Στο χείλος ενός νέου καταστροφικού ανταγωνισμού, που θα δοκιμάσει και πάλι τις αντοχές ολόκληρου του κλάδου, βρίσκονται οι ιχθυοκαλλιέργειες, καθώς ήδη στην τσιπούρα, που μαζί με το λαβράκι αποτελούν τη βασική παραγωγή τους, οι τιμές έχουν υποχωρήσει σημαντικά τους τελευταίους μήνες και κάποιες μονάδες πουλάνε 0,70 ως 1 ευρώ κάτω του κόστους.
Η τάση μείωσης των τιμών, ιδιαίτερα στην τσιπούρα, διαφάνηκε ήδη από τον περσινό Ιούλιο, όταν η τιμή πώλησης της τσιπούρας έπεσε στα 3,80 ευρώ και στο λαβράκι στα 4,60 ευρώ από τα 4,7 και 5,2 ευρώ, αντίστοιχα, μερικούς μήνες πριν.Σήμερα, ενώ το λαβράκι παραμένει στα ίδια περίπου επίπεδα καθώς η παραγωγή του είναι μικρότερη μια και απαιτείται μεγαλύτερη τεχνογνωσία, η τιμή της τσιπούρας έχει υποχωρήσει στην περιοχή των 3,30 -3,40 ευρώ, επίπεδα, που προκαλούν ζημιά σε όλο τον κλάδο.
Παρ ότι η πίεση στις τιμές ξεκίνησε από τις μικρομεσαίας δυναμικότητας μονάδες πάχυνσης, προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι οι τρεις μεγάλοι (Νηρεύς, Σελόντα και Δίας Ιχθυοκαλλιέργειες), οι οποίοι υπολογίζεται ότι ελέγχουν το 60 με 65% της παραγωγής, δεν συγκράτησαν την προσφορά για να αποκαταστήσουν τις τιμές. Εξήγηση θα μπορούσε να αποτελεί ο αυξημένος δανεισμός και η ανάγκη εξυπηρέτησής του, το σύνολο όμως των μεγάλων εταιρειών προχώρησε πρόσφατα σε αναχρηματοδοτήσεις δανεισμού με μάλλον καλούς όρους αν συνυπολογισθεί η πιστωτική κρίση τονίζουν τραπεζικά στελέχη. Με δεδομένο ότι η Ελλάδα κατέχει το 52% της μεσογειακής παραγωγής (τσιπούρα και λαβράκι), αποτελεί τον μεγαλύτερο παραγωγό τσιπούρας και εξάγει περί τους 60 με 70 χιλιάδες τόνους ετησίως στο εξωτερικό η κρίση υπερπροσφοράς προκύπτει αποκλειστικά σχεδόν, σύμφωνα με τους ίδιους από τις ελληνικές επιχειρήσεις. Ήδη η κατάσταση έχει σημάνει μικρή επιφυλακή για τις τράπεζες που έχουν μεγάλη έκθεση σε χορηγήσεις στον κλάδο καθώς πέραν της συμπίεσης των λειτουργικών περιθωρίων οι εισηγμένες κινδυνεύουν να εμφανίσουν ζημιές και από αποτίμηση βιολογικών αποθεμάτων. Όλα αυτά δε, σε μια δυσχερή χρηματιστηριακή συγκυρία λόγω της μείωσης έκθεσης από πλευράς ξένων χαρτοφυλακίων σε τίτλους μεσαίας και μικρής κεφαλαιοποίησης, όπως αυτοί των ιχθυοκαλλιεργειών, που έχει ήδη οδηγήσει τις αποτιμήσεις τους σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα δυσκολεύοντας την υλοποίηση δρομολογημένων επιχειρηματικών σχεδιασμών. Όσο διατηρούνταν ο κύκλος των ”σκληρών” τιμών στα ψάρια ιχθυοτροφείου οι εισηγμένες έγραφαν υπεραξίες από την αποτίμηση των βιολογικών αποθεμάτων, οι οποίες ”κατέβαιναν” άμεσα στα κέρδη με διαφορετικό βαθμό επίδρασης ανά εταιρεία. Επιπλέον οι ”σκληρές” τιμές υποβοηθούσαν τις εξαγορές μη εισηγμένων εταιρειών μια τα αποθέματά των εξαγοραζόμενων αποτιμούνταν σε τρέχουσες τιμές εξασφαλίζοντας υπεραξίες.
Τώρα , οι εισηγμένες με την τιμή της τσιπούρας να υποχωρεί σε χαμηλά πενταετίας απειλούνται να δουν το μηχανισμό των βιολογικών αποθεμάτων να δρα αντίστροφα και να επιβαρυνθούν με υποαξίες που θα μειώσουν τα κέρδη τους. Επιπλέον, ενώ η κρίση έχει κτυπήσει ήδη σημαντικά τις μικρομεσαίες μονάδες, με αποτέλεσμα κάποιοι βασικοί μέτοχοι να ζητούν λογικά τιμήματα για την πώλησή τους , δεν εκδηλώνεται ”θερμό” ενδιαφέρον από τις εισηγμένες που αποτελούν και τους μεγαλύτερους παίκτες του κλάδου. Η επίπτωση από την κρίση της τσιπούρας διαφέρει βέβαια ανά εταιρεία ανάλογα με το πόσο συμμετέχουν οι πωλήσεις τσιπούρας στο συνολικό κύκλο εργασιών της, το βαθμό καθετοποίησής της, κά.
http://www.euro2day.gr/articles/150271/
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment