The Washington Post
Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η Μεγάλη Υφεση άφησε βαθιά και πιθανόν χαίνουσα ακόμη πληγή στις ψυχές των Αμερικανών. Από τα ανώτατα στελέχη των επιχειρήσεων μέχρι τις οικογένειες, είμαστε περισσότερο προσεκτικοί, περισσότερο φοβισμένοι και υποψιασμένοι ως προς την ανάληψη κινδύνων. Η ευρύτατα διαδεδομένη αυτή αγωνία λειτουργεί ως τροχοπέδη για την ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας και αποτελεί μία εξήγηση για τους αργούς ρυθμούς δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Η ανάκαμψη της οικονομίας μας εξαρτάται σε κάποιο βαθμό από την ανάληψη κινδύνου, όμως λείπει η διάθεση γι’ αυτήν.
Η ανησυχία μας δεν συνδέεται απλώς με την ένταση της τρέχουσας ύφεσης. Τώρα φοβόμαστε όχι μόνον ό,τι γνωρίζουμε αλλά και ό,τι δεν ξέρουμε. Συνέβησαν πράγματα απρόβλεπτα και απρόσμενα, όπως η κατάρρευση μεγάλων τραπεζών, η παρ’ ολίγον κατάρρευση της General Motors, το τεραστίας αξίας κρατικό πρόγραμμα για τη στήριξη της οικονομίας, ο μαζικός δανεισμός από τη Fed, τα απίστευτα δημοσιονομικά ελλείμματα. Ισως να υπάρξουν και άλλες εκπλήξεις: ίσως μία δημοσιονομική, ανάλογη με αυτήν που βιώνουν πολλές χώρες στην Ευρώπη;
Είναι ασφαλώς πιθανόν να υπερτιμούμε την απαισιοδοξία μας και να υποτιμούμε την παραδοσιακά αισιόδοξη στάση του αμερικανικού λαού. Ομως, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι η αβεβαιότητα και ο φόβος επικρατούν. Οι Αμερικανοί δεν μειώνουν απλώς τα χρέη τους. Δημιουργούν φράγματα προστασίας για την περίπτωση που θα παρουσιαστούν έκτακτοι κίνδυνοι. Οπως αναφέρεται σε έκθεση του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, περισσότερα από τα μισά αμερικανικά νοικοκυριά δηλώνουν επί 23ο συνεχή μήνα ότι δεν προβλέπουν αύξηση του εισοδήματός τους το επόμενο δωδεκάμηνο. Οπως αναφέρει ο επικεφαλής των ερευνητών, Ρίτσαρντ Κούρτιν, για πολλά νοικοκυριά «το μοναδικό μάθημα από αυτήν την κρίση ήταν ότι η μόνη τους πηγή οικονομικής ασφάλειας δεν ήταν άλλη από τις αποταμιεύσεις τους». Τα χρόνια της δημιουργίας της φούσκας τιμών, τα νοικοκυριά δανείζονταν καθώς πίστευαν ότι θα μπορούσαν να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Σήμερα δεν δανείζονται, διότι φοβούνται ότι δεν θα μπορούν να τα αποπληρώσουν.
Οσοι συνεχίζουν να έχουν δουλειά βλέπουν τις τρομερές επιπτώσεις της ανεργίας στους άλλους. Τα δύο πέμπτα των ανέργων παραμένουν στην ίδια κατάσταση για διάστημα μεγαλύτερο του εξαμήνου. Οπως αναφέρει ο Τζόσεφ Σενέκα του Πανεπιστημίου Ράτζερς, στην ύφεση του 2001 χάθηκαν 2,7 εκατομμύρια θέσεις εργασίας και πέρασαν τέσσερα χρόνια πριν η οικονομία καταφέρει να καλύψει την απώλεια. Οι απώλειες από την τρέχουσα ύφεση φθάνουν στα 8,4 εκατομμύρια θέσεις εργασίας, με μόνο το ένα εκατομμύριο να έχει επαναδημιουργηθεί μέχρι στιγμής.
Οι επικεφαλής των επιχειρήσεων αποφεύγουν την ανάληψη κινδύνων. Οι επιχειρήσεις προτιμούν να μειώνουν τα χρέη τους, να επαναγοράζουν μετοχές και να διατηρούν ρευστό. Ενδειξη της επιφυλακτικότητάς τους αποτελεί και το γεγονός ότι οι μισές από τις νέες θέσεις εργασίας καλύπτονται μέσω εταιρειών διάθεσης προσωρινού προσωπικού. Με άλλα λόγια, οι επιχειρήσεις διστάζουν να προβούν σε κανονικές προσλήψεις. Ανάλογη νευρικότητα επικρατεί και στη χρηματιστηριακή αγορά. Πολλοί επενδυτές την αποφεύγουν. Δεν αντέχουν την αστάθειά της. Το 2007 διοχετεύθηκαν κεφάλαια καθαρής αξίας 91 δισ. δολ. σε μετοχικά αμοιβαία. Το 2010 η καθαρή αξία των επενδύσεων σ’ αυτήν την κατηγορία αξιογράφων περιορίζεται στα 31 δισ. Ολα αυτά μπορεί να θεωρούνται σοφή αντίδραση στα δεινά που προκάλεσαν τη χρηματοπιστωτική κρίση. Πού τελειώνει όμως η σοφία και πού αρχίζει η παράνοια;
Εάν οι Αμερικανοί είναι σήμερα απαισιόδοξοι, μήπως θα αισθάνονται εντελώς διαφορετικά αύριο; Εάν η οικονομία συνεχίσει να ανακάμπτει μπορεί να τους καθησυχάσει. Καθώς θα αυξάνεται η εμπιστοσύνη τους στις προοπτικές της, οι αναπτυξιακοί ρυθμοί της μπορεί να επιταχυνθούν «αυθόρμητα». Από την άλλη πλευρά, η βαθιά αγωνία που διακατέχει τον κόσμο μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη για την ανάκαμψη. Οι προσπάθειες των πολιτικών ίσως αποδειχθούν αναποτελεσματικές. Εάν η ανάγκη επανάληψής τους εκληφθεί από τον κόσμο ως ένδειξη της απελπισίας των πολιτικών μας, οι πολίτες θα αρχίσουν να αμφιβάλλουν ακόμη περισσότερο για το μέλλον. Οι καταναλωτές, οι επιχειρήσεις και οι επενδυτές ίσως αρχίσουν να τηρούν ακόμη αυστηρότερες θέσεις αναμονής. Η χειρότερη κληρονομιά που άφησε πίσω της η Μεγάλη Υφεση αφορά την κοινή αλλεργία μας για την ανάληψη κινδύνων. Εχοντας υποτιμήσει τους κινδύνους την εποχή των παχιών αγελάδων, ίσως τώρα τους υπερτιμούμε. Χαρακτηριστική είναι η συρρίκνωση του venture capital, απαραίτητου κυρίως για τις νέες εταιρείες υψηλής τεχνολογίας. Οι επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να φέρουν ανάπτυξη πνίγονται. Η επιφυλακτικότητα που επιδεικνύουμε είναι κατανοητή, καθώς τα παθήματα του παρελθόντος έγιναν μαθήματα. Ενδέχεται όμως να επηρεάσουν αρνητικά το μέλλον μας.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment