22.3.10

Η δεκαετία του '30

Ο Μαύρος Οκτώβρης του κραχ

Το 1929 έσκασε η φούσκα της Γουόλ Στριτ που σήμανε τη Μεγάλη Υφεση για την παγκόσμια οικονομία

Η «Μαύρη Πέμπτη» στις 24 Οκτωβρίου 1929 ήταν η αρχή του τέλους - του τέλους της ραγδαίας ανάπτυξης που τη δεκαετία του '20 είχε παρασύρει τις ΗΠΑ σε μια πορεία ξέφρενης κερδοσκοπίας στο χρηματιστήριο. Πάνω από 12 εκατομμύρια μετοχές άλλαξαν χέρια εκείνη την ημέρα, το τριπλάσιο του συνηθισμένου. Η κατάσταση σταθεροποιήθηκε χαμηλά όταν ο πρόεδρος του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, που τύχαινε και χρηματιστής της J. P. Morgan, αγόρασε 10.000 μετοχές Αμερικανικού Χάλυβα. Η Γουόλ Στριτ δεν κατέρρευσε εκείνη την Πέμπτη, αλλά πανικοβλήθηκε την επόμενη εβδομάδα - τη «Μαύρη Δευτέρα» και τη «Μαύρη Τρίτη», ημέρα του χρηματιστηριακού κραχ. Ακόμη και σήμερα συνεχίζεται η συζήτηση σχετικά με το εάν το κραχ ήταν αιτία ή σύμπτωμα της οικονομικής κρίσης. Γεγονός παραμένει ότι οι ΗΠΑ βυθίστηκαν στη Μεγάλη Υφεση, στη διάρκεια της οποίας δημιουργήθηκε το Νιου Ντιλ, βγαίνοντας οριστικά από αυτήν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μάλιστα, η κρίση, η οποία από αμερικανική σύντομα έγινε παγκόσμια, ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν τον Χίτλερ στην εξουσία και αποσταθεροποίησαν το διεθνές σύστημα γενικότερα. Από τον κυκλώνα δεν γλίτωσε και η Ελλάδα, η οποία, ωστόσο, δεν επλήγη όσο τα βιομηχανικά κράτη. Στη χώρα μας η κρίση είχε αρχίσει το 1920. Δυστυχώς, οι προσπάθειές της να ορθοποδήσει ανατράπηκαν με τον πόλεμο.


Το τέλος της ευφορίας για τον υπερδανειστή
της Ευρώπης

Του Σταυρου Β. Θωμαδακη*

Η κρίση του 1929 θεωρείται αφετηρία της μεγαλύτερης ύφεσης που είχε ποτέ υποστεί ο διεθνής καπιταλισμός. Ηταν όμως ταυτοχρόνως η κορωνίδα των εξελίξεων της πολύ πυκνής δεκαετίας του 1920, κατά την οποία ο κόσμος αναζητούσε νέες ισορροπίες και πρότυπα για το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα μετά τον πόλεμο. Θα έλεγα ότι η μεγάλη κρίση προετοιμάσθηκε ακριβώς επειδή μέχρι το 1929 ο κόσμος δεν είχε βρει τη ζητούμενη νέα ισορροπία. Η κρίση του 1929 ήταν μία κρίση απο-διεθνοποίησης ή επαν-εθνικοποίησης οικονομικών και κοινωνικών διαδικασιών. Αυτό άλλωστε σήμαιναν οι κορυφαίες επιπτώσεις της κρίσης εκείνης: η οριστική κατάργηση του «κανόνα του χρυσού», η κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου και η τεράστια αύξηση της ανεργίας την οποία η κάθε χώρα αντιμετώπιζε με εθνική πολιτική και με ακύρωση της εισόδου μεταναστών.

Ο πρώτος πόλεμος είχε οδηγήσει σε μεγάλες ανακατατάξεις τις κεντρικές οικονομίες του διεθνούς συστήματος. Τα ευρωπαϊκά κράτη είχαν υποστεί τεράστιες ανθρώπινες και υλικές απώλειες. Είχαν αναλάβει πελώρια δημόσια χρέη και βγήκαν από τον πόλεμο με νομισματική αστάθεια και πληθωριστικές πιέσεις. Η Γερμανία είχε υποχρεωθεί να αναλάβει ανυπόφορα βάρη για αποζημιώσεις έναντι των νικητών και το 1923 περιέπεσε σε έναν υπερπληθωρισμό ιστορικών διαστάσεων που σφράγισε τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα (άνοδος του ναζισμού), αλλά αποτυπώθηκε και στις συλλογικές μνήμες των Γερμανών. Η Σοβιετική Ρωσία είχε οριστικά αποσπασθεί από το διεθνές σύστημα μετά την επανάσταση του 1917 και έθετε σε εφαρμογή έναν αυταρχικό και αυτάρκη οικονομικό σχεδιασμό. Η αποδυνάμωση της Γερμανίας και η απόσπαση της Ρωσίας περιόρισαν την παγκόσμια ζήτηση και δημιούργησαν υφεσιακή προδιάθεση στη μεταπολεμική οικονομία.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αναδειχθεί σε υπερδύναμη. Είχαν συγκεντρώσει μεγάλα αποθέματα χρυσού και ήσαν η κύρια δανείστρια χώρα μεταξύ των νικητριών δυνάμεων. Με μεγάλες εξαγωγές κεφαλαίων συμμετείχαν ενεργά στην ανοικοδόμηση της τραυματισμένης Ευρώπης. Οι κεφαλαιοδοτήσεις ωστόσο συνοδεύονταν από την απαίτηση συμμόρφωσης με τον νέο «κανόνα χρυσού» (gold exchange standard). Η ίδια η Βρετανία, παλαιός στυλοβάτης και εγγυητής του κανόνα, είχε γίνει καθαρός οφειλέτης, εξαρτώμενη από αμερικανικές πιστώσεις. Η ανασυγκρότηση μέσω πιστώσεων έθεσε σε κεντρική θέση τις τράπεζες. Οι πολιτικές ελίτ της Ηπείρου εύκολα ασπάσθηκαν την αναστήλωση του «κανόνα χρυσού» ως λεωφόρου ευημερίας και σταθερότητας. Ωστόσο, ο κανόνας δημιουργούσε υφεσιακή προδιάθεση: οδηγούσε τις ελλειμματικές χώρες σε οικονομική συμπίεση, ενώ επέτρεπε στις πλεονασματικές χώρες να συσσωρεύουν χρυσό χωρίς να προχωρούν σε οικονομική επέκταση.

Ψευδαισθήσεις

Οι μεγάλες αμερικανικές παροχές κεφαλαίου προς την Ευρώπη και τον κόσμο ενίσχυσαν τη δυναμική της αμερικανικής οικονομίας. Οι εξαγωγές άνθησαν, οι επενδύσεις και η καινοτομία στην αμερικανική βιομηχανία και τη γεωργία απογειώθηκαν. Σύντομα ο οικονομικός δυναμισμός που τροφοδοτούσε τα όνειρα για μια νέα οικονομική εποχή του καπιταλισμού, μεταδόθηκε στη χρηματιστηριακή αγορά και έγινε η βάση για ένα πελώριο κύμα ευφορίας. Το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης είδε ένα από τα μεγαλύτερα ανατιμητικά επεισόδια της ιστορίας του στην περίοδο 1924-29. Στην πρωτοπορία της χρηματιστηριακής ευφορίας ήσαν οι εταιρείες «υψηλής τεχνολογίας» της εποχής, τηλεφωνία, ραδιοφωνία, αυτοκίνητο, ηλεκτρικός εξοπλισμός.

Η χρηματιστηριακή ευφορία μετατρέπει το χρηματιστήριο σε ισχυρότατο μαγνήτη ρευστότητας. Η άνοδος των τιμών των μετοχών παγιδεύει τη φαντασία των ανθρώπων στην ψευδαίσθηση ότι οι τιμές πάντα θα ανεβαίνουν. Η χρηματιστηριακή αποτίμηση μετατρέπεται σε αυτό - επαληθευόμενη προφητεία. Η ρευστότητα εξασφαλίζεται κυρίως με δανεισμό. Το ευφορικό χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης λοιπόν, ήδη πριν από το 1929, κυριαρχήθηκε από μεγάλη εισροή δανειακών κεφαλαίων. Η ανατροπή της ευφορίας -το «σκάσιμο της φούσκας»- ήλθε όταν πλέον η ρευστότητα έφθασε στα όριά της. Η δραματική πτώση των τιμών τον «μαύρο» Οκτώβρη του 1929 ήταν το τέλος μιας ευφορίας που οραματιζόταν τη νέα εποχή. Το πλήθος των αυτοκτονιών που σημειώθηκαν με το μεγάλο κραχ της αγοράς αποτελούσε μακάβρια υπενθύμιση για το δράμα του κερδοσκοπικού υπερδανεισμού: η «εξασφάλιση» δανείων με υπερτιμημένες μετοχές κατέρρεε μαζί με τις τιμές.

Κατάρρευση των τιμών και εξάπλωση του πανικού

Γενικότερα, όσο η αναδυόμενη ευφορία είχε γίνει μαγνήτης ρευστότητας, άλλο τόσο η κατάρρευση λειτούργησε ως παγίδα και καταστροφή ρευστότητας. Δάνεια που είχαν παρασχεθεί για αγορά μετοχών δεν μπορούσαν να αποπληρωθούν και οι δανειστές αντιμετώπισαν κρίση ρευστότητας. Η κρίση του χρηματιστηρίου μεταμορφώθηκε σε πιστωτική κρίση.

Η πιστωτική κρίση έγινε ο κεντρικός μηχανισμός μετάδοσης της χρηματιστηριακής κρίσης στην υπόλοιπη οικονομία αλλά και στον κόσμο. Η στενότητα ρευστότητας είχε αρχίσει να εκδηλώνεται στην Ευρώπη ήδη και πριν από το 1929. Η εκτροπή κεφαλαίων -μετοχικών και δανειακών- από όλο τον κόσμο προς το αμερικανικό χρηματιστήριο, ενώ διαρκούσε η ευφορία, είχε ήδη επιδράσει στην ύψωση των επιτοκίων στην Ευρώπη, οφθαλμοφανώς μάλιστα στη Γερμανία, τη Βρετανία, την Αυστρία. Με την πιστωτική κρίση στην Αμερική τα πράγματα χειροτέρευσαν στην Ευρώπη πολύ περισσότερο.

Υπήρξε και δεύτερος μηχανισμός μετάδοσης που έπληξε κυρίως τις περιφερειακές μη εκβιομηχανισμένες οικονομίες. Αυτός ήταν η κατάρρευση των τιμών των εμπορευμάτων (μετάλλων, σιτηρών, δερμάτων, καφέ κ.λπ.), που ακολούθησε κατά πόδας την κατάρρευση των μετοχών και δημιούργησε βαριές ζημιές στις εξαγωγικές οικονομίες της Λατινικής Αμερικής και γενικότερα των αναπτυσσόμενων οικονομιών, αποικιακών ή μη. Η κατάρρευση των τιμών εκδηλώθηκε σαφέστατα στα αμερικανικά χρηματιστήρια εμπορευμάτων όπου η πιστωτική κρίση υποχρέωνε την ταχεία ρευστοποίηση των αποθεμάτων.

Τέλος, λειτούργησε ένας «άυλος» μηχανισμός: η μετάδοση του ψυχολογικού κλίματος. Το σοκ από την κατάρρευση της Νέας Υόρκης έγινε αισθητό παντού. Το κλίμα αισιοδοξίας που προηγουμένως μεταδιδόταν από το αμερικανικό χρηματιστήριο ανατράπηκε. Η κατάρρευση διέχυσε στον κόσμο αρνητικές προσδοκίες και κλίμα απαισιοδοξίας που επηρέαζαν τις τράπεζες, τους επιχειρηματίες και τις επενδύσεις τους. Το φαινόμενο συνόψισε λίγα χρόνια αργότερα ο John Maynard Keynes όταν έγραψε για τα «animal spirits» των επιχειρηματιών και επιδράσεις στη ζήτηση από ανατροπές στο «καθεστώς των προσδοκιών». Επιπλέον, οι μεγάλες επιδόσεις του αυτάρκους σοβιετικού σχεδιασμού την ίδια εποχή δημιουργούσαν ακόμη σκοτεινότερα προαισθήματα για το μέλλον του καπιταλισμού.

Διασπορά της ύφεσης

Οι αρνητικοί κλονισμοί που διαχύθηκαν από τη Νέα Υόρκη στον υπόλοιπο κόσμο το φθινόπωρο του 1929 και την περίοδο 1930-31 επισωρεύθηκαν και συμπλέχθηκαν με τις υφεσιακές προδιαθέσεις που προϋπήρχαν στο ευρωπαϊκό σύστημα μετά τον πόλεμο. Η επίδραση του «κανόνα χρυσού» και του δημοσιονομικού συντηρητισμού διαπέρασε την πολιτική στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη, που δεν αντιστάθμισαν αλλά γενίκευσαν και διέσπειραν την ύφεση. Περικοπές δαπανών και περιστολές ρευστότητας έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στον προσδιορισμό του βάθους της ύφεσης που μετατράπηκε στη «Μεγάλη Υφεση». Επομένως, η επικρατούσα ορθόδοξη πολιτική λειτούργησε ως δευτερογενής μηχανισμός διάχυσης της κρίσης.

Επέκταση της κρίσης σε ολόκληρη την υφήλιο

Η ύφεση δημιούργησε νέο κύμα κλυδωνισμών στις τράπεζες. Οι οικονομικές δυνατότητες των οφειλετών συρρικνώθηκαν και η εμπιστοσύνη των αποταμιευτών κλονίσθηκε. Στις ΗΠΑ μεταξύ 1929 και 1933 η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 50%, οι χρηματιστηριακές τιμές κατά 85%, η ανεργία έφθασε το 25% και το ένα τέταρτο των τραπεζών πτώχευσε. Στην Ευρώπη οι πιέσεις κατά τραπεζών εκδηλώθηκαν ήδη το 1930, αλλά η εμβληματική πτώχευση της εποχής ήταν η αυστριακή Creditanstalt τον Μάιο του 1931. Η πίεση διαδόθηκε σύντομα σε όλη την Ευρώπη και ειδικά στη Γερμανία. Οι πτωχεύσεις γερμανικών τραπεζών συνέβαλαν στην ασφυκτική κοινωνική κατάσταση στη χώρα. Τελικά ο κύκλος των αλληλοσυνδεόμενων πιστωτικών αγορών και τραπεζών στην Ευρώπη έκλεισε με κερδοσκοπικές πιέσεις στη στερλίνα. Τον Σεπτέμβριο του 1931 η στερλίνα διέρρηξε τον κανόνα του χρυσού και υποτιμήθηκε. Η δολαριακή ισοτιμία της στα τέλη του έτους είχε μειωθεί κατά 33%. Η υποτίμηση επέτρεψε όμως στη στερλίνα να διατηρήσει τη θέση της ως αποθεματικό νόμισμα.

Η απο-διεθνοποίηση των οικονομιών ήταν πράγματι το μεγάλο αποτέλεσμα της κρίσης του 1929. Τμήμα αυτής της διαδικασίας δεν ήταν μόνον οι νέες κρατικές πρακτικές. Αναθεωρήθηκε τελικά η οικονομική ορθοδοξία. Ο κεϋνσιανισμός και το New Deal είναι οι πιο γνωστοί άξονες της αναθεώρησης. Σημαντικό όμως στοιχείο ήταν επίσης η ανερχόμενη πεποίθηση ότι το μέλλον της οικονομίας θα στηριζόταν λιγότερο στην «αυθόρμητη δράση» των αγορών και περισσότερο στη συντεταγμένη δράση πολύπλοκων φορέων αποφάσεων (μεγάλων επιχειρήσεων, παραγωγικών συνεργασιών, κέντρων σχεδιασμού και κρατικής παρέμβασης) που θα λειτουργούσαν με ενσυνείδητο συντονισμό. Οι αναθεωρημένες ιδέες επρόκειτο να παίξουν ρυθμιστικό ρόλο στον κόσμο που τελικά αναδύθηκε από τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο.

* Ο κ. Σταύρος Β. Θωμαδάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Του Γιωργου Β. Δερτιλη*

Για την Ελλάδα, η κρίση δεν άρχισε το 1929, αλλά το 1920. Πολύ πριν, ήδη από το 1905, η δραχμή είχε συνέλθει από την «πτώχευση» του 1893 και είχε επανέλθει σε πλήρη ισοτιμία με το χρυσό φράγκο, χάρη στον Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο (ΔΟΕ). Οι εισροές από την ελληνόκτητη ναυτιλία, την ανθούσα διασπορά και τα μεταναστευτικά εμβάσματα, κάλυπταν ως συνήθως τα ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου. Εως το 1920, η οικονομία αναπτυσσόταν παρά τους πολέμους αλλά και λόγω των πολέμων, δυστυχώς. Οι διεθνείς χρηματαγορές και η Εθνική Τράπεζα δάνειζαν αφειδώς το κράτος. Το μεγαλύτερο μέρος των νέων δανείων το απορροφούσαν όπως πάντα οι στρατιωτικές δαπάνες, αναπόφευκτες με το πολεμικό και ακραία εθνικιστικό κλίμα που επικρατούσε στην Ευρώπη ολόκληρη. Ετσι, τα ελλείμματα και το χρέος έφθασαν σε πρωτοφανές επίπεδο. Η κρίση επήλθε, άλλη μια φορά, με ελληνοτουρκικό πόλεμο.

Το 1920, η μικρασιατική εκστρατεία μπήκε στην τελευταία φάση της. Ο ευρωπαϊκός Τύπος πιθανολογούσε ότι Αγγλία και Γαλλία θα απέσυραν την υποστήριξή τους προς την Ελλάδα με αίτιο ή πρόσχημα την επάνοδο του Κωνσταντίνου. Οι αγορές ακολούθησαν: απέσυραν την εμπιστοσύνη τους στη δραχμή. Ελληνικές και ξένες τράπεζες, ακόμη και ιδιώτες, διενεργούσαν πράξεις λίγο - πολύ κερδοσκοπικές, ψυχρές ή πανικόβλητες. Η ήττα επαλήθευσε τις προβλέψεις τους. Μεταξύ 1920 και 1922, η δραχμή υποτιμήθηκε κατά 85%.

Το 1922 σώρευσε νέα δεινά. Για ν’ αντιμετωπίσει άμεσες ανάγκες, το κράτος ανέστειλε τη μετατρεψιμότητα της δραχμής και τις πληρωμές για το χρέος, έκοψε στα δύο το χαρτονόμισμα, επέβαλε δρακόντειους περιορισμούς στις τράπεζες και στις συναλλαγές. Αλλά δεν μπόρεσε να περιορίσει αρκετά τις δαπάνες, ιδίως τις στρατιωτικές· ούτε τόλμησε ν’ αυξήσει τους φόρους όσο απαιτούσε η κρίση.

Το 1926, το ποσοστό της υποτίμησης είχε αυξηθεί στο 93%. Από τα έξι εκατομμύρια των κατοίκων της χώρας, το 26%, κάπου 1.350.000 άνθρωποι, ήταν πρόσφυγες και «ανταλλάξιμοι». Το βάρος για την αποκατάστασή τους ήταν τεράστιο. Στο μεταξύ, όμως, τα μέτρα είχαν αρχίσει ν’ αποδίδουν και ορισμένα νέα δάνεια είχαν ελαφρύνει την πίεση στο δημόσιο ταμείο. Το 1924, η Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ) σε συνεργασία με τον ΔΟΕ, είχε επιτρέψει δάνειο για την αποκατάσταση των προσφύγων. Είχε επίσης ενθαρρύνει τον εσωτερικό δανεισμό, ομολογιακό και τραπεζικό, καθώς και εξωτερικά δάνεια για δημόσια έργα. Ετσι, οι κυβερνήσεις του 1926 - 1927 πέτυχαν επιτέλους ένα συμβιβασμό για το χρέος, αντιπροσφέροντας μερική επανάληψη των πληρωμών. Ο συμβιβασμός και, κυρίως, η σκληρή εργασία των απλών πολιτών, αυτοχθόνων και προσφύγων, τόνωσαν την πραγματική οικονομία και έφεραν νέες καταθέσεις στις τράπεζες. Μεταξύ 1926 και 1931, η υποτίμηση σταμάτησε και η δραχμή παρέμεινε σταθερά υποτιμημένη γύρω στο 93%.

H κυβέρνηση Βενιζέλου

Το 1928, επομένως, η νέα κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου είχε παραλάβει την οικονομία σταθεροποιημένη, έστω και επί ξυρού ακμής. Τα θεσμικά μέτρα της για την εξυγίανση του νομισματικού και τραπεζικού συστήματος ήταν ρηξικέλευθα. Το 1928, η ίδρυση της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) περιόρισε την κυριαρχία της Εθνικής στο τραπεζικό ολιγοπώλιο που κερδοσκοπούσε έως τότε στο νόμισμα και ρύθμιζε τους όρους δανεισμού Δημοσίου και ιδιωτών. Το 1930, υπεγράφη ένας ευνοϊκός συμβιβασμός για τα δάνεια των Συμμάχων κατά τον Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1931, με τη στήριξη της ΚτΕ και σε συνεργασία με την ΤτΕ, η κυβέρνηση είχε πλέον θέσει το τραπεζικό σύστημα υπό έλεγχο. Τράπεζες και κρατικά ταμεία υποχρεώθηκαν να καταθέτουν τμήμα των αποθεμάτων τους στην ΤτΕ, αυξάνοντας τις δυνατότητές της να στηρίξει το σύστημα, σε περίπτωση πανικού, ως «δανειστής έσχατης καταφυγής».

Ετσι, το 1929, η διεθνής χρηματιστηριακή κρίση ναι μεν εκλόνισε και την Ελλάδα, αλλά ο αντίκτυπος στην οικονομία της δεν ήταν ολέθριος, όπως ήταν στις βιομηχανικές χώρες. Το τραπεζικό ολιγοπώλιο επέτεινε, βεβαίως, τον πόλεμο κατά της ΤτΕ και την κερδοσκοπία, αλλά δεν επέφερε καταστροφή. Αυτή είχε, άλλωστε, επέλθει από το 1922 και έως το 1926 οι δυσμενείς προβλέψεις των αγορών είχαν ήδη προεξοφλήσει την υποτίμηση. Αν όμως η οικονομία άντεξε τη χρηματιστηριακή κρίση, ήταν αδύνατο ν’ αντέξει τον τυφώνα της παγκόσμιας ύφεσης. Το 1931, η ύφεση προκάλεσε νέες κρίσεις στην Αυστρία και στη Γερμανία. Τον Σεπτέμβριο, η κρίση του αποθεματικού νομίσματος εκείνης της εποχής, της στερλίνας, ανάγκασε τη Μ. Βρετανία να εγκαταλείψει τον κανόνα χρυσού. Οι συνέπειες ήταν πρωτοφανείς: πανικός στο νεογέννητο τότε Χρηματιστήριον Αθηνών, ανοργάνωτο ακόμη και ανεξέλεγκτο· και συνωστισμός πανικόβλητων καταθετών στα ταμεία των τραπεζών. Ετσι, τα διαθέσιμα των τραπεζών άρχισαν να εξανεμίζονται, όπως και το απόθεμα που είχε σωρεύσει η χώρα σε συνάλλαγμα και χρυσό.

Σκληρότερα μέτρα

Η κυβέρνηση και η ΤτΕ αντέδρασαν με σκληρότερα μέτρα. Οι εξαγωγές κεφαλαίου απαγορεύθηκαν. Οι εξαγωγείς υποχρεώθηκαν να καταθέτουν στην κεντρική τράπεζα τις συναλλαγματικές τους εισπράξεις και οι τράπεζες τα συναλλαγματικά τους αποθέματα, σε τιμή μειωμένη κατά 20%. Δρακόντειοι περιορισμοί περιόρισαν τις εισαγωγές, ακόμη και σε είδη πρώτης ανάγκης. Οι φόροι έφθασαν στο απροχώρητο.

Τα μέτρα προκάλεσαν οξύτατο πρόβλημα ρευστότητας. Η κεντρική τράπεζα έπαιξε τον ρόλο του lender of last resort. Διέσωσε έτσι το τραπεζικό σύστημα και καθησύχασε τους πανικόβλητους καταθέτες. Αλλά το κράτος δεν έβρισκε πλέον δανειακά κεφάλαια για να συνεχίσει τις πληρωμές τοκοχρεολυσίων - ούτε βεβαίως στη διεθνή ούτε στην εγχώρια αγορά. Τον Απρίλιο του 1932, η Ελλάδα εγκατέλειψε επισήμως και οριστικώς τον χρυσό και ανέστειλε πάλι τις πληρωμές των χρεολυσίων και εν μέρει των τόκων του δημοσίου χρέους.

Η κυβέρνηση είχε παραλάβει την οικονομία επί ξυρού ακμής. Πράγματι, ο παραμικρός κλονισμός μπορούσε να την καταστρέψει· και αυτό που ακολούθησε, μετά το 1929, ήταν σεισμός· ήταν όχι μόνον η μεγαλύτερη κρίση του 20ού αιώνα, αλλά και η βαθύτερη ύφεση της σύγχρονης ιστορίας. Με αυτά τα δεδομένα, οι χειρισμοί της κυβέρνησης ήταν κατά κανόνα ορθοί. Ο οικονομολόγος της εποχής μας θα μπορούσε εκ των υστέρων να επικρίνει πολλά· ο ιστορικός, όχι· επειδή αυτά που τότε συνέβησαν, τα κρίνει με τα κριτήρια εκείνης της εποχής και όχι της δικής του. Εκείνη την ιστορική στιγμή, μεταξύ 1929 και 1932, το New Deal δεν υπήρχε· το ευρύ κοινό αγνοούσε τον Κέυνς· και οι περισσότεροι οικονομολόγοι τον εγνώριζαν λίγο και τον αναγνώριζαν ελάχιστα. Επιπλέον, η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων ήταν άνθρωποι φτωχοί ή πάμπτωχοι και κλονισμένοι από μια δεκαετία πολέμων.

Εξοδος από τον κανόνα του χρυσού με επτά μήνες καθυστέρηση

Ολες οι κυβερνήσεις του κόσμου αντιμετώπιζαν με φόβο την έξοδο από τον κανόνα χρυσού. Την θεωρούσαν έσχατη λύση - ένα είδος εγκατάλειψης του πλοίου με την ελπίδα σωτηρίας στα σωσίβια. Το ίδιο δίλημμα αντιμετώπισε και η ελληνική κυβέρνηση. Δίστασε να εγκαταλείψει τον χρυσό, αφού η προοπτική και μόνο αρκούσε για να εξανεμίσει τα αποθέματά της και να την αποκλείσει από τις αγορές κεφαλαίου - και το αποφάσισε επτά μήνες μετά την Αγγλία. Αλλά η καθυστέρηση ήταν δικαιολογημένη. Οι πολιτικές των δύο χωρών δεν είναι συγκρίσιμες. Εγκαταλείποντας τον χρυσό, η Ελλάδα κήρυττε οριστική πτώχευση και έμπαινε στον μονόδρομο μιας «αυτοδύναμης» ανάπτυξης, χωρίς ελπίδα να προσελκύσει φθηνά ξένα κεφάλαια. Ενώ η Αγγλία διέθετε την οικονομική ενδοχώρα της αυτοκρατορίας, στην οποία αναδιπλώθηκε για να προστατεύσει την οικονομία της. Επειτα, η λίρα ήταν και θα παρέμενε αποθεματικό νόμισμα. Κατά κάποιον τρόπο, η απόφαση των Βρετανών ήταν παρόμοια με την απόφαση των Αμερικανών το 1971, απόφαση εξαιρετικά ωφέλιμη για την Αμερική έως τις μέρες μας.

Η σημαντικότερη ίσως διαφορά της εποχής εκείνης από τη σημερινή αφορούσε την οικονομική θεωρία και πρακτική. Η ύφεση εκθρόνισε τον φιλελευθερισμό που κυριαρχούσε στα προηγούμενα ογδόντα χρόνια. Τον αντικατέστησαν, σε πλανητική κλίμακα, ο κρατικός παρεμβατισμός και ο προστατευτισμός. Οι νέες ιδεολογίες επέφεραν ευνοϊκές συνέπειες αλλά και παράπλευρες ζημίες, με μείγμα διαφορετικό ανάλογα με τις ιστορικές εξελίξεις σε κάθε χώρα.

Στην ελληνική ύπαιθρο, η υποτιμημένη δραχμή αύξησε τη σιτάρκεια και στήριξε εξαγωγικές καλλιέργειες. Η νέα Αγροτική Τράπεζα χρηματοδότησε και οργάνωσε τους αγρότες σε συνεταιρισμούς. Οι δασμοί επιδότησαν προϊόντα που διαφορετικά θα αντιμετώπιζαν οξύ ανταγωνισμό. Μακροχρονίως όμως, οι αγρότες εθίζονταν στην κρατική προστασία και αδιαφορούσαν για την ανταγωνιστικότητα, τον εκσυγχρονισμό και την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών. Στη βιομηχανία, οι σχεδόν απαγορευτικοί δασμοί και οι περιορισμοί των εισαγωγών αύξησαν την αξία της παραγωγής. Ο τεράστιος προσφυγικός πληθυσμός, εκτός από την εργασία του, εισέφερε και μια εξαιρετικά αυξημένη ζήτηση στα βασικά αγαθά που μπορούσαν να παράγουν οι εγχώριες βιομηχανίες. Μακροχρονίως όμως, οι βιομήχανοι εθίζονταν στον δασμοβίωτο πλουτισμό και αδιαφορούσαν για την ανταγωνιστικότητα και τη διεθνή προσαρμοστικότητα των επιχειρήσεών τους. Στο εμπόριο, η ανάπτυξη ολιγοπωλίων τροφοδοτούσε υπερκέρδη και αφανή πληθωρισμό. Εξάγοντας παρανόμως συνάλλαγμα και επανεισάγοντας τμήμα του για να το πουλήσουν στη μαύρη αγορά, οι εξαγωγείς τροφοδοτούσαν το εισαγωγικό εμπόριο.

Η ναυτιλία

Η ελληνόκτητη ναυτιλία απέφυγε την απομόνωση. Κατά παράδοση άλλωστε αψηφούσε τα σύνορα και στηριζόταν στην παγκόσμια αγορά και σε φιλόξενες σημαίες. Παρά τις πολεμικές απώλειες και την ύφεση, διατήρησε μία από τις πρώτες θέσεις παγκοσμίως. Από κοντά, ο στόλος υπό ελληνική σημαία ανέβηκε το 1938 στην ένατη θέση από την ενδέκατη που κατείχε το 1914.

Στο μεταξύ, ο αφανής πληθωρισμός της υποτίμησης κατέτρωγε τα εισοδήματα των φτωχότερων. Ηταν η συγκαλυμμένη, «κρυφή» φορολογία που συνοδεύει κατά κανόνα τις υποτιμήσεις. Η εσωστρεφής ανάπτυξη, έστω περιορισμένη, αύξανε κυρίως τα εισοδήματα των πλουσίων και των μικρομεσαίων· και παρά τις περιορισμένες επενδύσεις που απέδιδε, τα καθηλωμένα εισοδήματα των φτωχών διαιώνιζαν την ύφεση.

Συμπερασματικά, το 1932 η Ελλάδα μπόρεσε να κάνει ό,τι και άλλες χώρες, οικονομικά ισχυρότερες: να υποτιμήσει το νόμισμά της, να οχυρωθεί στα σύνορά της και να περιμένει, έστω βυθισμένη στον φαύλο κύκλο της εγχώριας ύφεσης, ελπίζοντας να περάσει κάποτε η κρίση, να ανοίξουν οι ξένες αγορές και να δανειστεί ξένα κεφάλαια ώστε να περάσει στον ενάρετο κύκλο της ανάπτυξης. Η κρίση δεν πέρασε όπως φαντάζονταν οι οικονομολόγοι· απλώς την εξουδετέρωσαν οι ιλιγγιώδεις δαπάνες για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τίμημα εκατομμύρια νεκρούς. Και η Ελλάδα δεν πρόφτασε να πραγματώσει τις ελπίδες της· τις έσβησαν η Κατοχή και ο Εμφύλιος.

* Ο κ. Γιώργος Β. Δερτιλής είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και directeur d’ �udes (καθηγητής) στην ‚cole des Hautes ‚tudes en Sciences Sociales, Paris. Είναι επίσης ο συγγραφέας του δίτομου έργου «Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, 1830-1920» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του βιβλιοπωλείου της Εστίας.

No comments: