Η νέα δοκιμασία θα ελέγξει και τη ρευστότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών
Reuters, Bloomberg
Η διάσωση των ιρλανδικών τραπεζών έθεσε σε αμφισβήτηση τα τεστ κοπώσεως, τα οποία είχαν διεξαχθεί τον Ιούλιο, καθώς κατέδειξε ότι δεν ήταν και τόσο αξιόπιστα. Οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης αποφάσισαν να διεξαγάγουν νέα σειρά δοκιμασιών, οι οποίες θα είναι αυστηρότερες των αρχικών. Συν τοις άλλοις, όπως διεμήνυσαν, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής θα ελεγχθεί και η ρευστότητα των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Η μεθοδολογία, με την οποία θα σχεδιαστούν τα νέα τεστ, θα ανακοινωθεί πολύ σύντομα, δήλωσε ο επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων Ολι Ρεν, προσθέτοντας ότι στόχος τους θα είναι «η μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια». Ωστόσο, ακόμη δεν είναι βέβαιο το ότι τα αποτελέσματά τους θα δοθούν στη δημοσιότητα. Επ’ αυτού διατυπώνονται διαφορετικές απόψεις εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ο ίδιος ο Ευρωπαίος επίτροπος εξέφρασε την προσωπική του άποψη υπέρ της δημοσιοποίησης.
Τα τεστ κοπώσεως θα αναλάβει να τα διεκπεραιώσει η νέα Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, ενώ θα ενταχθούν στη συνολική προσπάθεια βελτίωσης της επιτήρησης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. «Η αξιολόγηση της ρευστότητας θα πρέπει να περιλαμβάνεται στα μελλοντικά τεστ κοπώσεως του τραπεζικού τομέα», δήλωσε ο κ. Ρεν. Δεν ήταν λίγοι οι οικονομικοί αναλυτές, οι οποίοι άσκησαν δριμεία κριτική στην Ευρωπαϊκή Ενωση και της καταλόγισαν ότι η προηγούμενη δοκιμασία δεν ήταν αρκούντως σκληρή. Αλλωστε, μεταξύ άλλων, δεν εξέταζε τις ενδεχόμενες απειλές για τη ρευστότητα των τραπεζών. Είναι αλήθεια ότι από το καλοκαίρι, όταν δόθηκαν στη δημοσιότητα τα πορίσματα της τραπεζικής δοκιμασίας, το κόστος ασφάλισης του χρέους 110 ευρωπαϊκών τραπεζών ανήλθε 113 μονάδες βάσης, όταν το αντίστοιχο για 34 αμερικανικές παρέμεινε αμετάβλητο.
Σήμερα υπό συνθήκες όξυνσης της δημοσιονομικής κρίσης στην Ευρώπη, αναζητούνται τρόποι βελτίωσης των τεστ. Πάντως, όπως εκτιμούν αναλυτές αυτό δεν θα είναι εύκολο. Οι εθνικές κυβερνήσεις και οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν είναι διατεθειμένοι να εκχωρήσουν την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε κεντρική αρχή, όπως παρατηρεί ο Νίκολας Βερόν του ερευνητικού ιδρύματος Bruegel στη Βρυξέλλες. «Ο οικονομικός εθνικισμός εμπόδισε τα τεστ κοπώσεως από το να είναι αξιόπιστα ή πραγματικά χρήσιμα», τόνισε ο κ. Βερόν. «Οι κυβερνήσεις θεωρούν τα τεστ κοπώσεως των τραπεζών τους ως ανταγωνιστικό παιχνίδι μεταξύ των κρατών και όχι ως τρόπο να διασφαλίσουν το κοινό καλό για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ευρώπης».
Η αξιοπιστία των νέων δοκιμασιών για τις τράπεζες θα συσχετιστεί από τις αγορές με το εάν αυτή τη φορά λάβουν υπ’ όψιν τους τον κίνδυνο αδυναμίας εξόφλησης χρεών, δηλαδή τον κίνδυνο χρεοκοπίας μιας εκ των χωρών της Ε.Ε. Μάλλον δεν θα υπάρξει ομοφωνία για κάτι τέτοιο από τα κράτη-μέλη, όπως επισημαίνει ο πρώην τραπεζίτης της Citigroup, Πίτερ Χαν. Κατά την Goldman Sachs, τα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κρατούν 191 δισ. ευρώ σε ομόλογα της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, οπότε η όποια αναδιάρθρωση χρέους θα τα υποχρεώσει σε αύξηση κεφαλαίου.
«Σήμερα ελάχιστοι άνθρωποι εμπιστεύονται τις τράπεζές τους πια, ενώ έχουν εμπιστοσύνη στις κυβερνήσεις τους, οι οποίες στηρίζουν τις τράπεζές τους», υπογράμμισε ο κ. Χαν. Εν κατακλείδι, ο Σάιμον Γκλίσον, δικηγόρος ειδικευμένος στο χρηματοπιστωτικό ρυθμιστικό πλαίσιο στην Clifford Chance στο Λονδίνο, επισημαίνει ότι, «εάν τα τεστ κοπώσεως επέχουν θέση “ηρεμιστικού” για τις αγορές, τότε απλώς γίνεται κατάχρησή τους». Αντιθέτως, είναι χρήσιμα, εάν προβλέπουν μία σειρά ποικίλων σεναρίων και ενδεχόμενης έκβασής τους, χωρίς απλές απαντήσεις.
«Αξιολύπητα» τα ευρωπαϊκά τεστΧωρίς περιστροφές ο καθηγητής Οικονομικών στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, Κένεθ Ρογκόφ, χαρακτήρισε «αξιολύπητα» τα τεστ κοπώσεως των ευρωπαϊκών τραπεζών, αμφιβάλλοντας για την αποτελεσματικότητά τους. Και για να συμπληρώσει την εικόνα, ο Νίκολας Βερόν του ερευνητικού ιδρύματος Βruegel σημειώνει ότι τα τεστ δεν οδήγησαν σε αύξηση της κεφαλαιοποίησης αρκετών τραπεζών, ώστε να αποκατασταθεί η πίστη στην ισχύ του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος. «Αν μία χώρα αναδιοργανώσει τις τράπεζές της, χωρίς να την ακολουθήσει και η γειτονική της, κινδυνεύει τμήμα του τραπεζικού της συστήματος να εξαγοραστεί από τη γείτονα», τονίζει.
Αντιθέτως στις ΗΠΑ, όπου η τραπεζική αγορά είναι ενιαία, οι διαφορές Καλιφόρνιας και Νέας Υόρκης δεν είναι τόσο μεγάλες. Τα αντίστοιχα τεστ κοπώσεως του 2009 κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι 10 ιδρύματα, όπως η Βank of America και η Citigroup, έπρεπε να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους κατά 74,6 δισ. δολάρια συνολικά. Τελικώς άντλησαν 100 δισ. δολάρια. Επιπλέον, η διαδικασία αποδείχθηκε πιο επιτυχημένη εν μέρει, γιατί δεν προαπαιτούσε διεθνή συνεργασία, όπως επισημαίνει ο πρώην εταίρος της Goldman Sachs, Τζ. Κρίστοφερ Φλάουερς.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyagor_1_11/12/2010_425507
No comments:
Post a Comment