Η κρίση δεν είναι ακόμη πίσω μας, αλλά σε ό,τι αφορά τις άμεσες προοπτικές, υπάρχουν λόγοι για αισιοδοξία. Είναι λοιπόν ώρα να κοιτάξουμε λίγο πιο μπροστά και να αναρωτηθούμε τι σημάδια θα αφήσει η κρίση τα επόμενα χρόνια. Η εμπειρία δεν μας αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας. Πολλές εκθέσεις καταδεικνύουν ότι οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις αφήνουν βαθιές πληγές. Δεν είναι μόνο το δημόσιο χρέος που εκτοξεύεται, δεν είναι μόνο οι παραγωγικές ζημίες των ετών της ύφεσης που δεν αποκαθίστανται, αλλά και τα επίπεδα παραγωγής που μακροπρόθεσμα υποχωρούν. Οταν το σοκ της κρίσης και η επακόλουθη ανάκαμψη παρέλθουν, η παραγωγή θα επιστρέψει σε χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης.
Οι λόγοι της υποχώρησης είναι διάφοροι. Πρώτον, υπάρχει η διαρκής έξοδος των εργαζομένων που χάνουν τη δουλειά τους, και η διαρθρωτική φύση της ανεργίας. Οι κρίσεις αποδιοργανώνουν ολόκληρους κλάδους της οικονομίας, και η συνακόλουθη αναδιάρθρωση υποδηλώνει μακρύτερες περιόδους αναζήτησης εργασίας, άρα υψηλότερη ανεργία. Δεύτερον, υπάρχει η κατάρρευση επιχειρήσεων και το γεγονός ότι όσες διασώθηκαν έχουν περιορίσει τις επενδύσεις τους. Τρίτον, υπάρχει η συρρίκνωση του χρηματοοικονομικού κλάδου. Με όλα αυτά, δεν είναι ασύνηθες μία σοβαρή τραπεζική κρίση να προκαλεί μία μόνιμη μείωση στο ΑΕΠ της τάξης των πέντε ποσοστιαίων μονάδων, ή και περισσότερο.
Μία τέτοια μείωση ενδεχομένως να έχει περιορισμένες επιπτώσεις σε μία γοργά αναπτυσσόμενη οικονομία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η πτώση αντιστοιχεί σε απώλεια μόνο μερικών μηνών. Αλλά για τις ώριμες οικονομίες, πέντε μονάδες αντιστοιχούν σε οπισθοχώρηση δύο ή τριών ετών, με μείωση των φορολογικών εσόδων, τρύπα στον προϋπολογισμό, αναπόφευκτα μέτρα λιτότητας, διαμάχη σχετικά με το ποιος θα επωμισθεί το μεγαλύτερο βάρος, και βέβαια, στον κίνδυνο του φαύλου κύκλου του στασιμοπληθωρισμού. Ο αυριανός κίνδυνος για την Ευρώπη είναι να υποστεί ασφυξία, υπό το βάρος των υπολειμμάτων της κρίσης.
Φυσικά δεν βρίσκονται όλοι στην ίδια θέση. Με δεδομένο το μέγεθος και την κατάσταση του χρηματοοικονομικού κλάδου στη Βρετανία, το πρόβλημα εκεί είναι μεγαλύτερο από τη Γαλλία, όπου η ύφεση υπήρξε μικρότερη και λιγότερο βάναυση. Ισως να είναι ιδιαίτερα σκληρό στην Ισπανία, όπου η ανάπτυξη βασίσθηκε στη μετανάστευση και την αγορά ακινήτων. Αλλά οι αντιδράσεις ποικίλλουν. Οι Ευρωπαίοι θυμούνται έντονα τα λάθη του παρελθόντος. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, κάθε σοκ έχει οδηγήσει σε επιδείνωση των προοπτικών της ανάπτυξης, χωρίς σε γενικές γραμμές αυτό να έχει προβλεφθεί από την οικονομική πολιτική. Αυτή τη φορά, οι Ευρωπαίοι ορκίζονται ότι δεν θα πιαστούν πάλι στον ύπνο και αρχίζουν να ετοιμάζονται για τις δύσκολες εποχές. Οι Αμερικανοί, που δεν έχουν ζήσει ποτέ αντίστοιχο τραύμα, έχουν αντίθετη προσέγγιση. Δεν πιστεύουν ότι θα υπάρξει μόνιμη αύξηση της ανεργίας και θεωρούν ότι η ανάκαμψη θα οδηγήσει την οικονομία στην ίδια πορεία ανάπτυξης με πριν. Συνεπώς, δεν ετοιμάζονται να ξοδέψουν τόσο πολύ.
Ποιος έχει δίκιο; Ο κίνδυνος για τις ΗΠΑ είναι να υποτιμήσουν το μέγεθος του προβλήματος και για την Ευρώπη να παγιδευθεί σε μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Καμία από τις δύο στάσεις δεν είναι χρήσιμη. Για μία φορά, οι ΗΠΑ θα πρέπει να διδαχθούν από τη διεθνή εμπειρία. Οσο για την Ευρώπη, αντί να παραδέρνει στην αυτολύπηση, θα πρέπει να αξιοποιήσει την απαισιοδοξία ως μοχλό δράσης:
Είτε πρόκειται για την αγορά εργασίας, είτε για την εκπαίδευση, την αποτελεσματικότητα των δημοσίων δαπανών ή την ανοικοδόμηση του χρηματοοικονομικού συστήματος, εάν θέλει να ενισχύσει τις προοπτικές ανάπτυξης των οικονομιών της, δεν έχει παρά να επιλέξει μεταξύ πολλών μεταρρυθμίσεων.
* Ο κ. Jean Pisany Ferry είναι διευθυντής του ινστιτούτου Bruegel
No comments:
Post a Comment