Πριν από πενήντα χρόνια ο Τζακ Κέρουακ ρωτούσε για λογαριασμό της γενιάς των μπίτινικ «Πού πηγαίνεις, Αμερική;». Σήμερα αυτή είναι η μεγαλύτερη αβεβαιότητα που κρέμεται πάνω από την κεφαλή της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου. Αντικατοπτρίζει, επίσης, τον σοβαρότερο προβληματισμό των Αμερικανών ψηφοφόρων, οι οποίοι θα οδηγηθούν στις κάλπες στις 2 Νοεμβρίου. Μπορεί η δεινότερη ύφεση στην ιστορία των ΗΠΑ μετά το 1930 να τελείωσε πριν από ένα χρόνο, αλλά η ανάκαμψη, ήδη αρκετά αδύναμη, επιβραδύνθηκε φέτος δραστικά. Το ΑΕΠ αυξήθηκε μόλις ένα ισχνό 1,6% σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο και φαίνεται ότι έχει ακινητοποηθεί περίπου σε αυτά τα επίπεδα έκτοτε. Η αγορά στέγης υποχώρησε μετά τη λήξη των προσωρινών φοροαπαλλαγών για την αγορά κατοικίας. Λίγες θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν στον ιδιωτικό τομέα, οπότε είναι πιθανότερο η ανεργία να αυξηθεί παρά να ελαττωθεί. Το καλοκαίρι εκφράστηκαν φόβοι, μήπως τελικώς έμπαινε ξανά σε ύφεση.
Ευτυχώς, οι φόβοι αποδεικνύονται υπερβολικοί. Η εξασθένηση του δεύτερου τριμήνου εν μέρει αποδίδεται στην προσωρινή αύξηση των κινεζικών εισαγωγών. Τα τελευταία στατιστικά στοιχεία υποδηλώνουν μία οικονομία αδύναμη μεν, η οποία δεν παραπαίει, δε. Και η ιστορία λέει ότι αν και μία νεόκτευκτη ανάκαμψη βραδυπορεί για ένα ή δύο τρίμηνα, σπανίως εκτροχιάζεται σε ύφεση. Προς το παρόν το πιθανότερο είναι ότι η αμερικανική οικονομία θα πορεύεται με ανάπτυξη της τάξης του 2,5%, δηλαδή σε ταχύτητες πολύ αργές για να κάνουν τη διαφορά στον δείκτη της ανεργίας. Το μεγαλύτερο πρόβλημα των Ηνωμένων Πολιτειών είναι πως ακόμα οι πολιτικοί της δεν έχουν αναγνωρίσει ότι η οικονομία διέρχεται μια μεγάλη περίοδο βραδυπορίας, οπότε δεν έχουν σκεφθεί ούτε τις συνέπειες αυτού. Μόνο λίγοι γενναίοι αξιωματούχοι αρχίζουν να αρθρώνουν προειδοποιητικά μηνύματα ότι η ανεργία θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για παρατεταμένο διάστημα. Ωστόσο, ο πολιτικός διάλογος εξαντλείται στην απόδοση ευθυνών για την ύφεση και όχι στο να ανιχνευθούν ευφάνταστοι τρόποι για να ενισχυθεί περαιτέρω η ανάκαμψη.
Οι Ρεπουμπλικανοί ισχυρίζονται ότι η στροφή του Μπαράκ Ομπάμα σε «περισσότερο κράτος» εξηγεί την αδυναμία της οικονομίας και ότι η υψηλή ανεργία αποδεικνύει ότι το πακέτο μέτρων δημοσιονομικής τόνωσης ήταν κακή ιδέα. Στην πραγματικότητα η αύξηση του κράτους ήταν αναπόφευκτη και προσωρινή, ενώ τα επιχειρήματα για την υψηλή ανεργία είναι ανυπόστατα. Χωρίς δημοσιονομική αναζωογόνηση, η ύφεση θα ήταν ακόμη χειρότερη. Στην εκδοχή των Δημοκρατικών, οι υπερβολές της Γουόλ Στριτ προκάλεσαν το πρόβλημα και η υψηλότερη φορολογία των ευπόρων αποτελεί τη λύση στο πρόβλημα.
Σε έναν ιδανικό κόσμο, η Αμερική θα δεσμευόταν σήμερα σε φορολογικές μεταρρυθμίσεις μεσοπρόθεσμου ορίζοντα και σε περικοπές δαπανών, που χρειάζονται για τον έλεγχο του προϋπολογισμού. Παράλληλα θα άφηνε χώρο, ώστε η δημοσιονομική πολιτική να παραμείνει προς το παρόν χαλαρή.
Προτεραιότητα θα έπρεπε να είναι επίσης η μείωση της ανεργίας, με ξεκαθάρισμα της αγοράς στέγης, δηλαδή παραγραφή των στεγαστικών δανείων και διευκόλυνση των προσλήψεων. Αυτό θα βοηθούσε την απασχόληση. Οι Αμερικανοί, ήσυχοι πια, θα μετακινούνταν εκεί όπου υπήρχε δουλειά. Αυτά, όμως, είναι όνειρα για την Ουάσιγκτον των πολιτικών στρατοπέδων. Οι σημερινοί στόχοι είναι πιο μετριοπαθείς: να τραφεί η οικονομία, να ελαχιστοποιηθεί η αβεβαιότητα και να προετοιμαστεί η δημοσιονομική συζήτηση.
______________________
Ταγκ: κοίτα ποιοι τα λένε
No comments:
Post a Comment