Το κίνημα των διαδηλώσεων που ξεκίνησε στην Τυνησία τον Ιανουάριο και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Αίγυπτο και στην Ισπανία έχει καταστεί πλέον παγκόσμιο - οι διαδηλώσεις συνταράσσουν τη Wall Street και άλλες μεγάλες πόλεις της Αμερικής. Η παγκοσμιοποίηση και οι σύγχρονες τεχνολογίες δίνουν τη δυνατότητα στα κοινωνικά κινήματα να υπερβαίνουν τα σύνορα με την ίδια ταχύτητα που τα υπερβαίνουν και οι ιδέες.
Και η κοινωνική διαμαρτυρία βρήκε παντού πρόσφορο έδαφος: σε ένα αίσθημα ότι το σύστημα έχει αποτύχει και στην πεποίθηση ότι ακόμα και σε μια δημοκρατία η εκλογική διαδικασία δεν θα διορθώσει την κατάσταση - τουλάχιστον όχι χωρίς ισχυρή πίεση από τις φωνές στους δρόμους.
Τον Μάιο, έζησα από κοντά τις διαμαρτυρίες στην Τυνησία. Τον Ιούλιο, μίλησα με τους indignados της Ισπανίας. Από εκεί μετακινήθηκα στην Αίγυπτο, όπου συναντήθηκα με τους νεαρούς επαναστάτες στην πλατεία Ταχρίρ του Καΐρου. Και πριν από λίγες εβδομάδες συζήτησα με τους διαδηλωτές του κινήματος "Καταλάβετε τη Wall Street" στη Νέα Υόρκη. Παντού υπάρχει ένα κοινό αίτημα, το οποίο συνοψίζεται από το κίνημα της Wall Street σε μία απλή φράση: "Είμαστε το 99%".
To σλόγκαν αυτό απηχεί τον τίτλο ενός άρθρου που δημοσίευσα πρόσφατα "Από το 1%, για το 1%, στο 1%", περιγράφοντας την εντυπωσιακή αύξηση στην ανισότητα στις ΗΠΑ: Το 1% του πληθυσμού ελέγχει περισσότερο από το 40% του πλούτου και λαμβάνει πάνω από 20% του εισοδήματος. Και αυτοί που βρίσκονται σε αυτό το απλησίαστο επίπεδο επιβραβεύονται τις περισσότερες φορές τόσο πλουσιοπάροχα όχι γιατί έχουν προσφέρει περισσότερο στην κοινωνία -τα μπόνους και τα πακέτα διάσωσης των τραπεζών δεν επιτρέπουν πλέον μια τέτοια αιτιολόγηση της ανισότητας-, αλλά γιατί είναι, για να το θέσω ωμά, επιτυχημένοι (και κάποιες φορές διεφθαρμένοι) αναζητητές δανείων.
Και η κοινωνική διαμαρτυρία βρήκε παντού πρόσφορο έδαφος: σε ένα αίσθημα ότι το σύστημα έχει αποτύχει και στην πεποίθηση ότι ακόμα και σε μια δημοκρατία η εκλογική διαδικασία δεν θα διορθώσει την κατάσταση - τουλάχιστον όχι χωρίς ισχυρή πίεση από τις φωνές στους δρόμους.
Τον Μάιο, έζησα από κοντά τις διαμαρτυρίες στην Τυνησία. Τον Ιούλιο, μίλησα με τους indignados της Ισπανίας. Από εκεί μετακινήθηκα στην Αίγυπτο, όπου συναντήθηκα με τους νεαρούς επαναστάτες στην πλατεία Ταχρίρ του Καΐρου. Και πριν από λίγες εβδομάδες συζήτησα με τους διαδηλωτές του κινήματος "Καταλάβετε τη Wall Street" στη Νέα Υόρκη. Παντού υπάρχει ένα κοινό αίτημα, το οποίο συνοψίζεται από το κίνημα της Wall Street σε μία απλή φράση: "Είμαστε το 99%".
To σλόγκαν αυτό απηχεί τον τίτλο ενός άρθρου που δημοσίευσα πρόσφατα "Από το 1%, για το 1%, στο 1%", περιγράφοντας την εντυπωσιακή αύξηση στην ανισότητα στις ΗΠΑ: Το 1% του πληθυσμού ελέγχει περισσότερο από το 40% του πλούτου και λαμβάνει πάνω από 20% του εισοδήματος. Και αυτοί που βρίσκονται σε αυτό το απλησίαστο επίπεδο επιβραβεύονται τις περισσότερες φορές τόσο πλουσιοπάροχα όχι γιατί έχουν προσφέρει περισσότερο στην κοινωνία -τα μπόνους και τα πακέτα διάσωσης των τραπεζών δεν επιτρέπουν πλέον μια τέτοια αιτιολόγηση της ανισότητας-, αλλά γιατί είναι, για να το θέσω ωμά, επιτυχημένοι (και κάποιες φορές διεφθαρμένοι) αναζητητές δανείων.
Αναμφίβολα, ορισμένοι από αυτό το 1% έχουν προσφέρει πολλά. Πράγματι, τα κοινωνικά οφέλη από πολλές πραγματικές καινοτομίες (σε αντίθεση με τα νέα χρηματοοικονομικά προϊόντα, τα οποία οδήγησαν στον όλεθρο την παγκόσμια οικονομία) υπερβαίνουν συνήθως κατά πολύ όσα παίρνουν ως αντάλλαγμα οι εμπνευστές τους.
Ωστόσο, η πολιτική επιρροή και οι μονοπωλιακές πρακτικές έχουν οδηγήσει παντού στην αύξηση της οικονομικής ανισότητας. Και η τάση αυτή ενισχύεται από φορολογικά συστήματα, όπου δισεκατομμυριούχοι όπως ο Γουόρεν Μπάφετ πληρώνουν λιγότερους φόρους (ως ποσοστό του εισοδήματός τους) από τη γραμματέα τους ή όπου οι κερδοσκόποι, οι οποίοι βοήθησαν στην κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας, φορολογούνται με μικρότερους συντελεστές από αυτούς που δουλεύουν για το εισόδημά τους.
Η έρευνα τα τελευταία χρόνια έχει δείξει πόσο σημαντική και βαθιά εδραιωμένη είναι η ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι διαδηλωτές της Ισπανίας και αυτοί στις υπόλοιπες χώρες δικαιούνται να είναι αγανακτισμένοι: ζούμε σε ένα σύστημα στο οποίο διασώθηκαν οι τραπεζίτες, ενώ αυτοί τους οποίους κατασπάραξαν αφέθηκαν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους.
Ακόμα χειρότερα, οι τραπεζίτες έχουν επιστρέψει πλέον στα γραφεία τους, κερδίζοντας μπόνους τα οποία είναι πολύ μεγαλύτερα από όσα ελπίζει να βγάλει σε μια ζωή το μεγαλύτερο μέρος των εργατών, ενώ οι νέοι άνθρωποι που διάβασαν σκληρά και έπαιξαν σύμφωνα με τους κανόνες δεν έχουν προοπτικές για εποικοδομητική εργασία.
Η αύξηση των ανισοτήτων είναι το αποτέλεσμα ενός φαύλου κύκλου: Οι πλούσιοι αναζητητές δανείων χρησιμοποιούν τον πλούτο τους για να διαμορφώσουν τους νόμους έτσι ώστε να προστατέψουν και να αυξήσουν τον πλούτο τους και την επιρροή τους. Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, στην περιβόητη απόφαση "Citizens United", έδωσε στις εταιρίες την ελευθερία να χρησιμοποιούν τα χρήματά τους για να επηρεάζουν τις πολιτικές εξελίξεις. Όμως, ενώ οι πλούσιοι μπορούν να χρησιμοποιούν τα χρήματά τους για να ενισχύουν την επιρροή τους, η αστυνομία δεν μου επέτρεψε να απευθυνθώ με μεγάφωνο στους διαδηλωτές της Wall Street.
Η αντίθεση μεταξύ της υπερρυθμισμένης δημοκρατίας και των αχαλίνωτων τραπεζιτών δεν πέρασε απαρατήρητη. Αλλά οι διαδηλωτές είναι αρκετά επινοητικοί: Αντηχούσαν όσα έλεγα μέσα από το πλήθος, έτσι ώστε όλοι να μπορούν να ακούσουν. Και για να μη διακόψουν τον... διάλογο με χειροκροτήματα έκαναν διάφορες χειρονομίες για να δηλώσουν τη συμφωνία τους.
Έχουν δίκιο ότι κάτι δεν πάει καλά στο σύστημά μας. Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν ανενεργές παραγωγικές δυνάμεις -άνθρωποι που θέλουν να δουλέψουν, μηχανές που παραμένουν αδρανείς, κτίρια που είναι άδεια- και τεράστιες ανεκπλήρωτες ανάγκες: η καταπολέμηση της φτώχειας, η προώθηση της ανάπτυξης, η ανασύνταξη της οικονομίας για το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Στις ΗΠΑ, έπειτα από εφτά εκατομμύρια κατασχέσεις κατοικιών, βλέπουμε σπίτια σε εγκατάλειψη και ορδές αστέγων.
Οι διαδηλωτές έχουν επικριθεί γιατί δεν έχουν πολιτική ατζέντα. Αλλά η κριτική αυτή δεν αντιλαμβάνεται το πραγματικό νόημα των διαδηλώσεων. Αποτελούν μια έκφραση της αγανάκτησης με την εκλογική διαδικασία. Είναι ένας συναγερμός.
Οι διαδηλώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης στο Σιάτλ το 1999, όπου υποτίθεται ότι θα εγκαινιαζόταν ένας νέος κύκλος εμπορικών συζητήσεων, στρέφονταν ενάντια στις αποτυχίες της παγκοσμιοποίησης και των διεθνών θεσμών και συμφωνιών που την καθορίζουν. Ο Τύπος κάλυψε τα γεγονότα, δικαιολογώντας εν μέρει τους διαδηλωτές. Οι σύνοδοι που ακολούθησαν ήταν διαφορετικές -τουλάχιστον επί της αρχής, υποτίθεται ότι αποτελούσαν έναν γύρο ανάπτυξης, ώστε να αποκατασταθούν ορισμένες από τις αδικίες που είχαν στηλιτεύσει οι διαδηλωτές- και στη συνέχεια το ΔΝΤ προέβη σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις.
Τη δεκαετία του 1960, οι διαδηλωτές του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα επέκριναν τον κυρίαρχο θεσμοποιημένο ρατσισμό της αμερικανικής κοινωνίας. Η κληρονομιά αυτή δεν έχει ακόμα ξεπεραστεί, όμως η εκλογή του Προέδρου Μπαράκ Ομπάμα καταδεικνύει πόσο μπροστά οδήγησαν οι διαδηλωτές εκείνοι τις ΗΠΑ.
Από μια άποψη, οι σημερινοί διαδηλωτές ζητούν πολύ λίγα: μία ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν τις ικανότητές τους, το δικαίωμα να έχουν μια δουλειά με αξιοπρεπή μισθό και μια δίκαιη κοινωνία και οικονομία. Η ελπίδα τους είναι εξελικτική και όχι επαναστατική. Όμως, από κάποια άλλη άποψη, ζητούν πάρα πολλά: μια Δημοκρατία όπου θα έχουν τον λόγο οι πολίτες και όχι τα δολάρια και μια οικονομία της αγοράς που θα προσφέρει όσα υποτίθεται ότι πρέπει να προσφέρει.
Τα δύο αυτά συνδέονται μεταξύ τους. Όπως έχουμε δει, οι απορρυθμισμένες αγορές οδηγούν σε οικονομικές και πολιτικές κρίσεις. Οι αγορές λειτουργούν με τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να λειτουργούν όταν πλαισιώνονται από τις κατάλληλες κυβερνητικές ρυθμίσεις. Και το πλαίσιο αυτό μπορεί να αναδυθεί μόνο σε μια Δημοκρατία που αντανακλά το γενικό καλό - και όχι μόνο το καλό του 1%.
Η καλύτερη κυβέρνηση όπου τα χρήματα μπορούν να αγοράσουν δεν είναι πια αρκετά καλή.
Ωστόσο, η πολιτική επιρροή και οι μονοπωλιακές πρακτικές έχουν οδηγήσει παντού στην αύξηση της οικονομικής ανισότητας. Και η τάση αυτή ενισχύεται από φορολογικά συστήματα, όπου δισεκατομμυριούχοι όπως ο Γουόρεν Μπάφετ πληρώνουν λιγότερους φόρους (ως ποσοστό του εισοδήματός τους) από τη γραμματέα τους ή όπου οι κερδοσκόποι, οι οποίοι βοήθησαν στην κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας, φορολογούνται με μικρότερους συντελεστές από αυτούς που δουλεύουν για το εισόδημά τους.
Η έρευνα τα τελευταία χρόνια έχει δείξει πόσο σημαντική και βαθιά εδραιωμένη είναι η ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι διαδηλωτές της Ισπανίας και αυτοί στις υπόλοιπες χώρες δικαιούνται να είναι αγανακτισμένοι: ζούμε σε ένα σύστημα στο οποίο διασώθηκαν οι τραπεζίτες, ενώ αυτοί τους οποίους κατασπάραξαν αφέθηκαν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους.
Ακόμα χειρότερα, οι τραπεζίτες έχουν επιστρέψει πλέον στα γραφεία τους, κερδίζοντας μπόνους τα οποία είναι πολύ μεγαλύτερα από όσα ελπίζει να βγάλει σε μια ζωή το μεγαλύτερο μέρος των εργατών, ενώ οι νέοι άνθρωποι που διάβασαν σκληρά και έπαιξαν σύμφωνα με τους κανόνες δεν έχουν προοπτικές για εποικοδομητική εργασία.
Η αύξηση των ανισοτήτων είναι το αποτέλεσμα ενός φαύλου κύκλου: Οι πλούσιοι αναζητητές δανείων χρησιμοποιούν τον πλούτο τους για να διαμορφώσουν τους νόμους έτσι ώστε να προστατέψουν και να αυξήσουν τον πλούτο τους και την επιρροή τους. Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, στην περιβόητη απόφαση "Citizens United", έδωσε στις εταιρίες την ελευθερία να χρησιμοποιούν τα χρήματά τους για να επηρεάζουν τις πολιτικές εξελίξεις. Όμως, ενώ οι πλούσιοι μπορούν να χρησιμοποιούν τα χρήματά τους για να ενισχύουν την επιρροή τους, η αστυνομία δεν μου επέτρεψε να απευθυνθώ με μεγάφωνο στους διαδηλωτές της Wall Street.
Η αντίθεση μεταξύ της υπερρυθμισμένης δημοκρατίας και των αχαλίνωτων τραπεζιτών δεν πέρασε απαρατήρητη. Αλλά οι διαδηλωτές είναι αρκετά επινοητικοί: Αντηχούσαν όσα έλεγα μέσα από το πλήθος, έτσι ώστε όλοι να μπορούν να ακούσουν. Και για να μη διακόψουν τον... διάλογο με χειροκροτήματα έκαναν διάφορες χειρονομίες για να δηλώσουν τη συμφωνία τους.
Έχουν δίκιο ότι κάτι δεν πάει καλά στο σύστημά μας. Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν ανενεργές παραγωγικές δυνάμεις -άνθρωποι που θέλουν να δουλέψουν, μηχανές που παραμένουν αδρανείς, κτίρια που είναι άδεια- και τεράστιες ανεκπλήρωτες ανάγκες: η καταπολέμηση της φτώχειας, η προώθηση της ανάπτυξης, η ανασύνταξη της οικονομίας για το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Στις ΗΠΑ, έπειτα από εφτά εκατομμύρια κατασχέσεις κατοικιών, βλέπουμε σπίτια σε εγκατάλειψη και ορδές αστέγων.
Οι διαδηλωτές έχουν επικριθεί γιατί δεν έχουν πολιτική ατζέντα. Αλλά η κριτική αυτή δεν αντιλαμβάνεται το πραγματικό νόημα των διαδηλώσεων. Αποτελούν μια έκφραση της αγανάκτησης με την εκλογική διαδικασία. Είναι ένας συναγερμός.
Οι διαδηλώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης στο Σιάτλ το 1999, όπου υποτίθεται ότι θα εγκαινιαζόταν ένας νέος κύκλος εμπορικών συζητήσεων, στρέφονταν ενάντια στις αποτυχίες της παγκοσμιοποίησης και των διεθνών θεσμών και συμφωνιών που την καθορίζουν. Ο Τύπος κάλυψε τα γεγονότα, δικαιολογώντας εν μέρει τους διαδηλωτές. Οι σύνοδοι που ακολούθησαν ήταν διαφορετικές -τουλάχιστον επί της αρχής, υποτίθεται ότι αποτελούσαν έναν γύρο ανάπτυξης, ώστε να αποκατασταθούν ορισμένες από τις αδικίες που είχαν στηλιτεύσει οι διαδηλωτές- και στη συνέχεια το ΔΝΤ προέβη σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις.
Τη δεκαετία του 1960, οι διαδηλωτές του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα επέκριναν τον κυρίαρχο θεσμοποιημένο ρατσισμό της αμερικανικής κοινωνίας. Η κληρονομιά αυτή δεν έχει ακόμα ξεπεραστεί, όμως η εκλογή του Προέδρου Μπαράκ Ομπάμα καταδεικνύει πόσο μπροστά οδήγησαν οι διαδηλωτές εκείνοι τις ΗΠΑ.
Από μια άποψη, οι σημερινοί διαδηλωτές ζητούν πολύ λίγα: μία ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν τις ικανότητές τους, το δικαίωμα να έχουν μια δουλειά με αξιοπρεπή μισθό και μια δίκαιη κοινωνία και οικονομία. Η ελπίδα τους είναι εξελικτική και όχι επαναστατική. Όμως, από κάποια άλλη άποψη, ζητούν πάρα πολλά: μια Δημοκρατία όπου θα έχουν τον λόγο οι πολίτες και όχι τα δολάρια και μια οικονομία της αγοράς που θα προσφέρει όσα υποτίθεται ότι πρέπει να προσφέρει.
Τα δύο αυτά συνδέονται μεταξύ τους. Όπως έχουμε δει, οι απορρυθμισμένες αγορές οδηγούν σε οικονομικές και πολιτικές κρίσεις. Οι αγορές λειτουργούν με τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να λειτουργούν όταν πλαισιώνονται από τις κατάλληλες κυβερνητικές ρυθμίσεις. Και το πλαίσιο αυτό μπορεί να αναδυθεί μόνο σε μια Δημοκρατία που αντανακλά το γενικό καλό - και όχι μόνο το καλό του 1%.
Η καλύτερη κυβέρνηση όπου τα χρήματα μπορούν να αγοράσουν δεν είναι πια αρκετά καλή.
http://www.euro2day.gr/specials/opinions/132/articles/665512/Article.aspx
____________________________________
καλός
No comments:
Post a Comment