Ο πρώην πρωθυπουργός της Ιρλανδίας Γκάρετ Φιτζέραλντ μίλησε στην «Κ» λίγο πριν από την ομιλία του την Παρασκευή, στο ετήσιο επιχειρηματικό γεύμα που διοργανώνουν ο Ελληνο-Ιρλανδικός Επιχειρηματικός Σύνδεσμος και ο ΣΕΒ με ευκαιρία της ιρλανδικής εθνικής εορτής του Αγίου Πατρικίου. Ο κ. Φιτζέραλντ αναλύει την ιρλανδική εμπειρία από την κρίση – και την έξοδο από αυτή.
– Πριν από την κρίση, η Ιρλανδία χαρακτηριζόταν ο κέλτικος τίγρης. Σήμερα, την εντάσσουν, λιγότερο κολακευτικά, στις χώρες PIIGS. Τι πήγε στραβά;
– Τη δεκαετία του ενενήντα, είχαμε ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης χάρη στην εισροή ξένων επενδύσεων, που προέρχονταν ως επί το πλείστον από τις ΗΠΑ. Παράλληλα, είχαμε σώφρονα δημοσιονομική πολιτική. Οταν όμως στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας ανέλαβε υπουργός Οικονομικών ο Τσάρλι Μακρίβι, αύξησε σημαντικά τις δημόσιες δαπάνες, σε μια περίοδο πλήρους απασχόλησης και άρα αύξησης του πληθωρισμού. Αυτό οδήγησε σε περαιτέρω ενίσχυση του πληθωρισμού, που σε συνδυασμό με την αύξηση των μισθών προκάλεσε πτώση της ανταγωνιστικότητας. Το μερίδιο των εξαγωγών μας προς ανεπτυγμένες χώρες υποχώρησε τότε 20%. Την ίδια στιγμή, εξελισσόταν η φούσκα των ακινήτων, που χρηματοδοτούσαν χωρίς περίσκεψη οι τράπεζες, με αποτέλεσμα όταν έσκασε η φούσκα των ακινήτων σχεδόν να καταρρεύσει ο τραπεζικός μας κλάδος. Το Σεπτέμβριο 2008 χρειάστηκε λοιπόν η στήριξη της κυβέρνησης προς τις τράπεζες, αναλαμβάνοντας στεγαστικά δάνεια ύψους 77 δισ. ευρώ. Η κατάστασή μας λοιπόν είναι ιδιαίτερη – και πολύ διαφορετική από της Ελλάδας, όπου το πρόβλημα είναι οι υπερβολικές δαπάνες και ότι τα πραγματικά στατιστικά στοιχεία αποκρύπτονταν από αναξιόπιστους πολιτικούς.
– Πολλοί αποδίδουν την πτώση της ανταγωνιστικότητας στο ευρώ. Συνέβαλε και αυτό σε αυτή την πορεία;
– Το ευρώ συνέβαλε βέβαια, διότι τα επιτόκια ήταν πολύ χαμηλά, εντείνοντας την κρίση, καθώς η πιστωτική ανάπτυξη ήταν μεγαλύτερη από αυτή που θα μπορούσαμε να διαχειριστούμε. Συνολικά το ευρώ έχει λειτουργήσει καλά, αλλά η ιρλανδική οικονομία δεν χρειαζόταν εξίσου μεγάλη ώθηση από τα επιτόκια όσο άλλες χώρες. Επιπλέον, η κυβέρνηση δεν αντιμετώπισε αποτελεσματικά τη φούσκα των ακινήτων. Το ευρώ όμως ήταν επίσης ζωτικής σημασίας για την Ιρλανδία, ήταν αυτό που μας έσωσε, με την προσφορά ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την υποστήριξη της Κομισιόν στα ιρλανδικά μέτρα. Αυτά ήταν που μείωσαν σημαντικά τα επιτόκια δανεισμού στις διεθνείς αγορές, έτσι το spread με τα γερμανικά ομόλογα διαμορφώνεται στις 150 μονάδες βάσης. Το δικό σας πιστεύω ότι είναι διπλάσιο. Κι εμάς σε αυτά τα επίπεδα ήταν πριν λάβουμε τα μέτρα, αλλά η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν επιτυχής, διότι έχει ανακτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών.
Με αρωγή κοινής γνώμης και πολιτικών κομμάτων
«Γνωρίζω ότι στην Ελλάδα έχετε μεγάλη παραοικονομία και όχι αρκετά φορολογικά έσοδα. Αντιμετωπίζαμε κι εμείς το πρόβλημα της φοροδιαφυγής τη δεκαετία του ’90. Ελήφθησαν σκληρά μέτρα από διαδοχικές κυβερνήσεις με αποτέλεσμα τη συλλογή 3 δισ. ευρώ. Αυτό που χρειάζεται είναι να πείσετε τους πολίτες ότι τα δημόσια οικονομικά είναι σε τέτοια χάλια, που όσο δυσάρεστο και να είναι, πρέπει να ληφθούν μέτρα. Στην Ιρλανδία έχει επιτευχθεί αυτό. Παρά την πτώση της δημοτικότητας της κυβέρνησης, τα μέτρα έχουν γίνει αποδεκτά από τους πολίτες, ενώ τα δύο μεγάλα κόμματα της αντιπολίτευσης συμφωνούν στο στόχο της μείωσης του ελλείμματος – αν και διαφωνούν με επιμέρους μέτρα. Αυτό έχει βοηθήσει πολύ την κυβέρνηση».
Τα συνδικάτα ζητούν την ανάκληση των μέτρων περικοπής μισθών
– Ως πολιτικός, έχετε αναγκασθεί να λάβετε σκληρά μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής. Πώς πείσατε τους πολίτες για την αναγκαιότητα των μέτρων;
– Ημουν πρωθυπουργός μόλις εννέα μήνες (σ.σ. με πρόγραμμα αυστηρής λιτότητας) όταν προκλήθηκαν εκλογές που χάσαμε. Ξαναέγιναν όμως εκλογές μετά από εννέα μήνες, και ξαναήρθαμε στην κυβέρνηση για 4,5 χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών μειώσαμε τον πληθωρισμό από 21-22% στο 3% και εξαλείψαμε ένα τεράστιο έλλειμμα εξωτερικών πληρωμών. Ωστόσο, δεν καταφέραμε να μειώσουμε τις τρέχουσες δαπάνες, που είχαν εκτοξευθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση. Η κυβέρνησή μας όμως ήταν μία κυβέρνηση συνασπισμού με τους Εργατικούς, και ήταν δύσκολο να συμφωνήσουμε σε περικοπές δαπανών. Στο τέλος το Εργατικό Κόμμα έφυγε από τον συνασπισμό, διότι δεν μπορούσε να αποδεχθεί τις περικοπές που εισηγούμασταν. Στις εκλογές που ακολούθησαν, ωστόσο, δεν χάσαμε από τους Εργατικούς, αλλά από ένα νέο δεξιό κόμμα που έπεισε τους ψηφοφόρους ότι θα ήταν αποτελεσματικότερο από εμάς στις περικοπές. Αρα ναι, τελικά οι ψηφοφόροι πείσθηκαν για την ανάγκη των περικοπών. Πράγματι, η νέα κυβέρνηση συνέχισε τις πολιτικές μας και μείωσε σημαντικά τις τρέχουσες δαπάνες, δημιουργώντας τις βάσεις για τη μελλοντική ανάπτυξη της χώρας, που ξεκίνησε από το 1993. Σήμερα, παρά την πτώση της δημοτικότητας της κυβέρνησης, τα μέτρα επίσης είναι γενικώς αποδεκτά από τον πληθυσμό. Οχι όμως και από τον δημόσιο τομέα, τα συνδικάτα του οποίου ζητούν την ανάκληση των μέτρων περικοπής των μισθών. Στα τέλη του ’90 και τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας αδύναμες κυβερνήσεις έδωσαν μεγάλες αυξήσεις στο Δημόσιο, με αποτέλεσμα οι δημόσιοι υπάλληλοι να πληρώνονται υπερβολικά. Η μείωση λοιπόν ήταν απαραίτητη, αλλά δεν έγινε αποδεκτή από τα συνδικάτα, εν μέρει λόγω τακτικών λαθών της κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις. Είχαν διακόψει μάλιστα τις συνομιλίες, και μόλις την περασμένη εβδομάδα επανήλθαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Υπό την προϋπόθεση λοιπόν ότι η κυβέρνηση δεν θα ενδώσει στις πιέσεις των συνδικάτων και θα ανακαλέσει τα μέτρα, θεωρώ ότι η Ιρλανδία θα επιτύχει να εξέλθει από αυτή την κρίση.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyagor_1_16/03/2010_394191
No comments:
Post a Comment