Πριν από μία δεκαετία, η Γερμανία ήταν ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης, λόγω του χαμηλού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης και του υψηλού ποσοστού ανεργίας αλλά και λόγω της μεταφοράς έξω από τη χώρα, μεγάλων βιομηχανιών που αναζητούσαν χαμηλότερο λειτουργικό κόστος. Τώρα, παρά την ύφεση, το ποσοστό της ανεργίας είναι πιο χαμηλό, απ’ ό,τι ήταν πριν από μία πενταετία. Και παρόλο που η Γερμανία, ως πρώτο εξαγωγικό κράτος στον κόσμο, «παραχώρησε» τη θέση της στην Κίνα, η εξαγωγική της πρωτοπορία παραμένει αδάμαστη. Σε σχέση με το ΑΕΠ, το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας θα είναι εφέτος μεγαλύτερο από αυτό της Κίνας. Ομως, η επιτυχία της Γερμανίας προκαλεί προβλήματα στους γείτονές της. Η εντυπωσιακή ευελιξία της Γερμανίας είναι το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παλαιών αξιών με νέες. Το παλαιό σύστημα για την επίτευξη συναινετικής διαχείρισης βοήθησε τους εργοδότες να «κρατήσουν στην άκρη» τα συνδικάτα όταν υπήρχε ανάγκη συγκράτησης των δαπανών σε χαμηλό επίπεδο.
Η περίφημη «μέση τάξη» (Mittelstand, μικρές και μεσαίες οικογενειοκρατικές επιχειρήσεις) πέτυχε σταδιακά, κρίνοντας τι έπρεπε να παράξει για την εγχώρια αγορά, τι έπρεπε να αποστείλει στο εξωτερικό και τι να δώσει σε υπεργολαβίες. Ταυτόχρονα, η οικονομική πολιτική προσέλαβε μια νέα φιλελεύθερη κατεύθυνση. Η κυβέρνηση Σρέντερ εισήγαγε μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στο κράτος πρόνοιας το 2003 - 04. Υποκινούμενη από αυτές, καθώς και από τις ανταγωνιστικές πιέσεις που προκαλούσε το ευρώ, οι γερμανικές επιχειρήσεις κράτησαν σε χαμηλό επίπεδο τους μισθούς. Παρότι η οικονομική ύφεση στη Γερμανία ήταν πέρυσι πολύ σκληρή, η οικονομία της σήμερα είναι σε καλύτερη θέση απ’ ό,τι πριν από μία δεκαετία. Η Γερμανία είναι υπερήφανη –και δικαιολογημένα– για την ικανότητά της να ελέγχει το κόστος και να συνεχίζει να εξάγει. Χρειάζεται, όμως, να παραδεχθεί ότι η επιτυχία της αυτή κερδήθηκε, μερικώς, εις βάρος των Ευρωπαίων γειτόνων της. Οι Γερμανοί αρέσκονται να πιστεύουν ότι έκαναν τεράστια θυσία με το να εγκαταλείψουν το γερμανικό μάρκο, πριν από μία δεκαετία, αλλά στην πραγματικότητα έχουν ωφεληθεί όσο κανείς άλλος από το ευρώ. Σχεδόν το ήμισυ των εξαγωγών της Γερμανίας πηγαίνει στις χώρες της Ευρωζώνης οι οποίες δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να υποτιμήσουν το νόμισμά τους προκειμένου να αντεπεξέλθουν. Την ώρα που οι Αγγλοσάξονες σπαταλούσαν το χρήμα, οι Γερμανοί το αποταμίευαν. Ομως, οι εγχώριες επενδύσεις δεν ακολούθησαν αυτόν τον ρυθμό. Το αποτέλεσμα της υπερηφάνειας των Γερμανών για τις εξαγωγές τους, σε συνδυασμό με την έλλειψη επιθυμίας να δαπανήσουν και να επενδύσουν, δημιούργησε ένα τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα. Οι πλεονάζουσες αποταμιεύσεις τοποθετήθηκαν στο εξωτερικό, συχνά στην αγορά των subprime στην Αμερική, αλλά και σε κρατικά ομόλογα χωρών, όπως η Ελλάδα. Θα ήταν άτοπο αν υποστηρίξουμε ότι μια προνοητική Γερμανία είναι υπεύθυνη για τη σπατάλη της Ελλάδος ή για τη «φούσκα» της στεγαστικής αγοράς στην Ισπανία. Είναι, όμως, αλήθεια ότι μέσα στην Ευρωζώνη, οι συνήθως πλεονασματικές χώρες έχουν την τάση να συνυπάρχουν με συνήθως ελλειμματικές.
Οι ανισορροπίες δεν μπορεί να διαιωνίζονται, άσχετα εάν πρόκειται για πλεονάσματα ή για ελλείμματα. Οι πλεονασματικές χώρες δεν θα πρέπει να θεωρούν τους εαυτούς τους ενάρετους και τις ελλειμματικές χώρες ως αργυρώνητες. Η απάντηση της Γερμανίας στα προβλήματα της Ελλάδος, της Ισπανίας και άλλων χωρών της Ευρωζώνης έχει ακολουθήσει αυτή την γραμμή. Αλλά η ιδέα ότι η Γερμανία θα πρέπει και αυτή να προσπαθήσει να προσαρμοσθεί, μέσω μείωσης της αποταμίευσης και αύξησης της κατανάλωσης και των επενδύσεων, εξακολουθεί να μη φαίνεται αποδεκτή από την κυβέρνηση της Αγκελα Μέρκελ.
Ενα τολμηρό πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα συνέβαλε πολύ στην αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων, ενισχύοντας παράλληλα τον ρυθμό ανάπτυξης, που παραμένει αναιμικός.
No comments:
Post a Comment