Μάχη δίνει ο Μπεν Μπερνάνκι, ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), και ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Χένρι Πόλσον, για την έγκριση του έκτακτου νομοσχεδίου 700 δισ. δολαρίων που υπόσχεται τη διάσωση του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού κλάδου. Η ψηφοφορία από το Κογκρέσο αναμένεται να ξεκινήσει προς τα τέλη της εβδομάδας. Απευθυνόμενος στην τραπεζική επιτροπή του Κογκρέσου, όπου επικεφαλής είναι ο Δημοκρατικός Κρίστοφερ Ντοντ, ο κ. Μπερνάνκι δήλωσε χθες πως είναι αναγκαία και επιτακτική η άμεση έγκριση των νέων μέτρων προκειμένου να σταθεροποιηθούν οι αγορές και αποφευχθεί μια σοβαρή επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών. Ο κ. Πόλσον επισήμανε στη δική του κατάθεση ενώπιον της επιτροπής πως το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας έχει αποσυντονιστεί και θέτει πλέον σε κίνδυνο τις αποταμιεύσεις των Αμερικανών φορολογουμένων, την πρόσβαση νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε δάνεια, τις επενδύσεις και την απασχόληση.
Μέλη του Ρεπουμπλικανικού και Δημοκρατικού Κόμματος αμφισβητούν, όμως, την αποτελεσματικότητα ενός νομοσχεδίου που χαράσσεται βεβιασμένα. Τονίζουν ότι ο Αμερικανός φορολογούμενος δεν δύναται να επωμισθεί το κόστος εξυγίανσης των επενδυτικών τραπεζών.
Συζητείται, επίσης, η μείωση των αποδοχών που λαμβάνουν τα διευθυντικά στελέχη προβληματικών εταιρειών όπως και η εκχώρηση του δικαιώματος αγοράς μετοχών εταιρειών που είναι βαριά εκτεθειμένες στην αγορά τιτλοποίησης στεγαστικών δανείων στους πολίτες. Μέλη του Δημοκρατικού Κόμματος προωθούν τη διεύρυνση αρμοδιοτήτων στα δικαστήρια πτωχεύσεων με στόχο την ελάφρυνση των βαρών που επωμίζονται οι δανειολήπτες με κίνδυνο κατάσχεσης, μια πρόβλεψη που έχει πυροδοτήσει αντιδράσεις από τραπεζικούς παράγοντες, σύμφωνα με τη «The Wall Street Journal». Λομπίστες και παράγοντες της Γουόλ επιδιώκουν να ωφεληθούν όσο το δυνατόν περισσότερο από τα νέα μέτρα. Σύμφωνα με πληροφορίες της εφημερίδας, ο κ. Πόλσον επιδιώκει την απορρόφηση «τοξικών» τίτλων συνδεδεμένων με την αμερικανική αγορά ακινήτων από επενδυτικές τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες όχι μόνον αμερικανικών αλλά και ξένων συμφερόντων με «σημαντική δραστηριότητα» στις ΗΠΑ. Εκτός της κρατικοποίησης των Fannie, Freddie και AIG, όπως και της ενορχήστρωσης εξαγορών στον κλάδο των επενδυτικών τραπεζών, το υπ. Οικονομικών των ΗΠΑ παρείχε και εγγυήσεις σε απώλειες αμοιβαίων κεφαλαίων.
Οι ΗΠΑ έχουν ακόμη να διδαχθούν πολλά από την παρέμβαση των κυβερνήσεων της Φινλανδίας, της Σουηδίας και της Νορβηγίας για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση του τραπεζικού κλάδου των χωρών τους, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όπως σχολιάζει ο Τσαρλς Ντουμάς, επικεφαλής της Lombart Street Research στο Λονδίνο. Είχε ήδη προηγηθεί μια δεκαετία χαμηλών επιτοκίων και μεγάλης ανάπτυξης, με τις τιμές των ακινήτων στη Φινλανδία να σημειώνουν άνοδο 80% και τον γενικό δείκτη του χρηματιστηρίου να έχει καταγράψει κέρδη 164%, σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg. Η μεγάλη έκθεση των τραπεζών σε δάνεια οδήγησε σε συσσωρευμένα χρέη, ενώ η αύξηση του πληθωρισμού απέτρεπε μείωση των επιτοκίων.
Η Σουηδία δημιούργησε ταμείο διάσωσης του κλάδου, με κεφάλαια 14 δισ. δολαρίων, ανέλαβε την κηδεμονία της Nordbanken AB και ίδρυσε μια «τράπεζα», όπου διοχετεύθηκαν όλα τα προβληματικά στοιχεία από το ενεργητικό των τραπεζών. Η Νορβηγία κρατικοποίησε τις τρεις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας και η Φινλανδία ένωσε περισσότερες από 40 τράπεζες σε μια κρατική οντότητα. Και πάλι, όμως, η οικονομική δραστηριότητα των χωρών αυτών συρρικνώθηκε την τριετία 1991–94. Εάν η αγορά στέγης των ΗΠΑ δεν θεραπευτεί από τη διετή και πλέον ύφεση και δεν αποκατασταθεί η αξιοπιστία του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, μια θετική εκτίμηση για την τελική έκβαση των πραγμάτων στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου παραμένει δύσκολη.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyagor_100011_24/09/2008_285816
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment