7.10.12

ΑΠΟΨΗ : Γιατί χρειαζόμαστε πολλές τράπεζες

Του Γιαννη Τσαμουργκελη* / i.tsam@aegean.gr

Ο μικρός αριθμός τραπεζικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στη χώρα σε σχέση με τον αριθμό τραπεζών που αναπτύσσονται στη συντριπτική πλειονότητα των άλλων χωρών-μελών της Ε.Ε. αναδεικνύει με μια πρώτη ματιά τη διαρθρωτική διαφορά του ελληνικού οικονομικού μοντέλου σε σχέση με τα συνήθη μοντέλα οικονομιών που κυριαρχούν και χαρακτηρίζουν την Ευρώπη. Εξετάζοντας για παράδειγμα το 2009, στην Ελλάδα είχαμε 66 τραπεζικά ιδρύματα (σήμερα έχουν μείνει 60) ενώ στην Αυστρία καταγράφονται 867, στη Δανία 99, στη Φινλανδία 318, στη Γερμανία 1.774, στην Ιταλία 768, στη Γαλλία 325 και μόνο στο Βέλγιο και την Ιρλανδία καταγράφεται μικρότερος αριθμός από τη χώρα μας, με 48 και 41 τραπεζικά ιδρύματα αντίστοιχα (στοιχεία του ΟΟΣΑ).
Το γεγονός αυτό από μόνο του στοιχειοθετεί ενδείξεις ολιγοπωλιακής συγκρότησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος που μετατρέπονται σε αποδείξεις εάν παρακολουθήσουμε την πορεία του μέσου περιθωρίου μεικτού κέρδους των ελληνικών τραπεζών, το οποίο υπερβαίνει σταθερά το μέσο αντίστοιχο περιθώριο κέρδους στην Ε.Ε. Χαρακτηριστικά, η επιβάρυνση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στις συναλλαγές τους με τις τράπεζες στη χώρα μας είναι 1,5 φορά μεγαλύτερη. Ακόμα και στην περίοδο της κορύφωσης της ύφεσης και κρίσης, τον Φεβρουάριο του 2012, το καταγεγραμμένο από την Τράπεζα της Ελλάδος περιθώριο επιτοκίου με στάθμιση ζώνης του ευρώ ήταν 4,06 σε σχέση με το μέσο ευρωπαϊκό 2,28. Με αυτά τα δεδομένα εγείρεται το τεράστιο ερώτημα του μακροχρόνιου οικονομικού κόστους των συγχωνεύσεων των τραπεζών που επιτελούνται στις μέρες μας. Συγχωνεύσεις, που επιβάλλει η κατάρρευση των τραπεζικών ισολογισμών και η απαξίωση των κεφαλαίων τους εξαιτίας της δημοσιονομικής κρίσης και της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής – που πολύ καλά υπηρέτησαν και οι ίδιες οι ηγεσίες των τραπεζών όλα αυτά τα χρόνια. Θα παραμείνει η κυβέρνηση αδρανής έναντι της προοπτικής να βρεθεί η χώρα με ελάχιστο αριθμό τραπεζών και του εγκλωβισμού της οικονομίας σε ένα ακόμα ισχυρότερο τραπεζικό ολιγοπώλιο; Θα μείνει αδρανής στην ενίσχυση της συστημικής υπερκοστολόγησης του χρήματος στο όνομα της σωτηρίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος (για κάποιους) ή της δημιουργίας «εθνικών πρωταθλητών» (για κάποιους άλλους); Θα αφήσει η πολιτική ηγεσία τις μικρομεσαίες, τις μικρές και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, τις νέες και τις καινοτόμες επιχειρηματικές προσπάθειες στο έλεος ενός ολιγοπωλιακού τραπεζικού συστήματος – με δεδομένο και ευρέως αποδεκτό από τη διεθνή βιβλιογραφία ότι όσο ισχυρότερη η ολιγοπωλιακή συγκρότηση των τραπεζών τόσο αρνητικότερη η στάση τους έναντι αυτών; Θα πριμοδοτήσει το πολιτικό σύστημα την αναδιάρθρωση της οικονομίας με τη γενικευμένη διαμόρφωση ολιγοπωλίων σε βάρος της παρουσίας μικρών και μεσαίων επιχειρηματικών μονάδων με μοχλό την περαιτέρω συγκεντροποίηση του τραπεζικού συστήματος; Στο μέτρο που η στόχευση δεν κατατείνει στην αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού με τον δραστικό περιορισμό των πολύ μικρών, μικρομεσαίων και μεσαίων επιχειρήσεων, θα πρέπει να υπάρξει ένας άλλος σχεδιασμός για το τραπεζικό σύστημα. Ετσι, παράλληλα με τα κίνητρα για τραπεζικές συγχωνεύσεις ανάγκης, η Πολιτεία θα πρέπει να προβεί σε όλες τις απαραίτητες προσαρμογές του κανονιστικού πλαισίου που θα διευκολύνει τη δημιουργία ή την εγκατάσταση τραπεζών. Με κίνητρα εγκατάστασης ξένων τραπεζών και με μέριμνα για τη δημιουργία ιδιωτικών τοπικών ή περιφερειακών τραπεζών με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας. Σήμερα, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για οποιαδήποτε ιδιωτική τράπεζα είναι οι ίδιες ανεξαρτήτως γεωγραφικής εμβέλειας. Μια τέτοια ρύθμιση θα αποκαθιστούσε τη δυνατότητα δημιουργίας τοπικών τραπεζών που αυξάνουν τον ανταγωνισμό διεκπεραιώνοντας τις χρηματοδοτικές ανάγκες πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων της περιοχής. Επιπλέον, έπειτα από δεκαετίες εμπειρίας από τη λειτουργία συνεταιριστικών τραπεζών (των μόνων που μπορούν να έχουν τοπική και περιφερειακή εμβέλεια με το υφιστάμενο πλαίσιο), είναι σαφές το έλλειμμα διαφάνειας στη λειτουργία τους, γεγονός που τραυματίζει την εμπιστοσύνη του κοινού στον θεσμό και αποθαρρύνει την ανάπτυξή τους.
Τέλος, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην ενίσχυση του εποπτικού ρόλου της ΤτΕ σε αντίθεση με την υφιστάμενη νοοτροπία, κατά την οποία ο ρόλος της «συμπληρώνει» τη διοίκηση των τραπεζών.
Η χώρα χρειάζεται πολλές τράπεζες και τραπεζικό ανταγωνισμό που εξασφαλίζει φθηνό και προσβάσιμο χρήμα, όπως και ισχυρή εποπτεία των τραπεζών που κατοχυρώνει την ασφάλεια του συστήματος. Αλίμονο εάν η αναγκαιότητα της συγκυρίας για τη κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών και η συνεπαγόμενη παρότρυνση συγχωνεύσεων και συνεργασιών αδρανοποιήσει τον στρατηγικό σχεδιασμό εξαιτίας της ανυπαρξίας κάθε μέριμνας για αυτόν. Αλίμονο εάν οι επιβολές της ανάγκης αποτελέσουν την τυχαία έκβαση της στιγμής που θα κατακυριεύσει την προοπτική της χώρας και θα την εγκλωβίσει σε μια αναδιάρθρωση που θα εξανδραποδίσει τη σημερινή παραγωγική δομή των πολύ μικρών, μικρομεσαίων και μεσαίων επιχειρήσεων σε όφελος ολιγοπωλίων και ολιγοπωλιακών αγορών με όχημα την ισχυροποίηση του τραπεζικού ολιγοπωλίου.
*Διδάκτωρ της Οξφόρδης και επίκουρος καθηγητής της Διεθνούς Οικονομικής στο Παν/μιο του Αιγαίου.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_1_06/10/2012_497771

 

No comments: