Εντείνονται οι πιέσεις προς την Ευρωπαϊκή Ένωση για να δημιουργήσει ένα σύστημα με σκοπό τη διαχείριση της κατάρρευσης μεγάλων πολυεθνικών τραπεζών, ωστόσο η Ε.Ε. αντιμετωπίζει δυσκολίες λόγω της πολυπλοκότητας των θεμάτων που εμπλέκονται και των διιστάμενων απόψεων των χωρών-μελών για τις λεπτομέρειες του σχεδίου.
Οι διαφορές αυτές θα μπορούσαν να καθυστερήσουν τη δημιουργία ενός συστήματος που θα περιορίζει τις συνέπειες από την κατάρρευση μίας μεγάλης τράπεζας όπως η Lehman Brothers, η οποία χρεοκόπησε στα μέσα Σεπτεμβρίου του 2008, επιδεινώνοντας σε σημαντικό βαθμό την χρηματοπιστωτική κρίση.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο την περασμένη Παρασκευή προειδοποίησε την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι πρέπει να αναπτύξει ένα σύστημα που θα αντιμετωπίζει την κατάρρευση πολυεθνικών τραπεζών με σκοπό να αποφευχθεί το ενδεχόμενο οι φορολογούμενοι να πληρώνουν «τα σπασμένα» των τραπεζικών πτωχεύσεων στο μέλλον.
«Οι πολιτικοί πρέπει να αντιμετωπίσουν το ζήτημα», τόνισε ο Dominique Strauss-Kahn, επικεφαλής του ΔΝΤ, στο πλαίσιο συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που είχε σκοπό να συζητηθεί το πώς θα δημιουργηθεί ένα σύστημα για τη διαχείριση της κατάρρευσης πολυεθνικών τραπεζών.
«Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο και αυτή η ευκαιρία δεν πρέπει να χαραμιστεί ή να αναβληθεί», σημείωσε ο Strauss-Kahn.
Το ερώτημα του πως θα κατανεμηθεί το κόστος των τραπεζικών διασώσεων είναι βασικό για το θέμα των χειρισμών στην περίπτωση κατάρρευσης μίας τράπεζας που δραστηριοποιείται σε αρκετές χώρες και που μπορεί να διαθέτει καταθέσεις σε κάθε μία από αυτές.
Η Michel Barnier, επικεφαλής εσωτερικών αγορών και υπηρεσιών στην Κομισιόν, τόνισε ότι η Ε.Ε. θα πρέπει να βρει έναν τρόπο να δημιουργήσει μία δεξαμενή χρημάτων από την οποία θα μπορούν να χρηματοδοτούνται μελλοντικές διασώσεις.
«Η προσωπική μου άποψη είναι ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να συνεισφέρουν σε ένα ευρωπαϊκό fund επίλυσης προβλημάτων», σημείωσε στο πλαίσιο της συνάντησης.
Ωστόσο αυτή είναι μία πρόταση που ορισμένοι κεντρικοί τραπεζίτες και εποπτικές αρχές εκτιμούν ότι θα παροτρύνει τις τράπεζες να συνεχίσουν να ρισκάρουν καθώς θα υπάρχει ένα fund για τη διάσωσή τους. Θα είναι επίσης αδύνατο να καθοριστεί το απαραίτητο μέγεθός του για τη διαχείριση της μεγαλύτερης πιθανής κρίσης.
«Το ταμείο θα πρέπει να είναι πραγματικά τεράστιο – ίσως 1 τρισ. ευρώ – για να δώσει λύση στο πρόβλημα», τόνισε ο Paul Tucker, αναπληρωτής διοικητής της Bank of England, υπεύθυνος για την οικονομική σταθερότητα.
Ακόμη ένα θεμελιώδες πρόβλημα έχει να κάνει με το γεγονός ότι είναι πολύ δύσκολο να βοηθήσουν μία τράπεζα, όταν οι ανησυχίες για τα οικονομικά της αυξάνονται ραγδαία, με τον τρόπο που το κάνουν συνήθως όταν το πρόβλημα εκδηλώνεται.
«Υπάρχει μία κεντρική δυσκολία σε όλα τα εποπτικά πλαίσια διαχείρισης κρίσεων και αυτή είναι η ταχύτητα», τόνισε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Jean-Claude Trichet.
Η χρηματοπιστωτική κρίση η οποία αναδύθηκε στα μέσα του 2007 έδειξε ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές δεν διέθεταν ικανά εργαλεία να αναδιαρθρώσουν τις εταιρείες γρήγορα, ενώ όποια μέτρα εφάρμοσαν διέφεραν κατά μήκος της περιφέρειας.
Έτσι ήταν πολύ δύσκολο να αντιμετωπίσουν την κατάρρευση πολυεθνικών τραπεζικών ομίλων τόσο γρήγορα ώστε να τους σώσουν ή να εμποδίσουν την εξάπλωση του φαινομένου και σε άλλα τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Οι ρυθμιστικές αρχές έχουν χωρίσει τις δυσκολίες σε τρία μέρη: την εύρεση μεθόδων για την έγκαιρη παρέμβαση στα προβλήματα των τραπεζών, την αναμόρφωση των μέτρων για τις εθνικές τράπεζες με σκοπό τη διαχείριση των πολυεθνικών τραπεζών και την εναρμόνιση των ευρωπαϊκών πτωχευτικών νόμων.
Ωστόσο οι ρυθμιστικές αρχές ανά την Ευρώπη έχουν ήδη καταρτίσει κάποια προσχέδια για την αντιμετώπιση των τραπεζών που καταρρέουν, σε πρώιμο στάδιο, που θα αποτελέσουν τη βάση για την αντιμετώπιση πιο πολύπλοκων προβλημάτων.
Η ευρωπαϊκή επιτροπή Τραπεζικής Εποπτείας, CEBS, η οποία αποτελείται από ρυθμιστικές αρχές για τον τραπεζικό κλάδο της Ε.Ε. και συμβουλεύει την Κομισιόν σε θέματα εποπτείας, έχει προτείνει μία «εργαλειοθήκη» μέτρων σχεδιασμένων να διασφαλίσουν ότι οι ρυθμιστικές αρχές μπορούν να αναγνωρίσουν σε πρώιμο στάδιο τα προβλήματα των τραπεζών και να τις σώσουν ή να τις ενισχύσουν.
Η CEBS, όπως είναι γνωστή, αναφέρει ότι η εργαλειοθήκη περιλαμβάνει μέτρα όπως η ικανότητα να αντικαθίστανται στελέχη σε μία προβληματική εταιρεία και να μεταβιβάζονται μετοχές ή δικαιώματα από τους μετόχους για να επιτραπεί η εξαγορά της.
«Έχει αλλάξει, ιδιαίτερα μετά την κρίση, η θέληση των εποπτικών αρχών να προβούν σε πολύ αδιάκριτες μορφές παρέμβασης», τόνισε στο πλαίσιο συνεδρίου ο Giovanni Carosio, πρόεδρος της CEBS.
Παρόλα αυτά, μέλη ρυθμιστικών αρχών εκτιμούν ότι ακόμη και αυτοί οι κανόνες θα λειτουργήσουν μόνο αν οι εποπτικές αρχές συνεργαστούν πιο στενά μεταξύ τους.
«Υπάρχει διστακτικότητα στη συνεισφορά στοιχείων, υπάρχει επιφυλακτικότητα στη συνεργασία ανά την Ευρώπη, ακόμη και σε διεθνές επίπεδο, και πρέπει να κατανοήσουμε ότι για την αλλαγή των εργαλείων απαιτούνται αλλαγές στη νοοτροπία», σημείωσε ο Hector Sants, επικεφαλής της βρετανικής αρχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών FSA.
http://www.capital.gr/News.asp?id=931558
_______________
Θυμίζω, η Γερμανία πάει να το κάνει μόνη της, για τις δικές της τράπεζες.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment