Την ίδια ώρα που το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών συρρικνώνεται με ταχείς ρυθμούς, τα προϊόντα των πολυεθνικών ομίλων στην ελληνική αγορά παραμένουν από τα ακριβότερα στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας που διεξήγαγε η Γενική Γραμματεία Εμπορίου του υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και παρουσιάζει σήμερα «Το Βήμα» όσον αφορά τις τιμές 70 προϊόντων σε έξι χώρεςΙσπανία, Γερμανία, Γαλλία, Κύπρο, Σλοβενία και Ελλάδα -, η κατάσταση είναι απογοητευτική για τη χώρα μας. Στις περιπτώσεις που η Ελλάδα δεν βρίσκεται στην πρώτη θέση, δηλαδή δεν έχει την υψηλότερη τιμή, βρίσκεται στη δεύτερη ή στην τρίτη θέση, ενώ η φθηνότερη ίσως αγορά είναι η γερμανική και ακολουθεί αυτή της Σλοβενίας.
Αντιθέτως με τις τιμές των διεθνών επώνυμων προϊόντων, η χώρα μας αποδεικνύεται εξαιρετικά φτηνή στα φρούτα και στα λαχανικά- και μάλιστα με μεγάλη απόσταση από τις άλλες χώρες. Είναι γνωστό ότι οι πολυεθνικοί όμιλοι προϊόντων ευρείας κατανάλωσης αποσπούν από την ελληνική αγορά ένα σημαντικό μέρος - ανάλογα βεβαίως με το μέγεθός της- της διεθνούς κερδοφορίας τους, ενώ παράλληλα δεν έχουν το «άλλοθι» των υψηλών παροχών προς τις αλυσίδες των σουπερμάρκετ, δεδομένου ότι η ισχυρή διαπραγματευτική τους θέση έναντι των αλυσίδων τούς παρέχει τη δυνατότητα κατά τεκμήριο να επιβάλλουν τις θέσεις τους. Η συντριπτική πλειονότητα των επί μέρους αγορών στις οποίες οι πολυεθνικοί όμιλοι δραστηριοποιούνται έχει ολιγοπωλιακή ή και μονοπωλιακή σύνθεση και ως εκ τούτου το παιχνίδι γίνεται με «σημαδεμένη τράπουλα».
Η έρευνα της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου (οι τιμές αποτυπώνονται χωρίς τον ΦΠΑ και τις προωθητικές ενέργειες, είναι δηλαδή «καθαρές») αφορά διεθνή προϊόντα ευρείας κατανάλωσης περίπου 20 πολυεθνικών ομίλων και έγινε στο πλαίσιο της εφαρμογής του transfer pricing, δηλαδή του ελέγχου των ενδοομιλικών συναλλαγών.
Σύμφωνα με πληροφορίες εξάλλου ο έλεγχος έχει κιόλας αρχίσει, ενώ όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές «στους υποβληθέντες φακέλους υπάρχουν ήδη ευρήματα και είμαστε μόνο στην αρχή». Οπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, υπάρχουν προϊόντα που πωλούνται ακόμη και σε διπλάσια τιμή στην Ελλάδα απ΄ ό,τι π.χ. στη Γερμανία ή εταιρείες που δουλεύουν με μεικτό περιθώριο κέρδους από 40% ως και 60%. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, το transfer pricing αποτελεί ένα από τα βασικά εργαλεία που διαθέτει το υπουργείο Οικονομίας για να βάλει σε κίνηση τη διαδικασία μείωσης των τιμών.
Σε αυτό το πλαίσιο πρόκειται να περάσει νομοθετική ρύθμιση (τροπολογία στο νομοσχέδιο για την απελευθέρωση του καμποτάζ) με την οποία θα συσταθούν μεικτά κλιμάκια ελέγχου των υπαλλήλων του υπουργείου Οικονομίας και του υπουργείου Οικονομικών προκειμένου να γίνεται ο έλεγχος πιο αποτελεσματικός, ενώ πρόκειται να προσληφθούν και εξειδικευμένοι εξωτερικοί συνεργάτες. Επίσης, απέκτησε το σύστημα «Αmadeus»- που έχουν όλες οι αντίστοιχες Αρχές των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης- με το οποίο είναι δυνατός ο έλεγχος της αξιοπιστίας των στοιχείων που υποβάλλουν οι πολυεθνικές εταιρείες στο υπουργείο και με αυτά δικαιολογείται η διαμόρφωση των συγκεκριμένων τιμών. Εξάλλου, μια ομάδα δέκα υπαλλήλων της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου έχει εκπαιδευτεί από τον Σύνδεσμο Ορκωτών Ελεγκτών για να μπορεί να ελέγχει τις ενδοομιλικές συναλλαγές.
Το μέτρο αυτό το έχουν συστήσει επανειλημμένως ο ΟΟΣΑ και η Ευρωπαϊκή Ενωση και εφαρμόζεται σε 45 χώρες παγκοσμίως, ενώ σε επίπεδο ΕΕ το έχουν εφαρμόσει ήδη 16 κράτη. Και τούτο διότι περίπου το 60% των εμπορικών συναλλαγών στα αναπτυγμένα κράτη υπολογίζεται ότι πραγματοποιείται μεταξύ εταιρειών που ανήκουν στον ίδιο όμιλο εταιρειών.
Σύμφωνα με το transfer pricing, οι πολυεθνικοί όμιλοι πρέπει να είναι σε θέση να τεκμηριώσουν τις τιμές των προϊόντων τους στις συναλλαγές που έχουν από μητρική σε θυγατρική εταιρεία. Και προφανής στόχος είναι ο εντοπισμός τυχόν υπερτιμολογήσεων των ενδοομιλικών συναλλαγών- διογκώνεται τεχνητά το κόστος των προϊόντων και υπηρεσιών που διατίθενται με συνέπεια να εμφανίζεται ως αναγκαία και δικαιολογημένη η αύξηση των τιμών πώλησης προς τους τελικούς καταναλωτές.
Ο τρόπος με τον οποίο ένας όμιλος εταιρειών εφαρμόζει την τιμολογιακή του πολιτική καθορίζει και την κατανομή του κόστους και κατά συνέπεια και του κέρδους στις διάφορες εταιρείες του ομίλου ανά τον κόσμο. Για τον λόγο αυτό, εάν χρησιμοποιεί αθέμιτες πρακτικές στη διαμόρφωση της τιμολογιακής του πολιτικής του μπορεί να αυξήσει με τεχνητό τρόπο σε ένα κράτος το κόστος των προϊόντων του.
Πώς λειτουργεί το transfer pricing
Η γερμανική θυγατρική εταιρεία της πολυεθνικής έχει την ιδιοκτησία των θυγατρικών της πολυεθνικής στις χώρες που προμηθεύει, δηλαδή χώρες όπως η Ελλάδα. Γνωρίζοντας ότι στην Ελλάδα μπορεί να πουλάει το ίδιο προϊόν- που στοιχίζει 10 ευρώ- αντί π.χ. 30 ευρώ κάνει τον υπολογισμό των λειτουργικών εξόδων και τιμολογεί έτσι που να βγαίνει ένα κέρδος 3%- 5% στην ελληνική θυγατρική. Ετσι, το προϊόν έρχεται στην Ελλάδα στην τιμή των 25 ευρώ.
Από τα 12 ως 13 ευρώ κόστος αγοράς, συν τους δασμούς, συν τα μεταφορικά, το συνολικό κόστος δεν ξεπερνά τα 15 ευρώ. Ως τα 25 ευρώ που εξάγεται από τη Γερμανία στην Ελλάδα είναι 10 ευρώ, που είναι το κέρδος της γερμανικής εταιρείας για το οποίο θα πληρώσει φόρους στο γερμανικό κράτος ή σε οποιοδήποτε άλλο κράτος από το οποίο προέρχεται.
Ετσι, το ίδιο προϊόν που πωλείται π.χ. 15 ευρώ σε μια ευρωπαϊκή χώρα στην Ελλάδα πωλείται στη διπλάσια τιμή. Το κέρδος, που πληρώνει ο έλληνας καταναλωτής, εισπράττει η ξένη εταιρεία και φορολογείται από το Δημόσιο του κράτους που έχει την έδρα της με ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς.
6 comments:
Αυτό που δεν λέει το άρθρο είναι τι περιορισμοί υπάρχουν στο transfer pricing. Γενικά το κόλπο είναι πως η μαμά πολυεθνική προμηθεύει τις θυγατρικές τα προϊόντα της υποχρεωτικά, δηλαδή δεν μπορούν να τα πάρουν απ' ευθείας από τον προμηθευτή. Το transfer pricing είναι η ενδο-ομιλική αγωραπωλησία, δηλαδή η μαμά δε στέλνει απλά το προϊόν στη θυγατρική, το τιμολογεί (αναγκαστικά καθώς είναι άλλο legal entity, δεν μπορεί απλά να μεταφέρει απόθεμα). Στα consolidated reports του ομίλου αυτές οι συναλλαγές αλληλοαναιρούνται(συν για τον ένα πλην για τον άλλο) αλλά για την κάθε εταιρεία ξεχωριστά είναι έσοδο / κόστος αντίστοιχα.
Αν η εταιρεία διαπιστώσει πως μπορεί να το πουλήσει ακριβά στην ελλάδα (εκεί είναι το πραγματικό πρόβλημα που δεν το αγγίζει το άρθρο) το τιμολογεί (transfer pricing) ακριβά την θυγατρική οπότε φουσκώνει τα έσοδα της μητρικής και του ομίλου ενώ η θυγατρική έχει πολύ μικρό περιθώριο κέρδους. Από το άρθρο καταλαβαίνω πως οι πολυεθνικές υποχρεούνται να δηλώνουν τις ενδο-ομιλικές συναλλαγές για να υπάρχει διαφάνεια και το κράτος θα αποκτήσει τώρα πρόσβαση σ' αυτή την πληροφορία. Δεν ακούγεται κακό, αν και δεν χτυπά το πρόβλημα στη ρίζα του που πιθανότατα είναι ο ανταγωνισμός που επιτρέπει να πουλιούνται τόσο ακριβά τα προϊόντα, μπορεί όμως να χτυπήσει το rigidity των τιμών που φαίνεται να είναι μεγάλο στη χώρα μας.
Συμπλήρωση για να γίνει πιο ξεκάθαρο: Το μεγάλο κόστος της θυγατρικής δεν έχει σημασία για τον όμιλο όπως είπαμε γιατί η συναλλαγή αυτή έχει μηδενικό άθροισμα στο αποτέλεσμα του ομίλου. Στη θυγατρική η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει τίποτα ακόμα κι αν βάλει περιορισμό στο περιθώριό της γιατί αυτό είναι μικρό. Αν όμως η κυβέρνηση διαπιστώσει πως η μητρική έχει φουσκώσει την τιμή που πουλάει στη θυγατρική (transfer price) και, ανάλογα με τους διεθνείς κανονισμούς που υπάρχουν, ενδεχομένως να μπορεί να την υποχρεώσει να το ρίξει οπότε η θυγατρική θα μπόρεί να μειώσει την τιμή κρατώντας το περιθώριό της.
καλημέρα!
Κυριάκο εάν η θυγατρική πεισθεί να πουλάει χαμηλότερα, μπορεί να κερδίζει ο καταναλωτής αλλά χάνει ΦΠΑ το κράτος, το οποίο μπορεί να ισοφαριστεί μόνο από αύξηση της κατανάλωσης
Σωστό αυτό που λες αλλά η χαμηλότερη τιμή μπορεί να αυξήσει την κατανάλωση και τον τζίρο και να ισοσταθμίσει την απώλεια του ΦΠΑ. Επιπλέον, αν υπάρχει περιθώριο στις τιμές να πέσουν μπορεί να πέσει και ο πληθωρισμός αλλά και να κερδίσει επικοινωνιακούς πόντους η κυβέρνηση. Γενικά νομίζω πως έχει αρκετούς λόγους να το επιδιώξει.
καλημέρα Κυριάκο
δεν διαφωνώ με τα όσα σχολιάζεις, είμαστε στην ίδια βάρκα
απλά θέλω να εστιάσω στο πως κάτι που πλασάρεται με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα έχει τα αναμενόμενα ωφέλη καθώς ζούμε σε ένα πολύ σύνθετο κόσμο
ταυτόχρονα, οι δημοσιογράφοι "αδυνατούν" να μας παρουσιάσουν (sic) το θέμα, ως συνήθως
κάτι ακόμα:
θεωρώ δεδομένο ότι οι πολιτικές προστασίας του καταναλωτή, οι οποίες φθίνουν με το άνοιγμα μιας αγοράς, δεν ενδιαφέρουν πραγματικά τη κεντρική εξουσία καθώς ισχύει στο μυαλό τους ότι η "αγορά" αυτορρυθμίζεται
(μετά μπορούμε να θυμηθούμε τη περίπτωση του ουκρανικού ορυκτέλαιου που πουλιέται στις ταβέρνες της Ευρώπης)
Post a Comment