιοπιστία και το κύρος μας. Να ανοίξουμε ξανά τις αγορές, για να βελτιωθεί η ρευστότητα και να χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη.
Ας στηριχτούμε στα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, στη συμμετοχή μας στην ευρωζώνη, στο πλούσιο επιχειρηματικό ταλέντο, στις σημαντικές παραγωγικές δυνατότητες, στο ικανό και εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό, στις δημοκρατικές και κοινωνικές μας παραδόσεις, στη μοναδική ιστορία και στον πολιτισμό, στον πλούσιο και ευλογημένο τόπο όπου ζούμε.
Οι προκλήσεις είναι μπροστά μας και αυτή η μεγάλη ευκαιρία αλλαγής δεν πρέπει να πάει χαμένη.
http://www.euro2day.gr/specials/opinions/132/articles/634026/Article.aspx
No comments:
Post a Comment