1000/30-40 = 25-33 ΦΟΡΕΣ ΜΟΧΛΕΥΣΗ!
Θύματα της πολυπλοκότητάς τους πλέον οι αγορές κεφαλαίου
The Economist
O Αλαν Γκρίνσπαν, πρώην πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ, είχε πει προ τριετίας ότι «τα όλο και πιο περίπλοκα χρηματοοικονομικά προϊόντα έχουν συνεισφέρει στην ανάπτυξη ενός πολύ πιο ευέλικτου, αποτελεσματικού και κατ' επέκταση ανθεκτικού συστήματος σε σχέση με μια 25ετία πριν». Σήμερα, μια τέτοια δήλωση δεν θα παρηγορούσε καθόλου τα στελέχη και τους μετόχους της Bear Stearns, ήτοι της πέμπτης μεγαλύτερης τράπεζας στις ΗΠΑ, η οποία είναι πλέον το πιο εντυπωσιακό θύμα της τρέχουσας πιστωτικής κρίσης.
Για τους επικριτές του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού συστήματος, η πτώση της Bear Stearns στις 16 Μαρτίου δεν είναι παρά μια αναπόφευκτη συνέπεια της φιλοσοφίας των ελεύθερων αγορών, η οποία επέτρεψε την άνευ όρων και ορίων εξάπλωση των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός ιστού αλληλοεξαρτώμενων καινοτομιών στον κλάδο, ιδιαίτερα ευάλωτου σε σύγκρουση συμφερόντων.
Η μεγάλη απάτη
Η απάτη άνθησε με την τιτλοποίηση και πώληση των στεγαστικών δανείων. Με κίνητρο αμοιβές που προσδιορίζονται από βραχυπρόθεσμες αποδόσεις, τραπεζίτες και διαχειριστές κεφαλαίων κυνήγησαν το εύκολο κέρδος χωρίς να αναλογιστούν καν τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των πράξεών τους. Η κερδοσκοπία αυτή στηρίχθηκε στην πεποίθηση πως εάν ερχόταν η καταστροφή, ένα μέρος του κόστους θα επωμίζονταν οι ενδιάμεσοι - δηλαδή οι δανειολήπτες ή οι επενδυτές ή οι φορολογούμενοι. Από τα πρώτα χρόνια, ο κόσμος των χρηματοοικονομικών διανύει ανά δεκαετία συνθήκες ανόδου και πτώσεως. Ομως, η συχνότητα αυτού του φαινομένου έχει αυξηθεί κατά την τελευταία δεκαετία. Ξεκίνησε με την ασιατική κρίση, για να πάρει μετά τη σκυτάλη η κατάρρευση του κεφαλαίου αντιστάθμισης κινδύνου (hedge fund) Long-Term Capital Management, η ελεύθερη πτώση των εταιρειών του Διαδικτύου και να καταλήξει σήμερα στην πρώτη κρίση τιτλοποίησης. Εάν οι επικριτές του σύγχρονου χρηματοοικονομικού συστήματος επαληθευτούν, τότε θα αυξηθούν οι πιέσεις για μια εκ νέου ρύθμιση του κλάδου προκειμένου να επανέλθουν οι ισορροπίες της «παραδοσιακής τραπεζικής», όπως είχε δηλώσει ο Αλιστερ Ντάρλινγκ, υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας. Τελικά, έχουν δίκιο οι επικριτές;
Οι ρίζες του κακού καλλιεργήθηκαν τη δεκαετία του '80, όταν οι εταιρείες του κλάδου ακολούθησαν το μονοπάτι της ραγδαίας ανάπτυξης. Σύμφωνα με έρευνα της καναδικής BCA Research, το μερίδιο των παροχεών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στη συνολική κερδοφορία των επιχειρήσεων αυξήθηκε από το 10% στις αρχές της δεκαετίας του '80 στο 40%, πέρυσι. Το μερίδιό τους στην κεφαλαιοποίηση του χρηματιστηρίου ενισχύθηκε την ίδια περίοδο από το 6% στο 19%. Αυτή η αλματώδης επέκταση του κλάδου κινεί ακόμη υποψίες εάν αναλογιστεί κανείς πως συμβάλλει μόνον κατά 5% στην απασχόληση του ιδιωτικού τομέα.
Σε αρχική φάση, τα θεμέλια ετέθησαν χάρις στην άνοδο των τιμών των περιουσιακών στοιχείων. Κατά τη 18ετία που έληξε το 2000, παρατηρήθηκε μια ανεπανάληπτη ανοδική αγορά τόσο σε μετοχές όσο και σε ομόλογα. Καθώς οι κεντρικές τράπεζες δάμαζαν τον πληθωρισμό, τα επιτόκια μειώνονταν και ενισχύονταν οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Η αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων, ο ανταγωνισμός μισθών και η επάνασταση που έφερε η τεχνολογία ενδυνάμωσαν την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Μάρτιν Μπάρνς της BCA Research, ένα μέσο χαρτοφυλάκιο ομολόγων, μετοχών και μετρητών είχε ετήσιες αποδόσεις άνω του 14%, τετραπλάσιες εκείνων που καταγράφονταν τις προηγούμενες δεκαετίες. Εκείνη την περίοδο τετραπλασιάστηκε ο αριθμός των μετοχικών αμοιβαίων στις ΗΠΑ.
Κάτι άλλαξε, όμως, το 2001. Τοτε έσκασε η φούσκα των εταιρειών dot.com. Εκτοτε αποδυναμώθηκε ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στις ΗΠΑ σε σχέση με κάθε άλλο κύκλο από τη δεκαετία του '50 και έπειτα, με τους τομείς των επενδύσεων, της κατανάλωσης και των εξαγωγών να εμφανίζουν ασυνήθιστα σημάδια εξασθένησης. Ο κλάδος παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών αγνοεί τον νόμο της βαρύτητας, αυξάνοντας τις τοποθετήσεις στις αγορές χρέους και τιτλοποίησης προκειμένου να αυξηθούν τόσο οι προμήθεις όσο και τα κέρδη. Οι επενδυτές ακολούθησαν. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι τράπεζες μετατράπηκαν σε μηχανές χρέους, οι οποίες κάνουν τοποθετήσεις με βάση δικούς τους λογαριασμούς. Η GoldmaSachs έχει επενδύσει σε περιουσιακά στοιχεία ενός τρισ. δολαρίων, με βάση σε μετοχές αξίας 40 δισ. δολαρίων. Στη Merrill Lynch, την αμερικανική επενδυτική τράπεζα με τη μεγαλύτερη μόχλευση, περιουσιακά στοιχεία ενός τρισ. δολ. ισορροπούν πάνω σε μετοχές αξίας 30 δισ. δολ. Σε περιόδους ανόδου, μια μικρή άνοδος στην αξία των περιουσιακών στοιχείων ενισχύει σημαντικά τις επιδόσεις. Σε περιόδους πτώσης, όμως, μια μικρή πτώση μπορεί να εκτοπίσει τους μετόχους.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyagor_100024_29/03/2008_264397
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment