Τα χειρότερα της χρηματοπιστωτικής κρίσης που διέλυσε το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ και δορυφόρων του έχουν πιθανότατα περάσει, αλλά τα εφιαλτικά προβλήματα που έχουν προκληθεί από την κρίση χρεών στην Ευρώπη έχουν σύρει σε δεινή θέση τις τράπεζες. Αυτό συμβαίνει με την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ισπανία και όχι μόνον... καθώς ο κίνδυνος μετακύλισης των συνεπειών από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα θα υπάρχει πάντα σε περιόδους κρίσεων. Καμία ευρωπαϊκή οικονομία δεν είναι αρκετά μεγάλη -ούτε καν η Γερμανία- για να σταθεί πίσω από τις τράπεζες. Προφανώς ανακούφιση προκάλεσε σε όλους χθες η ανακοίνωση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Tράπεζα (ΕΚΤ) ότι μόνο 171 τράπεζες θα μοιραστούν 131,9 δισ. ευρώ σε τρίμηνα δάνεια με επιτόκιο 1%, ενώ τις προηγούμενες ημέρες οι φήμες ότι θα χρειαστούν 210 δισ. ευρώ και βάλε... είχαν αναστατώσει τους πάντες. Βεβαίως, οι ελληνικές τράπεζες δεν μπορούν να αντλήσουν ρευστότητα από τη διεθνή αγορά, αφού η πιστοληπτική τους ικανότητα περιορίζεται από την αρνητική πιστοληπτική ικανότητα του ελληνικού Δημοσίου. Σήμερα λήγει η περίοδος χορήγησης φθηνής ρευστότητας στις τράπεζες με ενέχυρο κρατικά ομόλογα για 12μηνα δάνεια με σταθερό επιτόκιο 1%. Αξίζει να θυμίσω ότι τον περασμένο Ιούνιο η ΕΚΤ παρείχε σε 1.121 τράπεζες της Ευρωζώνης το πρωτοφανές τεράστιο ποσό-ρεκόρ των 442 δισ. ευρώ.
Εκτός όμως από τις κυβερνήσεις και τις επιχειρήσεις, οι τράπεζες και τα άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι αυτά που έχουν ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη την αγορά των ομολόγων προκειμένου να στηρίξουν τους ακόμη προβληματικούς ισολογισμούς τους. Το ολοένα όμως και υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης εξαιτίας των αυξανόμενων spreads θα πλήξει την κερδοφορία τους. Επιπλέον, θα καταστήσουν τον δανεισμό περισσότερο ακριβό και θα οδηγήσουν σε στενότητα τις πιστώσεις. Ηδη τα πακέτα λιτότητας, αυξάνοντας τα επισφαλή δάνεια, εκτιμάται ότι θα μηδενίσουν σχεδόν τις πιστώσεις. Πόσω μάλλον που τα κέρδη των τραπεζών ήδη πλήττονται και από άλλες αιτίες. Το φρενάρισμα της οικονομικής ανάκαμψης στις ισχυρότερες οικονομίες της Eυρωζώνης και τα δημοσιονομικά προβλήματα πολλών χωρών-μελών της υποδηλώνουν ότι τα βασικά επιτόκια δανεισμού θα παραμείνουν από την ΕΚΤ στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα του 1% για μακρό χρονικό διάστημα, με συνέπεια να μην υπάρξει βελτίωση των κερδών από τους καταθετικούς λογαριασμούς.
Εκτιμάται ότι οι χρεοκοπίες στη Δυτική Ευρώπη θα εκτοξευθούν σε επίπεδα-ρεκόρ το 2010. Περίπου 210.000 επιχειρήσεις θα «βάλουν λουκέτο», ενώ το 2009 είχε ήδη σημειωθεί αύξηση των χρεοκοπιών κατά 22%. Οι χρεοκοπίες επιχειρήσεων διπλασιάστηκαν στην Ισπανία και στην Ιρλανδία και στη Γερμανία αναμένεται να φθάσουν τις 40.000.
Και όλα αυτά σε μια περίοδο όπου η κρίσιμη πηγή για τη χρηματοδότηση των τραπεζών και γενικότερα για την ευρύτερη διαθεσιμότητα των πιστώσεων στις οικονομίες, η αγορά τιτλοποίησης δανείων και πάσης φύσεως χρέους, δεν έχει ακόμα ομαλοποιηθεί. Οι τιτλοποιήσεις ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση τόσο ως προς τη διασπορά των κινδύνων, καθώς δεν εμφανίζονται στους ισολογισμούς, όσο και για τα σχετικά χαμηλά ποσά των κεφαλαίων που απαιτούνται να διακρατούν οι τράπεζες έναντι αυτών των συμφωνιών. Ομως, πάγωσαν όταν όλα αυτά τα επενδυτικά σκουπίδια, έχοντας σχεδιαστεί πάνω στα ρισκαδόρικα subprime στεγαστικά δάνεια, θεωρούνταν πλέον άχρηστα χαρτιά. Χωρίς αγοραστές για τα ξεφτισμένα αυτά χαρτιά, οι αγορές σε όλο τον κόσμο στέγνωσαν από ρευστό, οι τράπεζες δεν έβρισκαν κεφάλαια να αντλήσουν, με συνέπεια να φτάσει στο χείλος του γκρεμού το τραπεζικό σύστημα και να βυθιστεί η παγκόσμια οικονομία στη χειρότερη χρηματοπιστωτική κρίση των τελευταίων 80 ετών.
Ωστόσο, κριτική στη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ άσκησε ο οικονομολόγος και καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης Νουριέλ Ρουμπινί, προειδοποιώντας ότι η ΕΚΤ πρέπει να μειώσει το βασικό επιτόκιο δανεισμού σε μηδενικά επίπεδα και να επεκτείνει περαιτέρω τις αγορές κρατικών ομολόγων προκειμένου να αντισταθμίσει τον αντίκτυπο των μέτρων λιτότητας, ο οποίος δεν θα είναι άλλος από μια νέα ύφεση.
No comments:
Post a Comment