The Washington Post
H Wall Street, όπως τη γνωρίζαμε μέχρι τώρα, αποτελεί παρελθόν. Δεν πρόκειται απλώς για το γεγονός ότι η Merrill Lynch «συναίνεσε» σε έναν αναγκαστικό γάμο με την Bank of America, ούτε ότι η θρυλική επενδυτική τράπεζα Lehman Brothers οδηγήθηκε σε πτώχευση, αλλά ούτε και για το ότι η επιβίωση του ασφαλιστικού κολοσσού της AIG αποτέλεσε θέμα ημερών… Δεν πρόκειται ακόμη καν για το ότι οι προαναφερόμενες εξελίξεις ακολούθησαν την κατάρρευση της επενδυτικής τράπεζας Bear Stearns ή την κατ’ ουσίαν κρατικοποίηση των Fannie Mae και Freddie Mac, των δύο μεγαλύτερων οργανισμών χρηματοδότησης και εγγυήσεων στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ. Αυτό το οποίο έχει συμβεί και είναι το ουσιαστικότερο απ’ όλα, είναι η κατάρρευση του επιχειρηματικού μοντέλου της ίδιας της Wall Street.
Η απληστία και ο φόβος, που διέπουν κατά κανόνα τις χρηματοεπενδυτικές και τις αγορές δανεισμού, πυροδότησαν την τρέχουσα κρίση. Δεν είναι δε βέβαιο το πότε θα λήξει. Εκείνο, το οποίο είναι βέβαιο είναι ότι η κρίση αυτή πηγάζει από τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε μετά τη δεκαετία του ’80 η ίδια η Wall Street – οι κολοσσιαίες επενδυτικές της τράπεζες, οι χρηματιστηριακοί οίκοι της, οι εταιρείες της των αμοιβαίων κεφαλαίων και εκείνες των επενδύσεων ιδιωτικών κεφαλαίων.
Το σημερινό επιχειρηματικό μοντέλο της στηρίζεται σε τρεις βασικές παραμέτρους.
Κατ’ αρχάς, οι χρηματοπιστωτικές εταιρείες έχουν μετεξελιχθεί, πέραν του παραδοσιακού ρόλου τους που ήταν ρόλος συμβούλου και μεσάζοντα. Κάποτε οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες, όπως είναι οι Goldman Sachs και Lehman Brothers «δούλευαν» κυρίως για τους πελάτες τους. Διεκπεραίωναν συναλλαγές στις χρηματιστηριακές αγορές και σε εκείνες των ομολόγων για μεγάλους θεσμικούς επενδυτές (ασφαλιστικές εταιρείες, ασφαλιστικά Ταμεία, εταιρείες αμοιβαίων κεφαλαίων). Αντλούσαν κεφάλαια για επιχειρήσεις, ως ανάδοχοι και πωλητές νέων μετοχών τους και ομολογιών. Συμβούλευαν τους εταιρικούς πελάτες τους για θέματα συγχωνεύσεων, εξαγορών και ανεξαρτητοποίησης δραστηριοτήτων τους. Από την παροχή όλων αυτών των υπηρεσιών αντλούσαν προμήθειες.
Σήμερα οι περισσότερες από αυτές τις επενδυτικές τράπεζες επενδύουν επίσης ίδια κεφάλαιά τους. Χρησιμοποιούν τα κεφάλαια συνεργατών τους ή των μετόχων τους για να δραστηριοποιηθούν στις επενδυτικές αγορές. Οι ενέργειές τους αυτές έχουν ονομασθεί μάλιστα «principal transactions». Η Merrill και άλλοι στην ουσία χρηματιστηριακοί οίκοι, που στο παρελθόν εξυπηρετούσαν ιδιώτες, επεκτάθηκαν στην επενδυτική τραπεζική αγορά. Το αυτό συνέβη και με πολλές εμπορικές τράπεζες, μετά τη νομοθετική μεταρρύθμιση του 1999 που κατήργησε τον Νόμο Glass-Steagall του 1933 (σ.σ. και ουσιαστικά επιστρέφουμε σε αυτόν μετά την απόφαση να μετατραπούν Morgan Stanley και Goldman Sachs σε τραπεζικούς ομίλους συμμετοχών).
Ειδικές αμοιβές
Ενα ακόμα σημαντικό χαρακτηριστικό της Wall Street, είναι το γεγονός ότι ως αγορά εργασίας κυριαρχείται από τις ειδικές αμοιβές, τις οποίες «κερδίζουν» τα στελέχη των επενδυτικών τραπεζών σε ετήσια βάση, αναλόγως των επιδόσεών τους της χρονιάς. Ετσι, τα εν λόγω ανώτατα στελέχη, με «βασικούς» μισθούς της τάξεως των 200.000 ή 300.000 δολαρίων, καταλήγουν να κερδίζουν κάθε χρόνο το πενταπλάσιο ή και το δεκαπλάσιο αυτών των αμοιβών.
Τέλος, οι επενδυτικές τράπεζες εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από δανεικά κεφάλαια, τα οποία, στη δική τους ορολογία ονομάζονται «leverage», και σε δική μας, ελεύθερη μετάφραση «κάλυψη». Η περίπτωση της Lehman είναι χαρακτηριστική. Το 2007 διέθετε μετοχές, ομόλογα και άλλους τίτλους, αξίας που άγγιζε τα 700 δισ. δολάρια. Την ίδια ώρα το μετοχικό κεφάλαιό της δεν υπερέβαινε τα 23 δισ. δολάρια. Η διαφορά καλύπτετο από δανεισμό και αυτό σημαίνει ότι η «αναλογία κάλυψής» της προς «ίδια κεφάλαια» ήταν 30 προς 1. Ο δανεισμός, η «κάλυψη», μπορεί να αποφέρει τεράστια κέρδη. Ας υποθέσουμε ότι αγοράζουμε μία μετοχή στα 100 δολάρια και ότι η τιμή της αυξάνεται στα 110. Εχουμε βγάλει 10%, μία καλή απόδοση. Ας υποθέσουμε τώρα ότι έχουμε δανεισθεί τα 90 από αυτά, τα αρχικά μας 100 δολάρια. Εάν η τιμή της μετοχής αυξηθεί στα 101 δολάρια, έχουμε κερδίσει 10% επί της επενδύσεώς μας των 10 δολαρίων. Αν και τεχνικά, η τιμή της μετοχής πρέπει να είναι κατά τι υψηλότερη για να καλυφθεί και το κόστος του δανεισμού μας.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyagor_1_27/09/2008_286349
No comments:
Post a Comment