Reuters
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες κατέχουν πολλά ευρωπαϊκά κρατικά ομόλογα. Η αξία του χρέους των ευρωπαϊκών κρατών ακολουθεί πτωτική πορεία. Ως εκ τούτου, η φερεγγυότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών βρίσκεται στο κόκκινο. Εχει αυξηθεί, κατά συνέπεια, και ο πιστωτικός κίνδυνος, οδηγώντας σε άνοδο τα spread των δικών τους ομολόγων. Ολοι έχουν γνώση πλέον αυτής της πτυχής της πραγματικότητας. Αλλά, δεν είναι μόνον αυτή η ουσία.
Η Ευρώπη, αυτήν τη στιγμή, διανύει μια βαθιά κρίση ρευστότητας. Οι τράπεζες δεν δανείζουν η μία στην άλλη, αναγκάζοντας την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να συμπληρώσει τα κενά. Το πρόβλημα επικεντρώνεται στη δομή του νομισματικού συστήματος στην Ευρωζώνη. Αποστολή της ΕΚΤ είναι να διαφυλάξει τη σταθερότητα των τιμών στα 17 κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Η ευρωστία των τραπεζών παρακολουθείται από τις κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών, οι οποίες, όμως, δεν μπορούν να τυπώσουν νέο χρήμα. Δικαίωμα έχει μόνον η ΕΚΤ. Οπότε, όταν ξεσπά μια κρίση ρευστότητας, κανείς δεν θα μπορεί να παρέμβει για να δώσει τη λύση.
Κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-09, οι μετοχές των αμερικανικών τραπεζών συνέχισαν να υποχωρούν παρά τη δημιουργία του ταμείου διάσωσης των 700 δισ. δολαρίων. Η πτώση του μαχαιριού αναχαιτίστηκε με την πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed). Μόλις η Fed άρχισε να διοχετεύει δισ. δολάρια στη στήριξη της ρευστότητας του διατραπεζικού συστήματος, η λειτουργία των τραπεζών σταθεροποιήθηκε.
Δεν έχει προσδιοριστεί ποτέ κανένα συγκεκριμένο ποσό κεφαλαίων για να καλυφθεί ένα κενό ρευστότητας. Οπως επισημαίνεται σε έκθεση της Exane BNP Paribas, ο τραπεζικός κόσμος διστάζει να δανείσει όχι επειδή φοβάται τη φερεγγυότητα παικτών του κλάδου. Απεύχεται το ξέσπασμα μιας κρίσης ρευστότητας στο σύστημα. «Είναι λογικό να μη δανείζεις σε μια τράπεζα που μπορεί να κινδυνεύσει από έλλειψη ρευστότητας.
Σε εποχές ομαλότητας, οι τράπεζες πρέπει να δανείζουν συνεχώς η μια την άλλη. Στη διατραπεζική αγορά overnight κάθε χώρας, το ποσό των πιστώσεων που κινούνται κάθε ημέρα υπερβαίνει τα συνολικά κεφάλαια ολόκληρου του συστήματος.
Η κατάσταση της ρευστότητας στο διατραπεζικό σύστημα θυμίζει τις αγορές κρατικού χρέους. Οπως προκύπτει το χρέος της Ιταλίας δεν είναι τόσο υψηλό, βάσει ιστορικών κριτηρίων. Το πρόβλημα είναι ότι η εκάστοτε κυβέρνηση πρέπει να προχωρεί σε μετακύλιση χρέους ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Mετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι δυτικές κυβερνήσεις αύξησαν το ποσοστό του βραχυπρόθεσμου χρέους σε σχέση με το συνολικό. Στη Γαλλία, το 20% από το 86% του χρέους ως προς το ΑΕΠ πρέπει να αναχρηματοδοτείται, ετησίως. Στο Βέλγιο, στην Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία, το ποσοστό του χρέους που θα πρέπει να αναχρηματοδοτείτα σε ετήσια βάση κυμαίνεται στο 20% με 25%. Στις ΗΠΑ, το ποσοστό αυτό φθάνει το 30%.
Κατά παράδοση, οι επενδυτές εκλαμβάνουν τις αγορές κρατικών ομολόγων ως επενδύσεις άνευ κινδύνου, όπως συμβαίνει με τους τραπεζικούς τίτλους. Ανά πάσα ώρα και στιγμή, όμως, μια υποψία ότι δεν θα υπάρχει η απαραίτητη ρευστότητα για να είναι συνεπής κάποια πλευρά με τις υποχρεώσεις της μπορεί να πυροδοτήσει αλυσίδα αντιδράσεων. Σε αυτήν την παγίδα έπεσε η Ιταλία. Η ΕΚΤ είναι, σήμερα, αντιμέτωπη με μια διπλή κρίση ρευστότητας κρατικού χρέους και τραπεζών. Και δεν υπάρχει το κατάλληλο καταστατικό για να αντιμετωπίσει έστω μία από τις δύο. Κάποιος στην Ευρώπη πρέπει να επινοήσει ένα σχέδιο για την άμεση καταπολέμηση αυτής της κρίσης. Εάν η κατάσταση επιδεινωθεί περαιτέρω, τότε μπορεί να είναι πολύ αργά.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyagor_1_15/11/2011_462805
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες κατέχουν πολλά ευρωπαϊκά κρατικά ομόλογα. Η αξία του χρέους των ευρωπαϊκών κρατών ακολουθεί πτωτική πορεία. Ως εκ τούτου, η φερεγγυότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών βρίσκεται στο κόκκινο. Εχει αυξηθεί, κατά συνέπεια, και ο πιστωτικός κίνδυνος, οδηγώντας σε άνοδο τα spread των δικών τους ομολόγων. Ολοι έχουν γνώση πλέον αυτής της πτυχής της πραγματικότητας. Αλλά, δεν είναι μόνον αυτή η ουσία.
Η Ευρώπη, αυτήν τη στιγμή, διανύει μια βαθιά κρίση ρευστότητας. Οι τράπεζες δεν δανείζουν η μία στην άλλη, αναγκάζοντας την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να συμπληρώσει τα κενά. Το πρόβλημα επικεντρώνεται στη δομή του νομισματικού συστήματος στην Ευρωζώνη. Αποστολή της ΕΚΤ είναι να διαφυλάξει τη σταθερότητα των τιμών στα 17 κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Η ευρωστία των τραπεζών παρακολουθείται από τις κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών, οι οποίες, όμως, δεν μπορούν να τυπώσουν νέο χρήμα. Δικαίωμα έχει μόνον η ΕΚΤ. Οπότε, όταν ξεσπά μια κρίση ρευστότητας, κανείς δεν θα μπορεί να παρέμβει για να δώσει τη λύση.
Κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-09, οι μετοχές των αμερικανικών τραπεζών συνέχισαν να υποχωρούν παρά τη δημιουργία του ταμείου διάσωσης των 700 δισ. δολαρίων. Η πτώση του μαχαιριού αναχαιτίστηκε με την πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed). Μόλις η Fed άρχισε να διοχετεύει δισ. δολάρια στη στήριξη της ρευστότητας του διατραπεζικού συστήματος, η λειτουργία των τραπεζών σταθεροποιήθηκε.
Δεν έχει προσδιοριστεί ποτέ κανένα συγκεκριμένο ποσό κεφαλαίων για να καλυφθεί ένα κενό ρευστότητας. Οπως επισημαίνεται σε έκθεση της Exane BNP Paribas, ο τραπεζικός κόσμος διστάζει να δανείσει όχι επειδή φοβάται τη φερεγγυότητα παικτών του κλάδου. Απεύχεται το ξέσπασμα μιας κρίσης ρευστότητας στο σύστημα. «Είναι λογικό να μη δανείζεις σε μια τράπεζα που μπορεί να κινδυνεύσει από έλλειψη ρευστότητας.
Σε εποχές ομαλότητας, οι τράπεζες πρέπει να δανείζουν συνεχώς η μια την άλλη. Στη διατραπεζική αγορά overnight κάθε χώρας, το ποσό των πιστώσεων που κινούνται κάθε ημέρα υπερβαίνει τα συνολικά κεφάλαια ολόκληρου του συστήματος.
Η κατάσταση της ρευστότητας στο διατραπεζικό σύστημα θυμίζει τις αγορές κρατικού χρέους. Οπως προκύπτει το χρέος της Ιταλίας δεν είναι τόσο υψηλό, βάσει ιστορικών κριτηρίων. Το πρόβλημα είναι ότι η εκάστοτε κυβέρνηση πρέπει να προχωρεί σε μετακύλιση χρέους ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Mετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι δυτικές κυβερνήσεις αύξησαν το ποσοστό του βραχυπρόθεσμου χρέους σε σχέση με το συνολικό. Στη Γαλλία, το 20% από το 86% του χρέους ως προς το ΑΕΠ πρέπει να αναχρηματοδοτείται, ετησίως. Στο Βέλγιο, στην Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία, το ποσοστό του χρέους που θα πρέπει να αναχρηματοδοτείτα σε ετήσια βάση κυμαίνεται στο 20% με 25%. Στις ΗΠΑ, το ποσοστό αυτό φθάνει το 30%.
Κατά παράδοση, οι επενδυτές εκλαμβάνουν τις αγορές κρατικών ομολόγων ως επενδύσεις άνευ κινδύνου, όπως συμβαίνει με τους τραπεζικούς τίτλους. Ανά πάσα ώρα και στιγμή, όμως, μια υποψία ότι δεν θα υπάρχει η απαραίτητη ρευστότητα για να είναι συνεπής κάποια πλευρά με τις υποχρεώσεις της μπορεί να πυροδοτήσει αλυσίδα αντιδράσεων. Σε αυτήν την παγίδα έπεσε η Ιταλία. Η ΕΚΤ είναι, σήμερα, αντιμέτωπη με μια διπλή κρίση ρευστότητας κρατικού χρέους και τραπεζών. Και δεν υπάρχει το κατάλληλο καταστατικό για να αντιμετωπίσει έστω μία από τις δύο. Κάποιος στην Ευρώπη πρέπει να επινοήσει ένα σχέδιο για την άμεση καταπολέμηση αυτής της κρίσης. Εάν η κατάσταση επιδεινωθεί περαιτέρω, τότε μπορεί να είναι πολύ αργά.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyagor_1_15/11/2011_462805
No comments:
Post a Comment