25.3.10

Eurobank: "Η βοήθεια από Ε.Ε. ή ΔΝΤ δεν είναι απολύτως απαραίτητη

«Η χρηματοδοτική βοήθεια είτε από την Ε.Ε. είτε από το ΔΝΤ δεν είναι απολύτως απαραίτητη σε αυστηρά χρηματοδοτικούς οικονομικούς όρους», αναφέρει στην τριμηνιαία έκθεσή της για την ελληνική οικονομία η Eurobank, σχολιάζοντας ότι «η παρουσία των συγκεκριμένων οργανισμών είναι απαραίτητη περισσότερο για λόγους εποπτικού ελέγχου».

«Παρόλο που θεωρούμε επιτεύξιμο το δημοσιονομικό στόχο του 2010, η ακριβής ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων του υφιστάμενου προγράμματος προσαρμογής για την περίοδο 2011-2012 και, ενδεχομένως, η λήψη επιπρόσθετων μέτρων κρίνεται απαραίτητη για την ταχύτερη σταθεροποίηση του λόγου χρέους ΑΕΠ και την σταδιακή αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού του ελληνικού δημοσίου», αναφέρουν οι Διευθύνσεις Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων και Τρέχουσας Οικονομικής Ανάλυσης της Eurobank.

Πιο αναλυτικά, η έκθεση αναφέρει τα εξής:

«Ο ετήσιος πραγματικός ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ της Ελλάδας υποχώρησε κατά 2,0% το 2009, καθώς η μείωση της εσωτερικής ζήτησης υπερκέρασε την θετική συμβολή των καθαρών εξαγωγών (εξαγωγές μείον εισαγωγές) αγαθών και υπηρεσιών. Για το τρέχον έτος, κρίνουμε εφικτό το σενάριο επιπλέον συρρίκνωσης του ΑΕΠ κατά περίπου 2,8% αν και πιστεύουμε ότι ο υπάρχει κίνδυνος για ακόμη ταχύτερη επιβράδυνση. Επιπροσθέτως, σημαντικές επιδράσεις βάσης, μεγάλες ανατιμήσεις στις τιμές καυσίμων και τροφίμων καθώς επίσης και τα πρόσφατα μέτρα στο μέτωπο της άμεσης φορολογίας αναμένεται να ασκήσουν αυξητικές πιέσεις στο γενικό επίπεδο τιμών, ωθώντας το μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΔτΚ το 2,7% φέτος από 1,2% το 2009.

Οι πλέον πρόσφατες ενδείξεις από μια σειρά δεικτών οικονομικής δραστηριότητας και μέτρησης του βαθμού εμπιστοσύνης καταναλωτών και επιχειρήσεων συνηγορούν στις ανωτέρω εκτιμήσεις. Επιπροσθέτως, η γιγάντια προσπάθεια που απαιτείται για την πιστή εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και οι υψηλές υποχρεώσεις εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους της χώρας θα συνεχίσουν, και το τρέχον έτος, να επηρεάσουν αρνητικά την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα. Πιο συγκεκριμένα, η αυστηρή πολιτική μισθών στον δημόσιο τομέα, η αύξηση του φορολογικού βάρους και οι μεγάλες ετήσιες αυξήσεις στις τιμές καυσίμων και τροφίμων θα επηρεάσουν αρνητικά τα διαθέσιμα εισοδήματα του 2010. Τέλος, ο ρυθμός αύξησης των πιστώσεων στην οικονομία αναμένεται να παραμείνει υποτονικός τους επόμενους μήνες, κυρίως σε ότι αφορά τις πιστώσεις προς της μικρές και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις.

Σημαντικός βαθμός αβεβαιότητας όσον αφορά τις προβλέψεις μας για την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα την επόμενη περίοδο σχετίζεται με την εξέλιξη της καταναλωτικής δαπάνης. Αναμένουμε συρρίκνωση της δαπάνης αυτής κατά 6.2% το 2010 καθώς: α) τα διαθέσιμα εισοδήματα των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα ενδέχεται να μειωθούν κατά 10% και πλέον σε πραγματικούς όρους β) τα πραγματικά εισοδήματα των αυτοαπασχολούμενων και των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα αναμένονται να υποχωρήσουν τουλάχιστον κατά τον ίδιο βαθμό με τον εγχώριο πληθωρισμό.

Σημαντική αβεβαιότητα επίσης καλύπτει την εξέλιξη της επενδυτικής δαπάνης, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της οποίας αναμένεται να παραμείνει αρνητικός και το τρέχον έτος. Στην κατεύθυνση αυτή τονίζουμε την αναγκαιότητα άμεσης λήψης πρωτοβουλιών από την κυβέρνηση με στόχο την τόνωση της επενδυτικής εμπιστοσύνης και την ταχύτερη απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων. Λαμβάνοντας υπ όψιν τα ανωτέρω, αναμένουμε επίσης περαιτέρω συρρίκνωση του ετήσιου πραγματικού ρυθμού μεταβολής των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά περίπου 10,5%. Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με την αναμενόμενη αύξηση των εξαγωγών κατά περίπου 2,5% αναμένεται σε να αμβλύνουν σε κάποιο βαθμό την αναμενόμενη συρρίκνωση του ΑΕΠ το 2010.

Θεωρούμε εφικτό το σενάριο ολοκλήρωσης του τρέχοντος κύκλου ύφεσης στην Ελληνική οικονομία πριν το τέλος του 2011 και αργής ανάκαμψης την ακόλουθη περίοδο, η οποία θα μπορούσε σταδιακά να σταθεροποιήσει την τρέχουσα αυξητική τάση του λόγου δημοσίου χρέους – ΑΕΠ. Υποθέτοντας την απουσία υιοθέτησης επιπρόσθετων μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης την επόμενη περίοδο, οι προβλέψεις μας είναι για περαιτέρω άνοδο του λόγου χρέους-ΑΕΠ σε επίπεδα (το πολύ έως) 133% έως το τέλος του 2012 και σταδιακή αποκλιμάκωση ακολούθως.

Φυσικά, οι ανωτέρω εκτιμήσεις περιβάλλονται από πολύ μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας καθώς η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε νέα φάση αναδιάρθρωσης. Ένα μεγάλο μέρος της αβεβαιότητας αυτής αφορά την ταχύτητα με την οποία οι αποφάσεις πολιτικής θα κινηθούν από το πεδίο της δημοσιονομικής προσαρμογής σε αυτό της αντιμετώπισης του χρόνιου προβλήματος της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Κατά την άποψή μας, η επιστροφή σε θετικούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης έχει ως προαπαιτούμενο την μετάβαση της ελληνικής οικονομίας προς ένα μοντέλο λειτουργίας προσανατολισμένο στις εξαγωγές και την τόνωση της ανταγωνιστικότητας. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, είναι απαραίτητες οι διαρθρωτικές αλλαγές που θα επιτρέψουν τόσο την ανάκτηση των απωλειών ανταγωνιστικότητας των τελευταίων ετών όσο και την περαιτέρω ποιοτική βελτίωση αυτής μέσω μιας διαδικασίας αναδιανομής πόρων. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις σε συνδυασμό με τις προσπάθειες για την αναδιάρθρωση του δημοσίου τομέα και τη μείωση της γραφειοκρατίας της ελληνικής οικονομίας, πρέπει, εκ των πραγμάτων, να εφαρμοστούν σε ένα περιβάλλον χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης χωρίς τη δυνατότητα εφαρμογής ανακυκλικών πολιτικών.

Παρ’ όλα αυτά, η επίτευξη σημαντικών μεταρρυθμίσεων είναι δυνατή. Μια συνετότερη δημοσιονομική προσέγγιση είναι δυνατόν σταδιακά να συμβάλλει στη μείωση της δημοσιονομικής εξάρτησης καθώς και της εκτόπισης (crowding out) του ιδιωτικού από το δημόσιο τομέα και συνεπώς να οδηγήσει στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της οικονομίας. Επίσης, ο εξωτερικός έλεγχος από της Βρυξέλλες αναμένεται να λειτουργήσει ως μηχανισμός επιβολής πειθαρχίας, να επιτρέψει την ευκολότερη αποδοχή των μέτρων λιτότητας από την κοινή γνώμη και να ενεργοποίηση την ταχύτερη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων από την Κυβέρνηση. Είναι είδη γεγονός ότι η Κυβέρνηση επικεντρώνει την προσοχή της στους εσωτερικούς ελέγχους στη διαδικασία κατάρτισης του προϋπολογισμού, στις επενδύσεις ως συστατικό του προϋπολογισμού και στην ανάγκη για άμεση αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος. Κατά την άποψη μας η Κυβέρνηση αντιμετωπίζει την παρούσα κρίση ως μια ευκαιρία για ένα καινούργιο ξεκίνημα για τη χώρα.

Στο δημοσιονομικό μέτωπο, κρίνουμε το πρόγραμμα προσαρμογής που ανακοίνωσε η Κυβέρνηση ικανό να α) επιτύχει την επιδιωκόμενη μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ το τρέχον έτος και β) να συμβάλει σταθεροποιητικά, τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμη βάση, στο μέτωπο των εξελίξεων που σχετίζονται με τις διαβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Μάλιστα, αναμένουμε συνέχιση των θετικών εκπλήξεων από τα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού τους αμέσως επόμενους μήνες, καθώς θα αρχίσει να γίνεται αισθητή η συμβολή των πλέον πρόσφατων δημοσιονομικών μέτρων που ανακοινώθηκαν στις αρχές Μαρτίου.

Παρόλο που θεωρούμε επιτεύξιμο το δημοσιονομικό στόχο του 2010, η ακριβής ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων του υφιστάμενου προγράμματος προσαρμογής για την περίοδο 2011-2012 και, ενδεχομένως, η λήψη επιπρόσθετων μέτρων κρίνεται απαραίτητη για την ταχύτερη σταθεροποίηση του λόγου χρέους ΑΕΠ και την σταδιακή αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού του ελληνικού δημοσίου.

Όσον αφορά τα περιθώρια απόδοσης (spreads) των ελληνικών ομολόγων σε σχέση με τους αντίστοιχους γερμανικούς τίτλους, οι εμπειρικές μετρήσεις για την περίοδο Νοέμβριος 2009-Ιάνουάριος 2010 δείχνουν ότι κάθε μονάδα υποχώρησης του αναμενόμενου δημοσιονομικού ελλείμματος (σε όρους ΑΕΠ) της Ελλάδας σε σχέση με το έλλειμμα της Γερμανίας το τρέχον και το επόμενο έτος μπορεί να αποκλιμακώσει σημαντικά τα spreads των ελληνικών ομολόγων.

Κατά την εκτίμηση μας, η χρηματοδοτική βοήθεια είτε από την Ε.Ε. είτε από το ΔΝΤ δεν είναι απολύτως απαραίτητη σε αυστηρά χρηματοδοτικούς οικονομικούς όρους. Η παρουσία των συγκεκριμένων οργανισμών είναι απαραίτητη περισσότερο για λόγους εποπτικού ελέγχου. Η διαφορά επιτοκίων μεταξύ των Ελληνικών και των Γερμανικών ομολόγων θα μειωθεί στην περίπτωση παροχής βοήθειας, αλλά το οριακό χρηματοοικονομικό όφελος στην περίπτωση μιας τέτοιου είδους εξέλιξης είναι μειωμένο, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη και το γεω-στρατηγικό κόστος που η όποια χρηματοδότηση συνεπάγεται. Μάλιστα, η συνεχής αναφορά στη χρηματοδοτική βοήθεια ενέχει τον κίνδυνο να προκαλέσει πανικό στο ευρύ κοινό, το οποίο δεν γνωρίζει κατ’ ανάγκη τις βαθύτερες και περισσότερο μακροχρόνιες συνέπειες της ύφεσης και είναι ευάλωτο από ακραίες απόψεις όπως αυτές που πολλές φορές εκφράζονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Επίσης, η προηγούμενη εμπειρία δείχνει ότι χώρες που εφάρμοσαν με συνέπεια τα προγράμματα δημοσιονομικής αναδιάρθρωσης απήλαυσαν σημαντική μείωση του κόστους δανεισμού τους μετά από περίοδο μερικών μηνών.

Στη συνέχεια της παρούσας δημοσίευσης παρουσιάζεται μια σε βάθος ανάλυση της ελληνικής οικονομίας. Δείχνουμε ότι είναι εφικτή τόσο η δημοσιονομική σταθεροποίηση όσο και η είσοδος της χώρας σε μια βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά. Επίσης, ορίζουμε τις προϋποθέσεις στις οποίες βασίζεται το εφικτό σενάριο για το 2010, καθώς και μια άσκηση προσομοίωσης με τα εναλλακτικά σενάρια ανάπτυξης για την αμέσως επόμενη περίοδο. Αναλύουμε λεπτομερώς τα ανακοινωθέντα δημοσιονομικά μέτρα, σχολιάζουμε τα αποτελέσματα ενός υποδείγματος ανάλυσης της διαφοράς του επιτοκίου των Ελληνικών ομολόγων από τα αντίστοιχα Γερμανικά και εξετάζουμε τις δυνατότητες απορρόφησης των κεφαλαίων της Ε.Ε.».

Πίνακας κύριων μακρο-οικονομικών στοιχείων

Πηγή: Πραγματοποιήσεις και Προβλέψεις της Eurobank EFG - (16.3.2010)
(*): Στόχοι ΠΣΑ



Οι Διευθύνσεις Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων και Τρέχουσας Οικονομικής Ανάλυσης της Eurobank EFG εξέδωσαν σήμερα τη νέα τριμηνιαία έκθεση της Τράπεζας για την ελληνική οικονομία στην Αγγλική, ”Macro Monitor: A Quarterly Economic Review of the Greek Economy”. Στην έκθεση συμβάλλουν οι οικονομολόγοι της Τράπεζας, Καθηγητής Γκίκας Χαρδούβελης, Οικονομικός Σύμβουλος του Ομίλου, Πλάτων Μονοκρούσος PhD & Επικεφαλής της Διεύθυνσης Τρέχουσας Οικονομικής Ανάλυσης, Αναστάσιος Αναστασάτος, PhD & Senior Economist, Θεοδόσιος Σαμπανιώτης, M.Sc. & Senior Economic Analyst, και Θεόδωρος Σταματίου, Ph.D. & Research Economist.

http://www.capital.gr/News.asp?id=932401

No comments: