Υστερα από τον πρόσφατο θρίαμβο των Ρεπουμπλικανών στις εκλογές της Μασαχουσέτης, όπου οι Δημοκρατικοί έχασαν την έδρα του εκλιπόντος Τεντ Κένεντι, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται αναγκαστικά στο τι σημαίνει το γεγονός αυτό για τον πρόεδρο Ομπάμα. Αναμφίβολα τα επακόλουθα θα είναι σημαντικά. Αλλά το αποτέλεσμα της εκλογικής νίκης των Ρεπουμπλικανών θα παραμείνει ζωντανό ως ένα μήνυμα πιο βαθύ από την απογοήτευση ενός εκλογικού σώματος που έχασε την εμπιστοσύνη στον πρόεδρό του: ως μία κραυγή αντίδρασης στην αύξηση της δύναμης του κράτους.
Η πιο ηχηρή φωνή στην Αμερική τη στιγμή αυτή είναι η κίνηση των «σαλονιών» κατά της φορολογίας. Και στην «αριστερίστικη» Μασαχουσέτη ακόμη, οι άνθρωποι ανησυχούν λόγω του ότι οι επιδείξεις που κάνει ο πρόεδρος Ομπάμα, συμπεριλαμβανομένου και του φιλόδοξου νομοσχεδίου για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, θα ωθήσουν το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ στα ύψη.
Ακόμη και σε περιοχές με παράδοση στον «κρατισμό», όπως στη Σκανδιναβία και στη νότιο Ευρώπη, αρχίζει ένας διάλογος αναφορικά με το μέγεθος και την αποτελεσματικότητα του κράτους. Υπάρχουν δικαιολογημένες αιτίες, καλές και κακές, για την άνοδο του κρατισμού, αλλά η τάση αυτή θα πρέπει να ανατραπεί. Η κύρια αιτία για την άνοδο του κρατισμού είναι η χρηματοπιστωτική κρίση.
Οι κυβερνήσεις ξόδεψαν τρισεκατομμύρια δολάρια για να ενισχύσουν τις τράπεζες και να αποτρέψουν την ύφεση. Σε ορισμένες χώρες, τώρα παίζουν σημαντικό ρόλο στον χρηματοπιστωτικό τομέα και χάρη στα προγράμματα οικονομικής βοήθειας και στην ανάκαμψη της διεθνούς οικονομίας, το ΑΕΠ έχει εκτιναχθεί προς τα πάνω, συγκρινόμενο αναλογικώς προς τις κρατικές δαπάνες και τα δημοσιονομικά ελλείμματα.
Η άνοδος όμως του Λεβιάθαν είναι μία μακροχρόνια και ευρύτερη ιστορία. Πολύ πριν από την επιστροφή της ασφαλιστικής εταιρείας AIG και της τράπεζας Νorthern Rock υπό κρατικό έλεγχο ο κρατισμός είχε σημειώσει ταχεία ανάπτυξη. Αυτό είναι ιδιαίτερα αισθητό στην Αμερική και στη Βρετανία, στις δύο χώρες όπου διεκηρύχθη τη δεκαετία του 1990 το «τέλος του ισχυρού κράτους».
Ο Τζορτζ Μπους αύξησε τις κρατικές δαπάνες όσο κανένας άλλος πρόεδρος μετά τον Λίντον Τζόνσον. Η κυβέρνηση των Εργατικών στη Βρετανία, αρχικώς λιτοδίαιτη, αύξησε το μερίδιο του κράτους στην οικονομία από 37% το 2000 στο 48% το 2008 και τώρα κυμαίνεται στο 52%. Σε διάφορες περιοχές στη Βρετανία, το μερίδιο του κράτους στην ευρύτερη οικονομία είναι μεγαλύτερη από ό,τι ήταν στις πρώην κομμουνιστικές χώρες και στο ανατολικό μπλοκ. Η αλλαγή στην ηπειρωτική Ευρώπη είναι λιγότερο δραματική αλλά στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη ανέρχεται έως και στο 50%.
Η δημογραφία πρόκειται να ωθήσει περαιτέρω προς τα άνω τις κρατικές δαπάνες. Ο γηράσκων πληθυσμός θα χρειασθεί περισσότερη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και μεγαλύτερες συντάξεις. Εάν κάποιος δεν τις περικόψει, οι υποχρεώσεις θα απορροφήσουν το ένα πέμπτο του ΑΕΠ στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια από το 9% σήμερα.
Η αύξηση των κρατικών δαπανών είναι η μόνη απόδειξη της αυξανόμενης δύναμης του κράτους. Το εύρος των ρυθμίσεων είναι άλλη υπόθεση. Οι Συντηρητικοί έχουν την τάση να επιρρίπτουν ευθύνες για την πολυνομία σε ανεπιθύμητες υπερεθνικές οντότητες, όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση και στη αναπτυσσόμενα εποπτικά σώματα του δημοσίου τομέα τα οποία επιτηρούν ζητήματα όπως τον θεμιτό ανταγωνισμό, την υγεία και την ασφάλεια. Εχουν τις απόψεις τους. Ομως οι εκλογείς συμπεριλαμβανομένων και των δεξιών ψηφοφόρων επιζητούν περισσότερη αυθαιρεσία από το κράτος. Απόδειξη αποτελούν οι «πόλεμοι» κατά της τρομοκρατίας και των ναρκωτικών. Ο Μπους πρόσθετε περί τις 1.000 σελίδες στην ομοσπονδιακή νομοθεσία, κάθε χρόνο όταν ήταν πρόεδρος. Σήμερα η Αμερική έχει 250.000 άτομα που εκπονούν και εφαρμόζουν ομοσπονδιακούς νόμους.
H παγκοσμιοποίηση αντί να περιορίσει το κράτος, κατέληξε σε πολλές περιπτώσεις να το ενισχύσει. Η εντεινόμενη ανασφάλεια στην αγορά εργασίας στις μεσαίες τάξεις των ψηφοφόρων έχει εντείνει και τη ζήτηση για δίκτυα ασφαλείας. Αντιμέτωποι με τις αποτυχίες της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, όπως στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, οι ψηφοφόροι ζητούν μία δημόσια απάντηση. Επίσης, η εμφάνιση νέων οικονομικών δυνάμεων και ιδιαίτερα της Κίνας έχουν ανανεώσει τον σεβασμό στην παλαιά έννοια του κρατικού καπιταλισμού. Ολο και περισσότερες από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στον κόσμο γίνονται κρατικές και όλο και περισσότεροι από τους μεγαλύτερους επενδυτές είναι πλέον τα κρατικά επενδυτικά ταμεία.
Ομως, πολλές δυσκολίες εμφανίζονται στον δρόμο εκείνων, οι οποίοι επιθυμούν να μεταρρυθμίσουν το κράτος. Μία από αυτές αφορά τον κίνδυνο που θέτει η ευαίσθητη κατάσταση της διεθνούς οικονομίας. Τα κρατικά οικονομικά προγράμματα στήριξης είναι ακόμη αναγκαία προκειμένου να αποφευχθεί μία νέα κατάρρευση. Αλλά και στα πιο τρωτά κράτη, κυβερνήσεις χρειάζεται να σχεδιάσουν την απόσυρσή τους.
Ενας επιπλέον κίνδυνος συνίσταται στην εξίσωση «μικρότερο» και «καλύτερο». Οπως απέδειξε ο τρόμος στην Αϊτή, οι χώρες χρειάζονται κάποια διάσταση κράτους για να λειτουργήσουν. Στην περίπτωση αυτή η έννοια για περισσότερο κράτος είναι καλή. Ο Economist ένιωσε ικανοποίηση, όταν οι πολιτικοί παρενέβησαν για τη διάσωση των τραπεζών, τη στιγμή που οι κίνδυνοι για τη διολίσθηση προς την ύφεση ήταν μεγάλοι. Επίσης, στήριξε τον κ. Ομπάμα το 2008 εν μέρει διότι επιθυμούσε την επέκταση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Ανάσα στη μεσαία τάξη
Επίθεση στην «επίθεση» που εξακολουθεί να δέχεται η μεσαία τάξη λόγω της ύφεσης δεσμεύθηκε αυτή την εβδομάδα να εξαπολύσει ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα. Ηδη πριν από το πρώτο ετήσιο διάγγελμά του προς το αμερικανικό έθνος πρόλαβε να αποκαλύψει σειρά νέων μέτρων για τη βελτίωση των συνθηκών για εκατομμύρια Αμερικανούς, αλλά και της δημοτικότητάς του που φαίνεται να φθίνει, όπως κατέδειξε μια εβδομάδα νωρίτερα η απώλεια της Μασαχουσέτης ως κρίσιμης έδρας των κυβερνώντων Δημοκρατικών.
Εχοντας ως στόχο να στείλει σαφές μήνυμα για τις προτεραιότητες και την οικονομική στρατηγική του, ένα χρόνο αφότου ανέλαβε τα ηνία της χώρας, το σύνθημα που χρησιμοποίησε ο Ομπάμα αφορά τη δημιουργία «καλών, σταθερών θέσεων εργασίας» σε μια οικονομία που συνεχίζει να μετρά εκατομμύρια ανέργων, ανεξαρτήτως της νεόκοπης ανάκαμψης. Οι προτάσεις αποσκοπούν στην «αξιοπρέπεια» και την «ασφάλεια» των εργαζόμενων οικογενειών της γενιάς του, μιας «γενιάς σάντουιτς», η οποία φροντίζει γονείς και παιδιά ταυτόχρονα. Τα μέσα είναι η παροχή βοήθειας για την αντιμετώπιση των σοβαρών οικονομικών δυσκολιών που άφησε πίσω της η ύφεση.
Στις προτάσεις περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων: ο διπλασιασμός της φοροαπαλλαγής -σήμερα στα 1.000 δολάρια- για τη φροντίδα παιδιού για εισοδήματα έως 85.000 δολάρια και η επιβολή πλαφόν στις δόσεις αποπληρωμής φοιτητικών δανείων. Η διοχέτευση 1,6 δισ. δολαρίων ως οικονομική βοήθεια σε εργαζόμενους γονείς για την παιδική φροντίδα. Προβλέπεται επίσης η διεύρυνση των εταιρικών προγραμμάτων συνταξιοδότησης.
Για να αντισταθμίσει το κόστος αυτών των μέτρων, ο Αμερικανός πρόεδρος προτείνει τριετές «πάγωμα» όλων των δαπανών του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού που δεν συνδέονται με την εθνική ασφάλεια, κάτι που θα εξοικονομήσει στην κυβέρνηση 250 δισ. δολάρια μέσα στην ερχόμενη 10ετία.
No comments:
Post a Comment