18.8.10

Τράπεζες: Οι αιτίες απόκλισης επιτοκίων Ελλάδας-Ευρωζώνης

Η απόκλιση που σε ορισμένες κατηγορίες τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών-παρότι συρρικνούμενη - εξακολουθεί να παρατηρείται στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μέσο όρο στα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, οφείλεται κυρίως στους διαρθρωτικούς παράγοντες που διαμορφώνουν διαφορετικές συνθήκες ζήτησης και προσφοράς.

Όπως αναφέρεται σε μελέτη της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ) με θέμα «το ελληνικό τραπεζικό σύστημα το 2009» προσδοκώμενη σύγκλιση θα εξαρτηθεί από την ταχύτητα και την έκταση άμβλυνσης των αιτίων στα οποία αυτή αποδίδεται.

Οι παράγοντες που κρίνονται καθοριστικής σημασίας για την πορεία των επιτοκίων συνδέονται με την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας και των ελληνικών τραπεζών, το μέσο ετήσιο ρυθμό πληθωρισμού στην χώρα μας, το λειτουργικό κόστος των τραπεζών μας, τη διαδικασία της απελευθέρωσης της καταναλωτικής πίστης και το ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας των ελληνικών τραπεζών.

Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στη μελέτη της ΕΕΤ:

- Η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας είχε μεν τα τελευταία χρόνια βελτιωθεί, αλλά παρέμενε χαμηλότερη από τα περισσότερα κράτη μέλη της ευρωζώνης, κυρίως λόγω του σχετικά υψηλού δημοσίου χρέους. Η επιδείνωση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας αποτυπώνεται, με ιδιαίτερη έμφαση από τις αρχές του 2009, στη διαφορά απόδοσης μεταξύ των δεκαετών ομολόγων του Ελληνικού έναντι του Γερμανικού Δημοσίου που όμως, μετά το πρώτο εξάμηνο του 2009, εμφάνισε τάσεις αναστροφής οι οποίες άρχισαν να επιδεινώνονται εκ νέου από το Νοέμβριο . Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο παράγοντας αυτός περιορίζει την πιστοληπτική ικανότητα των ελληνικών τραπεζών και αυξάνει το περιθώριο επιτοκίου με το οποίο οι ελληνικές τράπεζες αντλούν δανειακά κεφάλαια από την διατραπεζική αγορά και τις διεθνείς χρηματαγορές με την έκδοση ομολογιακών τίτλων.

- O μέσος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού στην Ελλάδα, μετρούμενος με βάση το γενικό Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), παραμένει από τους υψηλότερους, αν όχι ο υψηλότερος, της ευρωζώνης. Το 2009 η απόκλιση του πληθωρισμού στην Ελλάδα από το αντίστοιχο μέγεθος στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο ήταν μια (1) ποσοστιαία μονάδα (1,3% έναντι 0,3% αντίστοιχα), παραμένοντας αμετάβλητη σε σχέση με το 2008 (4,2% έναντι 3,2% αντίστοιχα). Η τάση απόκλισης του πληθωρισμού μεταξύ Ελλάδας και ευρωζώνης, διευρύνθηκε, προσεγγίζοντας τις δυόμισι ποσοστιαίες μονάδες, κατά την διάρκεια του πρώτου τριμήνου του 2010 (3,9% έναντι 1,4% αντίστοιχα).

- Το λειτουργικό κόστος των ελληνικών τραπεζών έχει μειωθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Εν τούτοις, κατά μέσο όρο και σε σύγκριση με τα τραπεζικά συστήματα άλλων κρατών μελών της ευρωζώνης, παραμένει σχετικά υψηλό (ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού τους), κυρίως λόγω των εξής παραγόντων:

• Το μικρότερο μέγεθος των τραπεζών στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ευρωζώνης, δεν τους επιτρέπει να αξιοποιήσουν πληρέστερα τις οικονομίες κλίμακας σε ό,τι αφορά τη διαδικασία της τραπεζικής διαμεσολάβησης, διαπίστωση που ισχύει διεθνώς για τις σχετικώς μικρότερες τράπεζες. Επιπλέον, στην Ελλάδα, το μέσο ύψος των καταθέσεων και των δανείων ανά πελάτη είναι σχετικά μικρό, γεγονός που επιβαρύνει τις τράπεζες με υψηλότερα λειτουργικά έξοδα, καθώς συνεπάγεται μεγαλύτερο αριθμό τραπεζικών συναλλαγών για ένα περιορισμένο ύψος καταθέσεων ή δανείων.

• Ο δεύτερος παράγοντας είναι η σχετική ανελαστικότητα ορισμένων συστατικών στοιχείων λειτουργικού κόστους των ελληνικών τραπεζών εξαιτίας: (α) της συνεχιζόμενης εκτεταμένης χρήσης μετρητών στις συναλλαγές, αντί της χρήσης ηλεκτρονικών εργαλείων πληρωμών (π.χ. πιστωτικών και χρεωστικών καρτών, μεταφορών πίστωσης και άμεσων χρεώσεων), (β) του μικρού, αν και διαρκώς αυξανόμενου την τελευταία πενταετία, ποσοστού των ηλεκτρονικών συναλλαγών και των συναλλαγών μέσω διαδικτύου ή τηλεφώνου (e-banking, phone-banking) σε αντιδιαστολή με το μεγάλο τμήμα των συναλλαγών που συνεχίζουν να πραγματοποιούνται στο γκισέ των καταστημάτων, και (γ) του γεωγραφικά διάσπαρτου δικτύου καταστημάτων, όπως επιβάλλεται από την ανάγκη εξυπηρέτησης απομακρυσμένων περιοχών ή περιοχών με σχετικά χαμηλή οικονομική δραστηριότητα.

- Λόγω της πρόσφατης απελευθέρωσης της καταναλωτικής πίστης και της συνακόλουθης ραγδαίας αύξησης της ζήτησης τραπεζικών δανείων από τα νοικοκυριά, οι ελληνικές τράπεζες είναι εκτεθειμένες σε υψηλότερο πιστωτικό κίνδυνο και σχετικά υψηλότερα από τα μέχρι το 2003 ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η τάση αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων συνεχίστηκε, κατά μέσο όρο, και κατά την διάρκεια του 2009, κυρίως ως αποτέλεσμα των επιπτώσεων της χρηματοπιστωτικής κρίσης και των δυσμενών επιπτώσεων των δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας μας στην πραγματική οικονομία. Για την κάλυψη αυτής της υποχρέωσής τους οι τράπεζες διατηρούν, όπως εξάλλου οφείλουν από το νόμο, υψηλότερες προβλέψεις, δεσμεύοντας περισσότερα ίδια κεφάλαια ανά μονάδα παρεχομένων υπηρεσιών, γεγονός που συνεπάγεται υψηλότερο κόστος κεφαλαίων.

- Το ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας των τραπεζών στην Ελλάδα, το οποίο πλέον διαμορφώνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό υπό την επίδραση του κοινοτικού δικαίου, σε ορισμένους τομείς παραμένει μέχρι και σήμερα συγκριτικά αυστηρότερο από ό,τι επιβάλλουν οι σχετικές κοινοτικές Οδηγίες. Είναι, επίσης, αξιοσημείωτο ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, λίγες ευτυχώς, το ελληνικό ρυθμιστικό πλαίσιο δεν έχει ακόμα προσαρμοστεί απόλυτα στις σύγχρονες συνθήκες λειτουργίας των αναπτυγμένων πιστωτικών αγορών. Ενδεικτικά:

(i) Η Ελλάδα καταλαμβάνει, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, την 133η (2008: 152η) και την 96η (2008: 100η) θέση μεταξύ 181 κρατών συνολικά όσον αφορά τη σχετική ευκολία έναρξης και συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας αντίστοιχα.

(ii) Στην Ελλάδα, το μέσο χρονικό διάστημα που απαιτείται για την είσπραξη μέσω των δικαστηρίων τραπεζικών απαιτήσεων από επισφαλή δάνεια είναι αισθητά μεγαλύτερο από ό,τι σε άλλα κράτη μέλη της ευρωζώνης. Αντίστοιχα, αυξημένο είναι και το κόστος της σχετικής διαδικασίας. Χαρακτηριστική εν προκειμένω είναι και η σχετική επισήμανση της Τράπεζας της Ελλάδος ότι «σε χώρες όπου η διαδικασία εκποίησης των ασφαλειών απαιτεί δύο ή περισσότερα έτη (π.χ. Ελλάδα, Ιταλία και Πορτογαλία) το μέσο επιτόκιο χορηγήσεων είναι υψηλότερο από το μέσο όρο στη ζώνη του ευρώ. Στην Ελλάδα αυτό το χρονικό διάστημα είναι το μεγαλύτερο μετά την Ιταλία».

http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathremote_1_17/08/2010_350991

No comments: